Παραβατικότητα… ήδη από το σχολείο
Η εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς, αποτελεί ένα σύνηθες φαινόμενο αντίδρασης απέναντι στην αδικία στα πλαίσια της κοινωνίας των ανισοτήτων και της διαφθοράς στην οποία ζούμε. Έτσι, δεν θα ήταν θεμιτή η απόδοση μιας τέτοιας αντίδρασης αποκλειστικά σε εγγενή ένστικτα. Ωστόσο, από την στιγμή που η βία γεννάται μέσα στις κοινωνικές συνθήκες, δημιουργείται το ερώτημα: για ποιόν λόγο εκδηλώνονται καθημερινά κρούσματα επιθετικότητας μέσα στο σχολικό περιβάλλον; Με αφόρμηση, λοιπόν, την έξαρση του ενδοσχολικού εκφοβισμού, θα αναφερθούν οι βασικότεροι παράγοντες που οδηγούν στην διαταραχή της ψυχικής ισορροπίας ενός παιδιού που εκφοβίζει, καθώς και οι τρόποι με τους οποίους το σχολείο μπορεί να περιορίσει το πρόβλημα.
Συγκεκριμένα, χαρακτηριστική είναι η ανάγκη κάθε νέου, στα πλαίσια ανάπτυξης της κοινωνικότητάς του, να ταυτιστεί με τους συνομήλικούς του και εν γένει να αναπτύξει έναν ευρύτερο τρόπο ζωής και συμπεριφοράς. Στην προσπάθεια του αυτή ωστόσο, επειδή στοχεύει στην επιδειξιομανία και τον εντυπωσιασμό, οδηγείται πολλές φορές στην εύρεση λανθασμένων τρόπων προσέλκυσης του ενδιαφέροντος των άλλων, όπως είναι η επιβολή της δύναμής του σε βάρος άλλων παιδιών. Ταυτόχρονα, η ανάγκη για αποδοχή και αναγνωσιμότητα δεν απορρέει μόνο από την αναζήτηση φίλων, αλλά από το αίσθημα της ισοπεδωτικής ομοιογένειας που δημιουργεί το σχολείο. Με άλλα λόγια, το σχολείο αντιμετωπίζει τον μαθητή σαν μια απρόσωπη μονάδα μέσα σε ένα απρόσωπο όλον, με αποτέλεσμα εκείνος να συνθλίβεται και να αποπροσωποποιείται κάτω από το άγχος των ενδοσχολικών εξετάσεων. Έτσι, χάνει την προσωπική του ταυτότητα, μαζοποιείται και δεν του δίνεται η ευκαιρία να αποτυπώσει την καινοτομία της σκέψης του και την μοναδικότητα της έμπνευσής του ή να αναπτύξει περεταίρω ταλέντα και κλίσεις που θα του ανύψωναν την αυτοεκτίμηση. Με αυτόν τον τρόπο, άμεση απόρροια του αισθήματος αυτού είναι η εκδήλωση αντικοινωνικής συμπεριφοράς, προκειμένου να αναδειχτεί με οποιονδήποτε τρόπο. Φυσικά, όλα αυτά δεν θα συνέβαιναν τόσο εύκολα αν στην οικογένεια δεν εντοπίζονταν κάποια περαιτέρω δυσλειτουργία. Έτσι, συχνή είναι πολλές φορές η απουσία του παιδαγωγικού ρόλου των γονέων, οι οποίοι άλλοτε είναι υπερβολικά αυταρχικοί και άλλοτε χάνουν τελείως τον έλεγχο των παιδιών τους. Το αποτέλεσμα και των δύο περιπτώσεων είναι ο νέος να μην μπορεί να απευθυνθεί σε κάποιον για την αντιμετώπιση των προβληματισμών του και για να δεχτεί την κατάλληλη συμβούλευση. Αυτό, σε συνδυασμό με την απουσία βασικών αξιών τις περισσότερες φορές οδηγεί στην εκτόνωση της συσσωρευμένης πίεσης που υφίσταται το άτομο μέσα από την άσκηση βίας στον κοινωνικό του περίγυρο.
Με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν, η πρόκληση της βίας μέσα στο σχολικό περιβάλλον οφείλεται σε πολύπλευρους παράγοντες, για αυτό πολυδιάστατοι θα πρέπει να είναι και οι τρόποι αντιμετώπισης του φαινομένου. Πιο συγκεκριμένα, το σχολείο, που αποτελεί τον κύριο χώρο μέσα στον οποίο διαδραματίζονται τα διάφορα περιστατικά, καλό θα ήταν να επικεντρωθεί στην ανθρωπιστική παιδεία. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι είναι ανάγκη να εγκαταλείψει την βαθμοθηρική του υπόσταση, που πυροδοτεί έναν κακώς νοούμενο ανταγωνισμό μεταξύ των μαθητών. Αντ’ αυτού, θα βοηθούσε η παροχή μιας ολοκληρωμένης διαπαιδαγώγησης που θα έχει στόχο τόσο να αναπτύξει τις πνευματικές λειτουργίες των μαθητών, όσο και να εμφυσήσει στη συνείδησή τους ηθικές αξίες.
Ως προς το πρώτο, είναι απαραίτητο να δοθεί η ευκαιρία στον κάθε μαθητή να έρθει σε επαφή με την πολυπρισματική γνώση όχι μόνο μέσα από τον καθιερωμένο τρόπο άντλησής της, αλλά και με άλλους, όπως είναι η τέχνη και ο αθλητισμός. Έτσι, θα μπορέσει να ανακαλύψει πολλές δεξιότητες, καθώς και οτιδήποτε άλλο τον εκφράζει και του προσδίδει το αίσθημα της αυτοπραγμάτωσης. Με αυτόν τον τρόπο, θα αναβαθμιστεί η αυτοπεποίθησή του και δεν θα αναζητά την πληρότητα στην αυτοπροβολή και στην επίδειξη της δύναμης.
Ως προς το δεύτερο, αποτελεσματική θα ήταν η εφαρμογή των αρχών του εποικοδομητικού διαλόγου στο πλαίσιο του μαθήματος και η οργάνωση δράσεων που προϋποθέτουν την αλληλεπίδραση των μαθητών, όπως είναι οι ομαδικές εργασίες και η συμμετοχή σε εθελοντικές δράσεις. Έτσι, οι μαθητές θα διδαχτούν την ομαδοσυνεργατική μάθηση, την ευγενή άμιλλα, θα περιορίσουν τον εγωισμό τους και θα μυηθούν στην αξία του σεβασμού και της ανοχής στη διαφορετικότητα, προτάσσοντας το συλλογικό έναντι του ατομικού. Αυτό, θα οδηγήσει όχι μόνο στην ανίχνευση των ικανοτήτων τους, στην μετουσίωση αυτών και της ευαισθησίας τους σε πράξη, καθώς και στην επιλογή της μετριοπαθούς προσέγγισης για την επίλυση διαφορών.
Συμπερασματικά, ο τρόπος με τον οποίο η ανατροφή ενός παιδιού και τα ευρύτερα ερεθίσματά του επιδρούν στον ψυχισμό του, αρκεί ώστε εκείνο να εκδηλώσει βίαιη συμπεριφορά, με αποτέλεσμα να καταρρακώνεται τόσο η δική του αξιοπρέπεια, όσο και του ατόμου που υφίσταται τον εκφοβισμό. Για τον λόγο αυτό, ο ίδιος χώρος που αποτελεί «σκηνή του εγκλήματος» μπορεί να αποτελέσει το πεδίο στο οποίο ο νέος μπορεί να αποκτήσει και πάλι τις ισορροπίες του. Έτσι, φαίνεται ότι αιχμή του δόρατος είναι το σχολείο, το οποίο μπορεί να συντελέσει ώστε ο νέος να μάθει να πειθαρχεί και να χαλιναγωγεί τα πάθη του. Άλλωστε, όπως είπε και ο ιστορικός Θουκυδίδης: «Και οι Θεοί, όπως πιστεύουν οι άνθρωποι, και αναμφισβήτητα και οι άνθρωποι αναγκάζονται πάντοτε από φυσική ορμή να εξουσιάζουν εκείνους από τους οποίους υπερτερούν».
♦ Χριστίνα Τζουμερκιώτη