20η Ιουλίου του 1974… Αποφράδα μέρα! Πόσες αναμνήσεις συνδέονται με αυτή τη μέρα; Πόσα συναισθήματα πόνου, θυμού και αγανάκτησης, πλημμυρίζουν τους κατοίκους της Ελλάδας και της Κύπρου μέχρι και σήμερα; Αυτή η ημέρα, είναι η ημέρα όπου ο Τουρκικός στρατός εισέβαλε στα εδάφη της αδερφής μας χώρας με «ειρηνικές», όπως έλεγε, προθέσεις. Η ερώτηση όμως είναι πώς μπορεί μία εισβολή να είναι ειρηνική; Αυτή είναι μία άλλη ιστορία, της οποίας οι λεπτομέρειες δε χωρούν σε ένα άρθρο.
Λόγω της σπουδαιότητας της ημέρας λοιπόν, είναι σημαντικό να γίνει μία αναφορά στο ιστορικό γεγονός για όσους γνωρίζουν για το συμβάν αυτό, αλλά οι μνήμες τους χρειάζονται ένα «ξεσκόνισμα». Για άλλους τώρα, ίσως το άρθρο σταθεί η αφορμή να μάθουν για το περιστατικό αυτό που αποτελεί σημαντικό κομμάτι ιστορίας, που αγνοούν. Γιατί όπως είπε και ο σπουδαίος φιλόσοφος George Santayana, “Όσοι δε μαθαίνουν ιστορία, είναι καταδικασμένοι να την επαναλάβουν!” Ας τα πάρουμε λοιπόν όλα από την αρχή…
Όλα τα ιστορικά γεγονότα έχουν κάποιο υπόβαθρο. Δε συνέβησαν τυχαία. Για αυτό πριν προχωρήσουμε απευθείας στην 20η Ιουλίου, για να καταλάβουμε ποια ακριβώς ήταν η αιτίας της εισβολής, θα χρειαστεί πρώτα να ανατρέξουμε στην 15η Ιουλίου του ίδιου έτους. Το 1974 στη χώρα μας υπήρχε Χούντα, δικτατορικό καθεστώς με το οποίο ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπος Μακάριος δεν διατηρούσα εύλογα καλές σχέσεις. Αφού λοιπόν ο Μακάριος πλέον δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της εξουσίας της Ελλάδας, αποφασίστηκε να γίνει απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του.
Νωρίς το πρωί της 15ης Ιουλίου, τα τεθωρακισμένα οχήματα της Χούντας των Αθηνών είχαν αρχίσει να κατευθύνονται προς το Προεδρικό Μέγαρο Λευκωσίας, στο οποίο ήδη βρισκόταν ο Πρόεδρος της Κύπρου φιλοξενώντας παιδιά Ελληνικής καταγωγής από την Αίγυπτο. Σύμφωνα με πληροφορίες, ένα από τα παιδιά άκουσε ένα πυροβολισμό έξω από το Μέγαρο, αλλά ο Αρχιεπίσκοπος το καθησύχασε, καθώς ο ίδιος, παρόλο που είχε πληροφορίες για πιθανό πραξικόπημα, ποτέ δεν πίστεψε στην πραγματική υλοποίησή του. Μόλις όμως τα πυρά άρχισαν να «φουντώνουν», ο Μακάριος αντιλήφθηκε τι συνέβαινε και φροντίζοντας πρώτα για την ακεραιότητα των νεαρών φιλοξενούμενών του, δραπέτευσε από το κτήριο χρησιμοποιώντας τη μόνη αφύλακτη από πραξικοπηματίες έξοδο.
Στη συνέχεια κατέφυγε στη μονή Κύκκου, την ίδια στιγμή που η Χούντα θεωρώντας τον νεκρό, διέδιδε ψευδώς τη δολοφονία του. Ο Κυπριακός στρατός, τρέφοντας ιδιαίτερη εκτίμηση για τον κυβερνήτη του, εναντιώθηκε του στρατού της Χούντας, μάταια όμως καθώς ήταν σε αριθμό πολύ λιγότεροι. Ενώ οι πραξικοπηματίες είχαν καταλάβει σχεδόν όλη τη Λευκωσία, ο Μακάριος κατάφερε να στείλει ένα μήνυμα στους Κυπρίους ραδιοφωνικά για να τους ενημερώσει ότι ήταν εν ζωή. Ενώ εκείνος κατέφυγε στη συνέχεια στο στρατόπεδο του ΟΗΕ στην Πάφο, οι υπεύθυνοι του πραξικοπήματος είχαν καταλάβει ολόκληρη την Κύπρο, σκοτώνοντας σε διαμάχες 450 πολίτες!
Την εξουσία ανέλαβε ο δημοσιογράφος Νίκος Σαμψών, ενώ στην Κύπρο επικρατούσε κατάσταση απολύτου χάους. Η κατάσταση της Κύπρου, την κατέστησε πρόσφορο έδαφος για εισβολή από την Τουρκική Κυβέρνηση. Την ημέρα μάλιστα του πραξικοπήματος, στην Άγκυρα οργανώθηκε συμβούλιο στο οποίο οι στρατιωτικές δυνάμεις ενημέρωσαν τον τότε πρωθυπουργό της Τουρκίας Μπουλέντ Ετσεβίτ, ότι θα μπορούσαν να εισβάλουν στα κυπριακά εδάφη σε διάστημα πέντε ημερών. Και έτσι και έγινε…
Η στρατιωτική αποστολή των Τούρκων με κωδική ονομασία «Αττίλας», μπήκε σε δράση τα ξημερώματα της 20ης Ιουλίου, όπως ακριβώς είχε σχεδιάσει ο τουρκικόςστρατός. 40.000 περίπου στρατιώτες υπό τις εντολές του αντιστράτηγου Νουρετίν Ερσίν, άρχισαν να αποβιβάζονται από τουρκικά σκάφη στην περιοχή «Πέντε Μίλι» περίπου στις 5 το πρωί την ίδια στιγμή που τουρκικά αεροσκάφη ξεκίνησαν τις επιθέσεις. Οι Τούρκοι δήλωσαν πως η εισβολή τους ήταν…ειρηνική, με σκοπό την επαναφορά της τάξης στην Κύπρο μετά την απόπειρα δολοφονίας του Μακάριου… Η «ειρηνική» αυτή εισβολή οδήγησε στη δολοφονία αθώων πολιτών, στην εκτέλεση στρατιωτών και στον βιασμό ανυποψίαστων γυναικών…
Το πρόβλημα όμως ήταν η αμέτοχη στάση και η αργοπορημένη αντίδραση του ελληνικού κράτους και της διεθνούς κοινότητας. Σύμφωνα μάλιστα με λόγια του τότε επικεφαλής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στην Κερύνεια, Αλέξανδρου Σημαιοφορίδη, «Γνωρίζαμε τα πάντα για την εισβολή από τον Απρίλιο και ενημερώναμε τους πάντες… Αν ήθελε η ελληνική ηγεσία οι Τούρκοι θα πάθαιναν πανωλεθρία. Στις 17 Ιουλίου ημέρα Τετάρτη, το δίκτυο της Ελληνικής ΚΥΠ, είχε όλες τις πληροφορίες για την εισβολή».
Οι Κύπριοι «πιάστηκαν» στον ύπνο, ενώ το δικτατορικό καθεστώς της Αθήνας φαίνεται ότι ήταν πλήρως ενημερωμένο. Παρόλο που η εισβολή ξεκίνησε στις 5 τα ξημερώματα, η ελληνική ραδιοφωνία εξέδωσε την είδηση στις 11 το πρωί της ίδιας ημέρας, με…6 ώρες καθυστέρηση! Η αργοπορία αυτή βέβαια, λειτούργησε μόνο προς όφελος του Τουρκικού στρατού, ο οποίος κατάφερε να εδραιώσει τη θέση του και να προετοιμάσει το έδαφος για την περαιτέρω κατάκτηση εδαφών. Την ίδια ώρα στην Αθήνα, γίνονταν προσπάθειες για οργάνωση του στρατού, ενώ η Ελληνική Δύναμη Κύπρου, η Εθνική Φρουρά και άλλοι γενναίοι Ελληνοκύπριοι πολίτες ρίχτηκαν στον αγώνα με σθένος και ηρωισμό, παρόλο που μειονεκτούσαν σε αριθμό και πολεμικό εξοπλισμό.
Την ίδια στιγμή, στην Αθήνα, η Χούντα, ξαφνιάστηκε από την απόφαση των Τούρκων να προχωρήσουν στην εισβολή, παρόλο που ήταν ενημερωμένοι για τα σχέδιά τους και αποπειράθηκαν να προχωρήσουν σε επιστράτευση με σκοπό την αποστολή Ελληνικού στρατού στην Κύπρο. Η καθυστέρηση αποστολής και η εικόνα καταστροφής που παρουσιάστηκε, ανέδειξε την άσχημη στρατιωτική κατάσταση όπως και την έλλειψη οργάνωσης των Ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, εξέδωσε ψήφισμα μέσω του οποίου καλούσε τους Τούρκους να διακόψουν την ένοπλη εισβολή τους και να αποχωρήσουν από τα ξένα εδάφη. Ο Τουρκικός στρατός αγνόησε τις συστάσεις του ΟΗΕ και την επόμενη μέρα οι μάχες εντάθηκαν.
Παρόλο που ο οι μαχητές της Κύπρου είχαν εξαντληθεί και δε δέχονταν βοήθεια από άλλες χώρες, οι Τούρκοι αντιμετώπιζαν προβλήματα οργάνωσης και συνεννόησης. Αργότερα την 15η Ιουλίου, ξεκίνησε να δραστηριοποιούνται οι Η.Π.Α. για την επίλυση του προβλήματος. Ο Αμερικανός υφυπουργός εξωτερικών Τζόζεφ Σίσκο, μετά από υπεράνθρωπες προσπάθειες, κατάφερε να επικοινωνήσει με τον αρχηγό του ναυτικού Πέτρο Αραπάκη, ο οποίος στη συνέχεια μετά από επικοινωνία με τον υπουργό εξωτερικών και σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας Χένρυ Άλφρεντ Κίσινγκερ, συμφώνησε για ανακωχή από τις 4 μετά μεσημβρίας στις 22 Ιουλίου. Το μεσημέρι της 22ας Ιουλίου, οι Τούρκοι συνέχιζαν τις επιθέσεις τους, αποβιβάζοντας άρματα μάχης και καταλαμβάνοντας την Κερύνεια. Τη συμφωνηθείσα ώρα της ημέρας, άρχισε να τηρείται η ανακωχή, η οποία όμως ποικιλοτρόπως και συχνά παραβιαζόταν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Τουρκικός στρατός είχε υπό τον έλεγχο του 3% των εδαφών της Κύπρου, ενώ είχε καταλάβει μία έκταση που συνέδεε την Κερύνεια με τη Λευκωσία…
Σήμερα, τα Κυπριακά εδάφη Αμμόχωστος, Κερύνεια, Μόρφου, τμήμα της Λευκωσίας και το Τρίκωμο θεωρούνται παράνομα, μόνο από τους Τούρκους «Η Κυπριακή Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου» με πρωτεύουσα τη Βόρεια Λευκωσία. Τα Ηνωμένα Έθνη ακόμα θεωρούν όλη την έκταση της Κύπρου, «Κυπριακή Δημοκρατία», ενώ δηλώνουν πως κάθε προσπάθεια απόσχισης είναι παράνομη. Τα εδάφη αυτά αποκαλούνται «Κατεχόμενα» από τους Έλληνες και τους Κυπρίους… Εκείνη τη μοιραία μέρα, χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους, δεκάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ ακόμα το παράπονο για την «ειρηνική εισβολή» των Τούρκων στην Κύπρο, παραμένει ριζωμένο στις καρδιές των Κυπρίων και όχι μόνο…
Σεϊντή Νάνσυ Γ4