Η κρίση του 1967 στην Κύπρο

Η εκδήλωση της κρίσης

Τον Νοέμβριο του 1967 ξέσπασε νέα κρίση στην Κύπρο. Είχε αρχίσει να ετοιμάζεται από τον Ιούλιο, όταν ο νέος διοικητής του τουρκικού θύλακα της Κοφίνου απαγόρευσε τις περιπολίες της κυπριακής αστυνομίας στο μεικτό χωριό Άγιος Θεόδωρος. Παράλληλα, η τουρκική στρατιωτική διοίκηση εγκατέστησε πολυβολεία στην περιοχή, παρακούοντας τις αντίθετες υποδείξεις αξιωματούχων της UNFICYP απ’ όπου ένοπλοι πυροβολούσαν αυθαίρετα σε οχήματα κατά μήκος της παρακείμενης κεντρικής επαρχιακής οδού Λευκωσίας-Λεμεσού.

Η UNFICYP ζήτησε από την κυπριακή κυβέρνηση να λάβει παράταση η αναστολή των περιπολιών και σύντομα έγινεΤσ2 πρόταση για επανάληψη των περιπολιών, με αυτή να απορρίπτεται από τους Τούρκους. Ενώπιον του αδιεξόδου, ζητήθηκε κάλυψη των αστυνομικών περιπόλων, από τη στρατιωτική ηγεσία. Ο στρατηγός Γρίβας αρχικά διαφώνησε με την ανάμιξη της Εθνικής Φρουράς, ενημερώνοντας το ΓΕΕΘΑ και το Υπουργείο Εσωτερικών και Άμυνας της Κύπρου. Αυτή όμως παρακάμφθηκε από τον τότε υπουργό Άμυνας της Ελλάδας, ο οποίος ενέκρινε την κάλυψη των αστυνομικών περιπολιών από την Εθνική Φρουρά. Το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς κατάρτισε το Σχέδιο «Γρόνθος», το οποίο προέβλεπε τη βέλτιστη συντριβή της τουρκοκυπριακής αντίστασης, με σκοπό να μη δοθεί χρόνος στην τουρκική αεροπορία να επέμβει.

Μετά από αυτό, οι περιπολίες επαναλήφθηκαν στις 14 Νοεμβρίου, χωρίς αρχικά να υπάρχει αντίδραση από τους Τουρκοκύπριους. Ωστόσο, το μεσημέρι της 15ης Νοεμβρίου, η περίπολος δέχθηκε πυρά έξω από τον Άγιο Θεόδωρο. Αμέσως σήμανε συναγερμός στο ΓΕΕΦ και μπήκε σε εφαρμογή το Σχέδιο «Γρόνθος». Οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς έδρασαν άμεσα, και μέσα σε λίγες ώρες οι δυνάμεις της μπήκαν στον Άγιο Θεόδωρο, κατέλαβαν τα πολυβολεία και εξουδετέρωσαν όλες τις εστίες αντίστασης. Το αποτέλεσμα αυτού ήταν, ο θύλακας να καταληφθεί στο σύνολό του και να πιαστούν πολλοί Τούρκοι και Τουρκοκύπριοι αιχμάλωτοι. Η επιχείρηση στοίχισε στους Τούρκους 22 νεκρούς και 9 τραυματίες, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν και άμαχοι.

Το τουρκικό τελεσίγραφο

Η επιχείρηση προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Άγκυρας, η οποία έστειλε διάβημα στην Αθήνα διαμαρτυρόμενη για τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν. Η Τουρκία απείλησε να επέμβει «προς αποκατάσταση της ισορροπίας», ακόμη και μετά την απόσυρση των Κυπριακών δυνάμεων από τον θύλακα το πρωί της 16ης Νοεμβρίου. Στις 17 Νοεμβρίου, επανήλθε με νέο τελεσίγραφο προς την ελληνική κυβέρνηση, όπου ζητούσε: α) την αποχώρηση όλων των ελληνικών τμημάτων, β) την ανάκληση του στρατηγού Γρίβα και των Ελλήνων αξιωματικών, γ) τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς και δ) την καταβολή αποζημιώσεων στις οικογένειες των Τουρκοκυπρίων που σκοτώθηκαν.

Ο Αμερικανός πρόεδρος Johnson επενέβη για να αποτρέψει εμπλοκή των στρατιωτικών δυνάμεων των δύο χωρών, και την ίδια μέρα των συγκρούσεων ο Αμερικάνος πρέσβης πίεσε την Αθήνα να ανακαλέσει τον Γρίβα, με αποτέλεσμα την ανάκληση του στις 20 Νοεμβρίου. Οι Τούρκοι ωστόσο εξακολουθούσαν να μην είναι ικανοποιημένοι, και μετακίνησαν στρατεύματα δηλώνοντας ότι ετοιμάζονται για επέμβαση. Ως αποτέλεσμα, η Αθήνα αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με αυτούς.

 Τσ1

Η αμερικανική στάση

Ο Αμερικάνος πρόεδρος αντιδρώντας σε αυτή τη κρίση, έστειλε ως απεσταλμένο τον πρώην υφυπουργό Άμυνας, με αποστολή να αποτρέψει την εκδήλωση ελληνοτουρκικού πολέμου. Η αμερικανική στάση διαμορφώθηκε με την σκέψη πως μια λύση βασισμένη στην αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο ήταν βραχυπρόθεσμα θετική και απομάκρυνε την πιθανότητα εμπλοκής στο μέλλον.

Σημαντικό ζήτημα ήταν η διατήρηση των προσχημάτων, καθώς πιέσεις εξακολουθούσαν να υπάρχουν από τους Τούρκους για αποχώρηση των ελληνικών δυνάμεων. Μετά από διαβουλεύσεις, τελικά προέκυψε συμφωνία, στις 29 Νοεμβρίου, η οποία προνοούσε ότι όλες οι πρόσθετες δυνάμεις που έδρευαν στην Κύπρο θα αποχωρούσαν από το νησί μέσα σε διάστημα σαράντα πέντε ημερών. Προκειμένου να ικανοποιηθεί και η ελληνική πλευρά, περιλήφθηκε πρόνοια με βάση την οποία θα επαναβεβαιωνόταν η ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Η στάση της Λευκωσίας

Η κυπριακή κυβέρνηση δεν έφερε ένσταση στην αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας, δηλώνοντας ότι η απόφαση ανήκε αποκλειστικά στην ελληνική κυβέρνηση. Η κυπριακή ηγεσία δεν ενίσχυσε την Εθνική Φρουρά, αντιθέτως διέσπασε τις δυνάμεις της σχηματίζω νέο Επικουρικό Σώμα και ενισχύοντας περαιτέρω την Αστυνομία με σύγχρονο εξοπλισμό. Ήταν προφανές ότι η Λευκωσία δεν εμπιστευόταν την Αθήνα, της οποίας η θέση αποδυναμωνόταν επίσημα, ενώ οι όροι του Κυπριακού μεταβάλλονταν δραστικά και ολοένα και πιο απροκάλυπτα υπέρ της Άγκυρας.

 

Η τελική συμφωνία

Στις 4 Δεκεμβρίου 1967 τελείωσε η κρίση, με την αποδοχή της έκκλησης του Γενικού Γραμματέα από τις κυβερνήσεις Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου. Βάσει αυτής, η μεραρχία αποχώρησε εντός του ορισθέντος χρονοδιαγράμματος. Στην Ελλάδα, η υποχώρηση της στρατιωτικής κυβέρνησης και η απόσυρση της μεραρχίας δυσαρέστησε σημαντική μερίδα αξιωματικών χαμηλού και μέσου βαθμού, καθώς εκτιμούσαν ότι με τα σχέδια και τις στρατιωτικές δυνατότητες που διέθετε η Ελλάδα εκείνη την περίοδο μια τουρκική επέμβαση θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί επιτυχώς.

Η αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας μείωσε σοβαρά την αμυντική ικανότητα της Κύπρου, χωρίς να εξασφαλίσει καμία δέσμευση σεβασμού της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητάς της. Στα μάτια των Τούρκων, η Ελλάδα δεν είχε τη θέληση ή την ικανότητα να υπερασπίσει τη νήσο. Ήταν εμφανές ότι το στρατιωτικό καθεστώς προέκρινε τη δική του σωτηρία από εκείνη της Κύπρου, καθώς η πιθανότητα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου θα είχε ως αποτέλεσμα την ανατροπή του. Έτσι, μια τουρκική απόβαση στην Κύπρο είχε πια πολλές περισσότερες πιθανότητες να πετύχει, άρα και να πραγματοποιηθεί.

Ευάγγελος Σπιθάκης  – Αλέξανδρος Τσαπάρας ( Γ4)

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης