ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΜΝΗΜΗ ΜΟΥ

Γράφει η Ειρήνη Μαρκοδημητράκη

Ένα ταξίδι στην βαθύτερη μνήμη μου, και αμέσως μπροστά μου ξεπρόβαλαν εικόνες! Όμορφες, ευτυχισμένες εικόνες των παιδικών μου χρόνων! Είχα όμορφα παιδικά χρόνια, χρόνια γεμάτα από χαρές και ευτυχισμένες στιγμές που ακόμα είναι χαραγμένα στη μνήμη μου.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως όταν ήμουν μικρή, με έπαιρνε η μητέρα μου μαζί της στον παιδικό σταθμό που δούλευε. Ήμουν από τα τυχερά παιδιά που πήγαν με τη μαμά τους σχολείο! Ήμουν «η κόρη της δασκάλας». Έτσι με ήξεραν όλα τα παιδιά στο σχολείο και δεν θα κρύψω πως ένιωθα μια περηφάνια. Είναι μοναδική εμπειρία να είσαι κάθε μέρα μαζί με τη μαμά σου, να τη βλέπεις όποτε θες, να της μιλάς όποτε θες και να την αγαπάς πάντα. Για εμένα όλο αυτό ήταν κάτι μαγικό! Ποτέ δεν ένιωσα το συναίσθημα και το άγχος του αποχωρισμού που βίωναν τα άλλα παιδάκια στην ηλικία μου, καθώς έβλεπαν τις μανούλες τους να φεύγουν. Υπήρχε όμως ένα κομμάτι που δεν μου άρεσε καθόλου. Αν και δεν ήμουν στην τάξη της μητέρας μου, συχνά στην συνδιδασκαλία των τμημάτων βρισκόμουν μαζί της. Η μητέρα μου ήθελε να είναι πάντα δίκαιη και ποτέ να μην μεροληπτεί υπέρ μου. Αυτό την έκανε πολλές φορές πιο αυστηρή μαζί μου, κι εγώ, μικρό παιδί τότε, αναρωτιόμουν «γιατί;» και δεν σας κρύβω πως και εγώ θύμωνα μαζί της. Θα πει κανείς, πως τα παιδιά των δασκάλων είναι πιο τυχερά, κάνουν περισσότερο διάλειμμα και μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν, επειδή η μαμά τους είναι δασκάλα. Αυτό ακριβώς δεν ήθελε να πουν η μαμά, και σας το λέω τώρα που έφτασα στην εφηβεία, όχι, δεν ήταν καθόλου έτσι… Αντιθέτως, το να έχεις μαμά δασκάλα και μάλιστα να βρίσκεστε στον ίδιο χώρο δεν είναι εύκολο και συχνά γινόταν δυσάρεστο για μένα. Ένιωθα τη μητέρα μου κοντά μου, όμως, δεν μου ήταν εύκολο να διαχειριστώ το γεγονός ότι έπρεπε να δίνει αγάπη απλόχερα σε όλα τα παιδάκια. «Πώς μπορεί να μου το κάνει αυτό;», συλλογιζόμουν. «Πώς χαρίζει την αγάπη και την αγκαλιά της σε όλα αυτά τα ξένα παιδιά;»
- Μα, εγώ, μαμά, δεν είμαι το μονάκριβό σου, η ζωή σου;
- Ρηνιώ μου, εγώ είμαι μονάχα δική σου μανούλα, αλλά στην δουλειά η μαμά πρέπει να προσέχει και να αγαπά όλα τα παιδάκια!
Αυτό το «όλα τα παιδάκια» πάντα με πονούσε λίγο παραπάνω. Υπήρχαν φορές που θύμωνε μαζί μου, γιατί στις σκανταλιές τους συχνά συμμετείχα κι όμως δεν έφταιγα. Συχνά «την πλήρωνα», γιατί, λέει, έπρεπε να γίνω εγώ το καλό παράδειγμα για εκείνα. Όμως, εγώ την αγαπούσα και ας της θύμωνα!
Θυμάμαι, υπήρχαν φορές που τα μεσημέρια ερχόταν να με πάρει η νονά μου. Αχ! Πόση χαρά είχα, όταν την έβλεπα, δεν περιγράφεται! Μια μικρή συνομωσία.
- Τώρα, μαμά, εγώ φεύγω και εσύ θα μείνεις μόνη σου!
Κάπου ενδόμυχα χαιρόμουν που την άφηνα μόνη της. Εγώ ήξερα. Θα πήγαινα στη νονά και θα παίζαμε μέχρι που θα έπεφτα κάτω από την κούραση.
Αυτό, όμως, που θα κρατήσω για πάντα στη μνήμη μου ήταν το πρωινό μου ξύπνημα. Ολόκληρη ιεροτελεστία! Όταν η μαμά έπρεπε να πάει στη δουλειά νωρίς, έπρεπε να είμαστε εκεί από … τις 7 παρά κάτι. Εγώ, παιδάκι ακόμα 18 μηνών, έπρεπε να σηκωθώ. Για να ξυπνήσω, η μαμά μού έβαζε να ακούσω ένα απόσπασμα από την ταινία «Nemo»∙ στο σημείο που ο μικρός Νέμο ξυπνάει τον μπαμπά του, για να πάνε την πρώτη του μέρα στο σχολείο και του φωνάζει:
- «Πρώτη μέρα στο σχολείοοοο! Ξύπνα! Ξύπνα!»
Μόλις το άκουγα, άνοιγα διάπλατα τα ματάκια μου και ένα πλατύ χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπό μου.
Θυμάμαι όταν τα βράδια με έβαζε για ύπνο, μου τραγουδούσε και μου χάιδευε απαλά τα κατάξανθα μαλλάκια μου τόσο τρυφερά, που με έκανε να παραδίνομαι στην αγκαλιά του Μορφέα!
Όμως, αυτό που θα μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη και στην καρδιά μου είναι οι φορές που, αξημέρωτα ακόμα, ανεβαίναμε την ανηφόρα πάνω στον λόφο του Βαριώτη κι εγώ εύκολα κουραζόμουν. Η μαμά, τότε, για να με ενθαρρύνει, μου έλεγε: «Έλα, Ρηνούλα, να προλάβουμε τον ήλιο», ο οποίος ξεπρόβαλλε δειλά δειλά από πίσω μας. Ήταν το πιο ωραίο ξημέρωμα! Το ξημέρωμα των παιδικών μου χρόνων! Όταν φτάναμε, οι δρόμοι μας χώριζαν πια, μα εγώ κρατούσα ακόμα την εικόνα του ήλιου και της μαμάς στην καρδιά μου! Ακόμα και σήμερα, όταν ανεβαίνω τα σκαλιά του σχολείου, κοιτάω την ανατολή και πάντα θυμάμαι τα λόγια της: «Τρέχα, Ρηνιώ, τρέχα να προλάβουμε τον ήλιο! Τρέχα, Ρηνιώ, να αδράξουμε τη μέρα!!!»

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης