Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης

 Χριστούγεννα! Τι πιο ωραία γιορτή από τα Χριστούγεννα; Βλέπεις τον ουρανό και θαρρείς πως ο ίδιος ο Θεός σου χαμογελάει μέσα από αυτόν. Η ατμόσφαιρα κρύα, το χιόνι καλύπτει κάθε σπίτι της περιοχής. Τα φετινά όμως Χριστούγεννα σημάδεψαν για πάντα την ζωή της Άλις.

 Η Άλις ήταν ένα 15χρονο κορίτσι, που ζούσε στην Οξφόρδη. Από μικρό κορίτσι λάτρευε τα Χριστούγεννα, φέτος όμως άλλαξαν τα πράγματα.
Μήνες πριν, είχε δει έναν εφιάλτη. Το μόνο που θυμόταν από αυτόν τον εφιάλτη, ήταν μια θολούρα και το αγαπημένο χριστουγεννιάτικο στολίδι της μητέρας της. Από εκείνη την μέρα είχε ένα κακό προαίσθημα για τα φετινά Χριστούγεννα.

 

Ήταν βράδυ παραμονής Χριστουγέννων. Η οικογένειά της καθόταν στο σαλόνι. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν μεγαλοπρεπές. Η Σάρα, η μικρή αδελφή της Άλις, καθόταν από κάτω του. Η μητέρα και ο πατέρας της συζητούσαν για την αυριανή γιορτή μαζί με την γιαγιά της.
Η Άλις ήταν η μόνη που καθόταν στα σκαλιά του δεύτερου ορόφου του σπιτιού. Ο Μπαγκς, η μαύρη γάτα του σπιτιού, καθόταν και γουργούριζε. Ο Μπαγκς, από την μέρα που τον πήρανε, είχε γίνει ο καλύτερος φίλος της Άλις. Πάντα έπαιρνε το μέρος της και κάθε φορά που ήταν στεναχωρημένη την παρηγορούσε. Αλλά αυτήν την φορά έμοιαζε ανέμελος, δεν είχε το ίδιο άγχος με εκείνη.
Πετάχτηκε όρθια, όταν είδε πως η γιαγιά της στεκόταν από πάνω της, κοιτάζοντας την με ανησυχία στα μάτια της. Ο Μπαγκς νιαούρισε, καθώς σηκωνόταν και κατευθυνόταν στο σαλόνι.
-Νομίζω είσαι αναστατωμένη κοριτσάκι μου, είπε η γιαγιά της.
-Μια χαρά είμαι, μην ανησυχείς.
Η γιαγιά έσκυψε ελαφρώς. Πέρασε το γερασμένο χέρι της μέσα από τα σκούρα καστανά μαλλιά της εγγονής της. Από μικρή την πρόσεχε, σαν να ήταν ένα κρυστάλλινο ποτήρι, πρόσεχε να μην το σπάσει.
-Ξέρεις, όταν ήμουν στην ηλικία σου είχα και εγώ άγχος για τα Χριστούγεννα. Έπρεπε να ήτανε όλα τέλεια για τους συγγενείς που θα ερχόντουσαν. Εσένα όμως τι σε αγχώνει;
Η Άλις αναστέναξε. Δεν ήθελε να ανησυχεί την γιαγιά της. Πήρε μια βαθιά ανάσα.
-Απλώς έχω ένα κακό προαίσθημα για τα φετινά Χριστούγεννα, είπε και χαμογέλασε παρηγορητικά για να μην την κάνει να ανησυχεί.
Η γιαγιά της χαμογέλασε και ένευσε καταφατικά. Η μητέρα της Άλις την φώναξε και η γιαγιά κατευθύνθηκε προς το σαλόνι.

 

Η Άλις ξύπνησε τρομαγμένη. Ο Μπαγκς καθόταν από πάνω της και νιαούριζε. Η Άλις γύρισε στο κομοδίνο της και είδε την ώρα. Ήταν τρεις το πρωί, το πρωί των Χριστουγέννων. Είναι πολύ νωρίς, καλύτερα να πέσω πάλι για ύπνο, σκέφτηκε.
Έκλεισε τα μάτια της. Ο Μπαγκς συνέχιζε να νιαουρίζει. Άρχισε να την σκουντάει και να τρίβεται στο κεφάλι της.
Η Άλις αναστέναξε. Τον σήκωσε και τον κατέβασε από το κρεβάτι της. Έκλεισε πάλι τα μάτια της. Ακούστηκε κάτι να σπάει.
Άνοιξε τα μάτια της και ανασηκώθηκε. Ο θόρυβος προήλθε από το κάτω πάτωμα, το σαλόνι. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά γρήγορα. Θα πρέπει να είναι η μητέρα και ο πατέρας που βάζουν τα δώρα κάτω από το δέντρο. Βαθιά μέσα της ήξερε όμως, πως έλεγε ψέματα στον εαυτό της.
Ο Μπαγκς είχε ανέβει πάλι στο κρεβάτι της. Είχε σταματήσει να νιαουρίζει. Το φεγγάρι αντανακλούσε στα πράσινα μάτια του, που για πρώτη φορά εξέφραζαν άγχος.
Η Άλις κατέβηκε σιγά-σιγά τα σκαλοπάτια. Η ανάσα της ήταν κοφτή, ίσα που ανάσαινε. Κοίταξε στο σαλόνι, δεν ήταν κανείς εκεί. Προχώρησε προς το τζάκι, κοντά στο δέντρο. Κοίταξε γύρω της, δεν ήταν κανείς εκεί.
Ήταν πίσω της. Η ανάσα της Άλις κόπηκε. Ήταν η σκιά ενός άντρα. Η σκιά την κοιτούσε ανέκφραστη. Η Άλις για μια στιγμή παρατήρησε την σκιά. Ήταν μια αιθέρια μορφή, χωρίς πρόσωπο, χωρίς έκφραση, χωρίς συναίσθημα. Ήταν απλώς μια σκιά.
Έκανε ένα βήμα πίσω, κάτι δεν πήγαινε καλά. Η σκιά δεν κουνιόταν καθόλου, ούτε παραμορφωνόταν από την σιγανή φωτιά πίσω της. Η Άλις κοίταξε γύρω της. Τότε ήταν που τις είδε.
Μέσα στο σαλόνι υπήρχαν άλλες δέκα σκιές, ίδιες με την πρώτη, όλες στραμένες προς το μέρος της. Ήταν ακίνητες, δεν επηρέαζαν τον χώρο. Όμως η Άλις ένοιωθε ένα κρύο αεράκι να την φυσάει.
Όλες ανοίξανε τα μάτια τους αστραπιαία. Έντεκα λευκά και κρύα βλέμματα την κοιτούσαν. Τα στόματα μισάνοικτα, σαν ένα κομμάτι της απόμακρης Σελήνης.
Η Άλις είχε μείνει ακίνητη. Πήγε να φωνάξει. Τότε είναι που της επιτέθηκαν.
Το κρύο αεράκι ήταν πολύ πιο παγερό. Η Άλις δεν μπορούσε να φωνάξει. Άρχισε να τρέχει προς την εξώπορτα. Η μία από τις σκιές της εμπόδιζε τον δρόμο. Οι υπόλοιπες την περικύκλωσαν.
Από κοντά έμοιαζαν με μια μάζα από εφιάλτες και κατεστραμμένα όνειρα, κατεστραμμένες ελπίδες. Την πλησίαζαν όλο και πιο κοντά. Το αεράκι γινόταν όλο και πιο παγωμένο. Τότε ήταν που έχασε το πάτωμα κάτω από τα πόδια της.
Ήταν σε ένα δωμάτιο ξένο για εκείνη. Κοίταξε τριγύρω, δεν έβλεπε τις σκιές. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Είχε ένα σπασμένο ξύλινο τραπέζι και δύο καρέκλες στο κέντρο του. Φαινόταν σαν εγκαταλειμμένο. Υπήρχε ένα κατεστραμμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο με ένα στολίδι, το αγαπημένο της μητέρας της.

Ο Μπαγκς νιαούριζε. Μπαγκς σε παρακαλώ δεν είναι  κατάλληλη αυτή η στιγμή. Και τότε το συνειδητοποίησε. Γύρισε διστακτικά να κοιτάξει πίσω της, ο Μπαγκς κανονικά έπρεπε να είναι στο δωμάτιό της.
Όμως ήταν εκεί. Την κοίταζε με τα πράσινα μάτια του. Υπήρχε κάτι παράξενο στα μάτια του. Αντανακλούσαν κάτι άλλο.

Γύρισε για τελευταία φορά να κοιτάξει πίσω της. Υπήρχε μια σκιά, μια σκιά με μια μάσκα. Ήταν διαφορετική από τις άλλες. Ήταν ελάχιστα πιο μεγαλόσωμη, πιο αιθέρια  Η μάσκα έκρυβε το πρόσωπό της αφήνοντας μόνο τα δύο παγερά μάτια της να την κοιτάζουν.
Η σκιά έκανε ένα βήμα προς αυτήν. Την πλησίαζε σιγά-σιγά. Η Άλις δεν είχε τρόπο να ξεφύγει. Τα δευτερόλεπτα φαινόντουσαν σαν αιώνες. Ερχόταν όλο και πιο κοντά της. Τα πάντα εξαφανίστηκαν.

-Άλις, Άλις ξύπνα! Ο Αϊ Βασίλης μας έφερε τα δώρα μας, είναι Χριστούγεννα, είπε η Σάρα καθώς χοροπηδούσε πάνω στο κρεβάτι της Άλις.
Η Άλις ξύπνησε διστακτικά. Το πρωινό φως και οι φωνές της αδελφής της την έκαναν να ξυπνήσει.
-Έλα πάμε κάτω να ανοίξουμε τα δώρα μας, η Σάρα κοιτούσε με αγωνία και λαχτάρα την απάντηση της Άλις.
Η Άλις σηκώθηκε και πήρε αγκαλιά την αδελφή της. Ήταν μόνο ένας εφιάλτης.
-Πήγαινε εσύ κάτω και έρχομαι εγώ σε μισό λεπτό, είπε και χαμογέλασε στην αδελφή της.
Η Σάρα έφυγε τρέχοντας και χοροπηδώντας προς το σαλόνι. Ο Μπαγκς άρχισε να νιαουρίζει γκρινιάζοντας.
-Ήταν μόνο ένας εφιάλτης, μουρμούρισε η Άλις και χαμογέλασε.
Καθώς πήγαινε να βγει από το δωμάτιό το μάτι της έπεσε πάνω σε ένα αντικείμενο στο γραφείο της. Καθώς πλησίασε είδε πάνω στο γραφείο της μια μάσκα.
Μια μάσκα ίδια με της σκιάς.

ΤΕΛΟΣ

Μπορεί να μην το καταλαβαίνουμε αλλά εμείς επιλέγουμε τι θα πιστέψουμε και τι όχι, τι θα φοβηθούμε και τι όχι. Εμείς μπορούμε να επιλέξουμε πως θα αρχίσουμε κάτι και πως θα το τελειώσουμε. Μπορείς εδώ να διαλέξεις εσύ ένα τέλος για αυτήν την ιστορία, είτε είναι ευτυχισμένο, είτε όχι . . .

Ελένη-Ιωάννα Δημοπούλου
Τμήμα: Β1
29/11/2020-30/11/2020

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης