Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου επίσημα έγινε το 1919 όμως τα βάσανα των Ελλήνων είχαν αρχίσει πολύ πιο πριν αφού είχε προηγηθεί η γενοκτονία των Αρμενίων το 1914.
Η οικογένεια της γιαγιάς μου, Σοφίας Χατζηνταβίδου, ζούσαν στην Τραπεζούντα. Ο κόσμος στην πλειοψηφία ήταν αγρότες. Περίπου το 1917-1918, ίσως και νωρίτερα, οι Τούρκοι άρχισαν να διώχνουν τους Έλληνες Χριστιανούς από τα σπίτια τους με σκοπό οι άδειες περιοχές να κατοικηθούν από Τούρκους της Θράκης.
Έτσι κυνηγημένοι, άλλοι πήγαν προς την Κωνσταντινούπολη και άλλοι, όπως η οικογένεια της γιαγιάς μου, περπάτησαν Ανατολικά προς την Ρωσία. Μετά από πολλές κακουχίες και αρρώστιες πέρασαν τα σύνορα και έφτασαν στο Βατούμι και εγκαταστάθηκαν στους πρόποδες του Καυκάσου.
Σήμερα το Βατούμι ανήκει στη Γεωργία. Ξεκίνησαν από το μηδέν να φτιάξουν σπίτια και καλλιέργειες για να ζήσουν. Έγιναν κυρίως αγρότες και κτηνοτρόφοι αλλά και τεχνίτες και οικοδόμοι.
Το χωριό της γιαγιάς είναι το Σοχούμ. Εκεί παντρεύτηκε και έκανε 4 παιδιά, εκ των οποίων το ένα απεβίωσε από αρρώστια περίπου σε ηλικία 20 ετών. Τότε πολλοί Έλληνες αποφάσισαν να γυρίσουν στην Ελλάδα, αφού δεν υπήρχε περίπτωση γυρισμού στην Τραπεζούντα.
Τα παιδιά αυτής της γενιάς μιλούσαν ελληνικά (ποντιακή διάλεκτο), τούρκικα και ρωσικά. Με αυτές τις συνθήκες τα περισσότερα παιδιά έμειναν αναλφάβητα. Όταν έφτασαν στην Ελλάδα κατοίκησαν κυρίως στην Μακεδονία (Γιαννιτσά, Βέροια, Δράμα, Κιλκίς) αλλά και στην Θεσπρωτία και στην Αττική .
Η οικογένεια μου έφυγαν με όλα τους τα υπάρχοντα ειρηνικά και έχοντας αρκετά χρήματα, αγόρασαν γη στις περιοχές του Πειραιά. Η γιαγιά Σοφία ήρθε στη Νίκαια όπου βρήκε και άλλους πρόσφυγες από το διωγμό της Σμύρνης το 1922.
Οι Έλληνες Πόντιοι δούλεψαν σκληρά και με την ευφυΐα τους και την επιμονή τους διακρίθηκαν στις τέχνες και στις επιστήμες σε όλο τον κόσμο.
Η ιστορία του παππού μου από τον Πόντο
Ο πατέρας του παππού μου ονομαζόταν Ιωάννης Κοσιάδης και όταν ενηλικιώθηκε έγινε θερμαστής στα πλοία. Ωστόσο η παιδική του ηλικία ήταν αρκετά σκληρή και ορίστε ο λόγος.
Ο παππούς μου ήταν από τον Πόντο, συγκεκριμένα την Σαμψούντα. Εκείνος που ήταν ο μικρότερος και οι πέντε μεγαλύτερες αδερφές του, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο κατοικίας τους λόγω των καταστροφών, ενώ οι γονείς τους δυστυχώς απεβίωσαν εκεί. Κατέληξε το κάθε παιδί μόνο του και έφτασαν στην Ελλάδα ως ασυνόδευτα ανήλικα.
Ευτυχώς το κάθε παιδί γνώριζε το όνομα του και μέσω του Ερυθρού Σταυρού οι αδελφές βρέθηκαν και δούλεψαν σε σπιτικά ως προσωπικό. Εν τω μεταξύ ο παππούς μου είχε υιοθετηθεί από ένα ζευγάρι στην Κυψέλη για περίπου δέκα χρόνια και είχε αλλάξει όνομα. Έτσι προσπαθούσαν να τον βρουν, όμως δεν μπορούσαν, λόγω του ονόματος. Η μεγαλύτερη αδερφή, η Σοφία, τον βρήκε τυχαία σε μια βρύση και επανένωσε την οικογένεια.
Η πληροφορίες πάρθηκαν από στενό συγγενικό πρόσωπο
Πηνελόπη Αλιφραγκή Α΄3