Αφήγηση περιστατικών από τον πόλεμο με τους Γερμανούς, του μακαριστού κ. Παύλου Παλτόγλου, παππού του μαθητή του τμήματος Α΄1 Παύλου Κατσιρούμπα.

«Τώρα που πλησιάζει η επέτειος του 40, ήθελα να σας πω περιστατικά που έζησα στον γερμανικό πόλεμο. ‘Ήμουν 5 ετών και με έναν ξάδερφό μου καθόμασταν έξω από την πόρτα του σπιτιού μας. Ξαφνικά, περνάνε δύο Γερμανοί οι οποίοι έτρωγαν μπισκότα και έπεσε ένα κάτω. Όταν προχώρησαν και πήγαμε να το πάρουμε από κάτω, γύρισε ο ένας Γερμανός, μας έδιωξε και με την μπότα του το πάτησε και το έτριψε στο χώμα. Εμείς πάλι πήγαμε και μαζέψαμε από το χώμα ό,τι είχε απομείνει και φάγαμε.

Να σας πω τώρα και μία ιστορία που συνέβη σε ένα συγγενικό μας πρόσωπο. Οι Γερμανοί είχαν ειδοποιήσει τους κατοίκους της Νίκαιας ότι αν πειράξουν και σκοτώσουν έναν Γερμανό, τότε εκείνοι θα σκοτώσουν 50 με 100 Έλληνες κατοίκους. Κάποια μέρα σκότωσαν οι άνθρωποι της αντίστασης έναν Γερμανό και ήρθε ένας Γερμανός με ένα χωνί και φώναζε να μαζευτούν όλοι οι άντρες από 18 χρονών μέχρι 70 στην πλατεία της Οσίας Ξένης.

Μαζεύτηκε όλος ο κόσμος στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Ήταν Αύγουστος, έκανε πολλή ζέστη και οι άνθρωποι ήταν χωρίς νερό. Τότε, ήρθαν ορισμένοι Έλληνες οι οποίοι δείλιασαν, φόρεσαν μία κουκούλα, νομίζοντας ότι θα γλυτώσουν από τους Γερμανούς και έδειχναν άτομα ότι ήταν αυτοί που σκότωσαν τον Γερμανό. Στη συνέχεια, οι Γερμανοί αυτούς που υποδείκνυαν οι προδότες τους πηγαίνανε σε ένα δωμάτιο, τους παίρνανε την ταυτότητα και τους εκτελούσαν. Αυτό το συγγενικό μας πρόσωπο βγάζοντας την ταυτότητα από το πορτοφόλι του, έπεσε μία εικόνα της Παναγίας που είχε μέσα. Τις ταυτότητες αυτές τις μάζευαν οι Γερμανοί για να δείξουν στους συγγενείς των Ελλήνων ποιούς σκότωσαν. Τότε σκύβει ο Γερμανός, παίρνει την εικόνα, φαίνεται να ήταν Ορθόδοξος Χριστιανός, τον κοιτάει στα μάτια και του λέει δεν είσαι αντιστασιακός, κακώς σε υπέδειξαν. Τον παίρνει από το χέρι και τον βγάζει από τη μάνδρα στον δρόμο για να πάει σπίτι του. Αμέσως μετά παίρνει τον προδότη και στη θέση του σκότωσε τον προδότη. Ήταν ένα γεγονός που μας το έλεγε ο άνθρωπος αυτός και αυτή την εικόνα της Παναγίας την είχε στο πορτοφόλι του πάντα μέχρι που απεβίωσε και δεν την έδινε σε κανέναν, όσα λεφτά και να του δίνανε, γιατί του είχε σώσει τη ζωή.

Να σας πω τώρα και ένα άλλο γεγονός που συνέβη σε εμάς στην οικογένειά μας την περίοδο της πείνας. Ο πατέρας μας δεν ήταν στο σπίτι γιατί έτρεχε στα χωριά να μας φέρει να φάμε. Υπήρχε μεγάλη πείνα, παιδιά και μεγάλοι έτρεχαν στους δρόμους και παρακαλούσαν να τους δώσουν ένα κομμάτι ψωμί αλλά δεν είχε κανένας αφού όλοι βρισκόμασταν σχεδόν στην ίδια κατηγορία. Εγώ είχα άλλα δύο αδέλφια πιο μικρά και επειδή κοντά έμεναν συγγενείς μας, βοηθούσε ο ένας τον άλλον. Η βασική τροφή ήταν τα χόρτα που μαζεύαμε από τη δεξαμενή της Νίκαιας και τα βράζαμε. Μας δίνανε και λίγο ψωμί δωρεάν οι φούρνοι και τρώγαμε ίσα ίσα να μην πεθάνουμε. Ο πατέρας μας γυρίζοντας από τα χωριά έφερνε ένα τσουβαλάκι μικρό σταφίδες, λίγο κριθάρι, λίγο σιτάρι και διάφορα τέτοια πράγματα τα οποία τα είχαμε στο σπίτι και ψήναμε λίγο λίγο και τρώγαμε.

Μετά, όταν φύγανε οι Γερμανοί έγιναν άλλα πράγματα τα οποία δεν θέλουμε να τα θυμόμαστε».

Παύλος Κατσιρούμπας Α΄1, Διηγήσεις από τον παππού μου Παύλο Παλτόγλου

Εδώ μπορείτε να ακούσετε την αφήγηση του μακαριστού, πλέον, κ. Παύλου Παλτόγλου, ο οποίος εκοιμήθη στις 3/12/2021:

1940 παππούς

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης