Η φτώχεια μέσα από τα μάτια του Δημήτρη Λιπέρτη

Ξεφυλλίζοντας ένα ανθολόγιο κυπριακής λογοτεχνίας λυκείου που εκδόθηκε από το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου το έτος 1987 έφτασα να διαβάζω ένα από τα έργα του Δημήτρη Λιπέρτη.

Ο Δημήτρης Λιπέρτης είναι ένας από τους μεγαλύτερους διαλεκτικούς ποιητές της Κύπρου ο οποίος γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1866 και πέθανε στη Λευκωσία το 1937. Υπήρξε μαθητής εξαιρετικά ικανών δασκάλων. Σπούδασε στη Κύπρο αλλά και στο εξωτερικό, όπου στη Βηρυτό διδάχτηκε επιπλέον ξένες γλώσσες. Έπειτα, εργάστηκε ως καθηγητής για κάποιο διάστημα. Τα έργα του αρχικά ήταν στη καθαρεύουσα και στη δημοτική γλώσσα με ένα κλίμα ρομαντισμού αργότερα όμως στράφηκε στην κυπριακή διαλεκτική ποίηση. Ποίηση διδαχτική, ερωτική, πατριωτική και γνωμική. Ήταν ένας τραγουδιστής χωριάτικης ζωής και ιχνογραφούσε τη ζωή της υπαίθρου αναφερόμενος στην κυπριακή πραγματικότητα.

Το έργο του, το οποίο ανέφερα παραπάνω, εντοπίζεται στον τρίτο τόμο (1934) της συλλογής ποιημάτων του «Τζυπριωτικά τραούδκια», ποιήματα γραμμένα στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα.

H φτώχ̌εια

         Φτώχ̌εια, που κάμνεις τόσους λας να πκιάννουσιν καλάθιν,

να καρτερούν ‘πο ‘κει ‘πο δα έναν βούκκον ψουμίν,

φτώχ̌εια, που η χαρά ποττέ κοντά σου εν εστάθην

κ̌ι όσοι σε δούσιν, κλώθουσιν κ̌αι βρίσκουν αφορμήν

να μεν σε χ̌αιρετίσουσιν, με να σου κοντοφτάσουν,

φτώχ̌εια, πον έχουσιν καρτκιάν να σου χαμογελάσουν.

 

Φτώχ̌εια, που νιάτια κοκκαλιείς κ̌αι που τα μαρανκιάζεις

κ̌αι πον τ’ αφήνεις να χαρούν μήτε μιαν σταλαμήν,

που φευκατίζεις κ̌αι πολλούς κ̌αι που καταρημάζεις

κ̌αι ‘που την πείναν καταλυείς τ’ άχαρόν τους κορμίν,

που τους βωβώννεις κ̌ι εν μπορούν τα θέλουσιν να πούσιν,

πον τους αφήνεις να καμμούν, μήτε να κ̌οιμηθούσιν.

 

Φτώχ̌εια, που ‘σαι πάντα χ̌χ̌υφτή κ̌αι παραπονημένη

κ̌αι που σε τρώ’ η μισταρκά κι η βαρετή δουλειά,

που παρπατείς με το κονκ̌ιόν κ̌αι βαρυκαρτισμένη,

γιατί εν εδοκ̌ίμασες με χάδιν, με φιλιά,

φτώχ̌εια, κ̌ι αν τρων το δίκ̌ιον σου οι λας οι παραπάνω,

ποττέ μεν απορπίζεσαι κ̌ι έχ̌ει Θεόν ‘που πάνω.

 

Εσούνι κάμνεις την τιμήν περίτου τιμημένην,

την αθρωπκιάν ψηλόττερα ακόμα να σταθεί,

κ̌ι αν σ’ έχουσιν ποριψιμιάν κ̌αι τσαλαπατημένην

κ̌ι εν πλάσκεται μήτε ψυχ̌η για να σε λυπηθεί,

τούτα ούλλα τα κάστια, πον το μαρτύριόν σου,

σηκώννουν σε κ̌αι βκάλλουν σε ψηλά πον ο Θεός σου.

 

Το τραγούδι αυτό με τίτλο «Φτώχεια» είναι ένα όμορφο και αισθαντικό τραγούδι που τιμά τη φτώχεια. Ο ποιητής προσωποποιεί τη φτώχεια και την εκθειάζει παρά τα βάσανα και την εξαθλίωση που αυτή προκαλεί στους ανθρώπους, γιατί αυτή ακολουθεί το δρόμο της αρετής. Επομένως το ποίημα αποτελεί μία παρηγοριά για τον φτωχό άνθρωπο ο οποίος καλείται να μη βαρυγκομά για τη φτώχεια του, αλλά να την υπομένει με περηφάνια κι αξιοπρέπεια.

Το συγκεκριμένο τραγούδι μου κίνησε το ενδιαφέρον και ξεκίνησα να το διαβάζω πιστεύοντας ότι γράφει για το πόσο δύσκολη είναι η φτώχεια και πόσα εμπόδια και βάσανα φέρνει στις ζωές των ανθρώπων. Όμως, καθώς διάβαζα, ξαφνιάστηκα, όταν κατάλαβα ότι ο ποιητής δεν θέλει να επικρίνει την φτώχεια, αλλά να την παρηγορήσει! Γιατί γνωρίζουμε αυτήν την κατάσταση μόνο για τις κακές της συνέπειές της. Έτσι, άρχισα να συμπάσχω κι εγώ με τη φτώχεια κατά κάποιο τρόπο και γνώρισα μια καινούρια οπτική για τη ζωή κατανοώντας, γιατί οι άνθρωποι πρέπει να κρατάνε την αξιοπρέπεια τους ακόμα και στη χειρότερη στιγμή τους.

Ο Δημήτρης Λιπέρτης πιστεύω πως σίγουρα είχε σκοπό να επηρεάσει τους αναγνώστες με αυτό το ποίημα και πολύ πιθανό με αυτό να ήθελε να ενθαρρύνει  και να   κινητοποιήσει τους ανθρώπους της Κύπρου που ζουν στη φτώχεια, γιατί, όπως και σε άλλες χώρες, έτσι και στην Κύπρο είναι ένα ζήτημα που λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις.

Επομένως, με βάση αυτό το ποίημα φαίνεται καθαρά πως ο Δ. Λιπέρτης είναι ένας ποιητής που μπορεί να ευαισθητοποιήσει τους αναγνώστες, αλλά, και το πόσο δημιουργικά χρησιμοποιεί την πραγματική ζωή και την πραγματικότητα μέσα από τα δικά του μάτια και σκέψεις στα ποιήματα του.

1 Σχόλιο

Υποβολή απάντησης