Πολεμικά πλοία

Το SMS Prinzregent Luitpold (Πλοίο της Αυτού Μεγαλειότητας Αντιβασιλεύς Λεοπόλδος, ή Λουϊπόλδος) ήταν το πέμπτο και τελευταίο των θωρηκτών κλάσης Κάιζερ του Αυτοκρατορικού Γερμανικού Ναυτικού. Η τρόπιδα του Λεοπόλδου τέθηκε τον Οκτώβριο του 1910 στα ναυπηγεία Γερμάνιαβερφτ στο Κίελο. Καθελκύσθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1912 και τέθηκε – εντάχθηκε στην υπηρεσία του ναυτικού στις 19 Αυγούστου 1913. Το πλοίο ήταν εξοπλισμένο με δέκα κανόνια των 30,5 εκατοστών (12 ίντσες) σε πέντε δίδυμους περιστροφικούς πύργους και είχε μέγιστη ταχύτητα 21,7 κόμβων (40,2 χλμ/ώρα ή 25 μίλια/ώρα).

Το Θ/Κ Αντιβασιλέας Λεοπόλδος ανατέθηκε στην Γ” Μοίρα θωρηκτών του Στόλου Βορείων Θαλασσών για το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του. και τον Δεκέμβριο του 1916 μεταφέρθηκε στη Δ” Μοίρα θωρηκτών. Μαζί με τα τέσσερα αδελφά πλοία του, Θ/Κ Κάιζερ, Φρειδερίκος ο Μέγας, Καϊζερίνα και Βασιλιάς Αλβέρτος, συμμετείχε σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις του στόλου κατά τον Α” Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένης και της σπουδαίας ναυμαχίας της Γιουτλάνδης από τις 31 Μαΐου έως την 1 Ιουνίου του 1916, ενώ σπουδαί υπήρξε η συμβολή του στην Επιχείρηση Αλβιών, μία αμφίβια απόβαση στα Ρωσικά τότε νησιά του Κόλπου της Ρίγας, στα τέλη του 1917.

Μετά την ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο και την υπογραφή της ανακωχής το Νοέμβριο του 1918, το Λεοπόλδος όπως και οι περισσότερες από τις ναυαρχίδες του Στόλου των Βορείων Θαλασσών τέθηκαν υπό περιορισμό από το βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό στο Σκάπα Φλόου έχοντας προηγουμένως αφοπλιστεί και τα πληρώματά τους μειωθεί στο ελάχιστα απαραίτητο, καθ” ον χρόνο οι συμμαχικές δυνάμεις διαπραγματευόντουσαν το τελικό κείμενο της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Στις 21 Ιουνίου του 1919, μερικές ημέρες πριν την υπογραφή της συνθήκης, ο διοικητής του υπο κράτηση στόλου, υποναύαρχος Λούντβιχ φον Ρόιτερ, διέταξε την αυτοβύθιση του στόλου για να εξασφαλίσει ότι δεν θα γινόταν ποτέ λεία πολέμου στα χέρια των Βρετανών, όπως και το πέτυχε. Το θωρηκτό Λεοπόλδος ανελκύθηκε τον Ιούλιο του 1931 με επακόλουθο να οδηγηθεί σε εκποίηση και διάλυση για παλιοσίδερα το 1933.

Αντιβασιλεύς Λεοπόλδος

Το SMS Βραδεμβούργο ήταν το πρώτο προ-Ντέντνοτ θωρηκτό της Κλάσης Βραδεμβούργο και το πρώτο θωρηκτό της Γερμανίας. Πήρε το όνομά του από τη γερμανική επαρχία Βραδεμβούργο. Η ναυπήγησή του ξεκίνησε στις αρχές του 1890. Πριν από αυτο το Γερμανικό Ναυτικό είχε κατασκευάσει μόνο θωρηκτά παράκτιας άμυνας και θωρακισμένες φρεγάτες. Το Βαρεμβούργο μαζί με τα άλλα τρία αδελφά πλοία του ήταν μοναδικό για την εποχή του καθώς διαίθεταν 6 βαριά πυροβόλα αντί των 4 που είχαν τα τότε πλοία των άλλων στόλων.

Η πρώτη του μεγάλη επιχείρηση έγινε το 1900, όταν μαζί με τα αδελφά πλοία του στάλθηκε στην Κίνα για την καταστολή μιας εξέγερσης. Μετά την επιστροφή στη Γερμανία το Βραδεμβούργο και τα αδελφά πλοία του (εκτός του Γουόρθ) έλαβαν μέρος σε γυμνάσια του στόλου το 1902. Στις αρχές της δεκαετίας του 1900 και τα τέσσερα αυτα πλοία ανακαινήσθηκαν ριζικά. Ωστόσο, στις αρχές το Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν απαρχαιομένο και υπηρέτησε σε επιχειρήσεις περιορησμένης κλίμακας, αρχικά ως πλοίο παράκτιας άμυνας και κυρίως ως πλοίο στρατώνας. Ακολουθεί το τέλος του πολέμου και ο παροπλησμός του το 1919.

SMS Βραδεμβούργο

Το έκτο HMS «Dreadnought» (Ντρέντνωτ, που στα αγγλικά σημαίνει «Ατρόμητος») του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού ήταν το πρώτο θωρηκτό παγκοσμίως που διέθετε κύριο πυροβολικό ενιαίου και μεγάλου διαμετρήματος, αντί να διαθέτει δευτερεύον πυροβολικό αποτελούμενο από πυροβόλα μικρότερων διαμετρημάτων. Ενώ μέχρι τότε ο συνήθης βαρύς οπλισμός των θωρηκτών ήταν 4 πυροβόλα των 305 χιλ. και 8 ή περισσότερα διαμετρήματος 234 έως 152 χιλ., το Ντρέντνωτ έφερε 10 πυροβόλα (κανόνια) των 305 χιλ. διατεταγμένα σε 5 δίδυμους πύργους (1 προς πλώρη, 2 εκατέρωθεν περί το μέσον και 2 προς πρύμνη) με επικουρία τηλεβόλων των 102 χιλ. Η δε θωράκισή του ήταν η ισχυρότερη των συγχρόνων του. Συνεπώς ήταν το μοναδικό θωρηκτό στην εποχή του που με την καινοτομία του διέθετε διπλάσια δύναμη πυρός, αφού μπορούσε να βάλει με 8 πυροβόλα «κατά πλευρά» όταν όλα τα άλλα αντίστοιχά του μπορούσαν μόνο με 4. Ήταν επίσης το πρώτο μεγάλο πολεμικό πλοίο που κινούνταν από ατμοστροβίλους, κάνοντάς το το ταχύτερο πολεμικό πλοίο του μεγέθους του εκείνη την εποχή.Ναυπηγήθηκε το 1906 και είχε εκτόπισμα 19.800 τόνους, έφερε 4 έλικες και η ταχύτητά του έφθανε τους 21 κόμβους. Τόσο εξελιγμένο ήταν το Ντρέντνωτ που ο όρος «ντρέντνωτ» έγινε συνώνυμος των πιο σύγχρονων θωρηκτών, ενώ τα σύγχρονά του πλοία, που κατέστησε με την καινοτομία του ως πεπαλαιωμένα, έμειναν γνωστά ως «προ-ντρεντνωτ». Η είσοδός του σε υπηρεσία προξένησε την έναρξη μίας μεγάλης κούρσας εξοπλισμών, με τους πολεμικούς στόλους ανά τον κόσμο να σπεύδουν να προμηθευτούν αντίστοιχα πλοία, ειδικά δε το Γερμανικό Ναυτικό, μέσα στο κλίμα που οδήγησε τελικά στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

HMS Dreadnought (1906)

Το Amalfi ήταν θωρακισμένο καταδρομικό κλάσης Pisa το οποίο ναυπηγήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα για το Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό (ιταλ. Regia Marina). Ίδιας κλάσης είναι και το ελληνικό Γεώργιος Αβέρωφ.

Κατά τον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο του 1911-1912, το Amalfi έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις μαζί με άλλα σκάφη του ιταλικού στόλου στα ανοικτά της Τρίπολης τον Σεπτέμβριο του 1911 καθώς και στις αμφίβιες αποβάσεις στη Ντέρνα τον Οκτώβριο. Τον Απρίλιο του 1912 το Amalfi και το αδελφό πλοίο Pisa πρωτοστάτησαν στις επιθέσεις εναντίον των τουρκικών οχυρών στα Δαρδανέλια. Αργότερα μέσα στο μήνα ο ιταλικός στόλος αποσύρθηκε, πλην όμως των δύο προαναφερθέντων θωρακισμένων καταδρομικών που παρέμειναν στην περιοχή προκειμένου να πλήξουν τουρκικές εγκαταστάσεις επικοινωνιών. Αφότου υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάνης τον Οκτώβριο του 1912 και τερματίστηκε ο πόλεμος, το Amalfi συνόδευσε το βασιλικό ζεύγος της Ιταλίας κατά τη μετάβαση του στη Γερμανία και τη Σουηδία (1913).

Όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τον Αύγουστο του 1914, η Ιταλία δεν ενεπλάκη στη σύρραξη στο πλευρό των εταίρων της στην Τριπλή Συμμαχία, δηλαδή τη Γερμανική Αυτοκρατορία και την Αυστροουγγαρία. Αντιθέτως, τάχθηκε τελικά με τις Δυνάμεις της Αντάντ και κήρυξε τον πόλεμο στη γειτονική Αυστροουγγαρία τον Μάιο του 1915. Έπειτα από τις επιδρομές του Αυστροουγγρικού Ναυτικού στις ιταλικές ακτές τον Μάιο και τον Ιούνιο, τέσσερα θωρακισμένα καταδρομικά -συμπεριλαμβανομένων των Amalfi και Piza- στάλθηκαν στη Βενετία για να αναχαιτίσουν μελλοντικές επιδρομές των Αυστριακών. Τη νύχτα 6/7 Ιουλίου 1915 τα πλοία αυτά στάλθηκαν, ως επίδειξη δύναμης, για περιπολία κοντά στην κύρια αυστροουγγρική ναυτική βάση στην Πούλα. Κατά την επιστροφή του από την περιπολία το Amalfi τορπιλίστηκε από το αυστροουγγρικό υποβρύχιο U-26 (στην πραγματικότητα επρόκειτο για το γερμανικό SM UB-14 που έφερε αυστροουγγρική σημαία, καθώς η Γερμανία και η Ιταλία δεν ήταν ακόμη σε πόλεμο) και βυθίστηκε με απώλεια 67 ατόμων. Η απώλεια του Amalfi εξανάγκασε τους Ιταλούς να κρατήσουν τα υπόλοιπα θωρακισμένα καταδρομικά τους στο λιμάνι της Βενετίας.

Amalfi

Το Σλάβα (ρωσικά: Слава «Δόξα») ήταν ένα προ-ντρεντνωτ θωρηκτό του Αυτοκρατορικού Ρωσικού Ναυτικού, το τελευταίο από τα πέντε θωρηκτά της κλάσης Μποροντίνο. Ολοκλήρώθηκε πολύ αργά για να συμμετάσχει στη Ναυμαχία της Τσουσίμα κατά τη διάρκεια του Ρωσο-Ιαπωνικού Πολέμου, και επιβίωσε από αυτή, ενώ όλα τα αδελφά της πλοία είτε βυθίστηκαν κατά τη διάρκεια της είτε παραδόθηκαν στο Ιαπωνικό Ιαπωνικό Ναυτικό.

Υπηρετώντας στη Βαλτική Θάλασσα κατά τη διάρκεια του Α” Παγκοσμίου Πολέμου, το Σλάβα ήταν το μεγαλύτερο πλοίο της Ρωσικής Μοίρας του Κόλπου της Ρίγα το οποίο πολέμησε με τον Γερμανικό Στόλο Ανοικτών Θαλασσών στη Μάχη του Κόλπου της Ρίγας κατά τον Αύγουστο του 1915. Κατά το υπόλοιπο του 1915 και κατά τη διάρκεια του 1916, βομβάρδισε επανειλημμένα γερμανικές θέσεις και στρατεύματα . Κατά τη διάρκεια της Μάχης του Μουν Σάουντ το 1917, το Σλάβα υπέστη σοβαρές ζημιές από το γερμανικό ντρέντνωτ SMS Κένιγκ, αυξάνοντας σημαντικά το βύθισμα της. Το ρηχό κανάλι κατέστησε αδύνατη τη διαφυγή του και τελικά προσάραξε στο στενό του Μουν Σάουντ μεταξύ του νησιού του Μουχού (Φεγγαρί) και της ηπειρωτικής χώρας. Οι εσθονικές αρχές το διέλυσαν κατά τη δεκαετία του 1930.

To Σλάβα είχε μήκος 118,69 μέτρα στην ίσαλο και συνολικό μήκος 121,1 μέτρα, πλάτος 23,2 μέτρα και βύθισμα 8,9 μέτρα, 965 χιλιοστά περισσότερο από όσο είχε σχεδιαστεί. Το κανονικό του εκτόπισμα ήταν 14.646 τόνοι, σχεδόν 914 τόνους περισσότερο από το εκτόπισμα του σχεδιασμού του (13.733 τόνοι).

Το πλοίο διέθετε δύο τετρακύλινδρες κατακόρυφες ατμομηχανές τριπλής εκτόνωσης, οι οποίες κινούσαν μία τετράφυλλη προπέλα, με είκοσι λέβητες υδραυλικού συστήματος Μπελβίλ, οι οποίοι παρείχαν ατμό σε πίεση 2128 kPa. Οι μηχανές και οι λέβητες είχαν κατασκευαστεί από την Baltic Works. Οι κινητήρες είχαν συνολική σχεδιασμένη ισχύ 15.800 ίππων, αλλά στις δοκιμές απέδωσαν 16.378 ίππους, προσδίδοντας μέγιστη ταχύτητα 17,64 κόμβων (32,67 χλμ/ώρα). Σε πλήρη φόρτωση μετέφερε 1350 τόνους άνθρακα οι οποίοι της επέτρεπαν ακτίνα δράσεως 2590 ναυτικών μιλίων (4.800 χλμ). Είχε τέσσερις διαιμονικές μονάδες, με χωρητικότητα 150 kW.
Το Σλάβα ενώ βυθίζεται