ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ 1821

Ελεύθεροι πολιορκημένοι (Διονύσιος Σολωμός)(απόσπασμα από το Β’ σχεδίασμα)

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·

λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε·

στα μάτια η μάνα μνέει·

στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι; οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε κι οσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Και μες τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι, κι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

Και μες της λίμνης τα νερά, οπ’ έφθασε μ’ ασπούδα έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα.

Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κ’ εκείνο.

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη, η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει: όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ_ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ – ΑΚΟΥΣΕ ΤΟ

Θούριος (Ρήγας Φεραίος ή Βελεστινλής) {απόσπασμα}

Ως πότε παλικάρια να ζούμεν στα στενά, Mονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά; Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά, Nα φεύγωμ’ απ’ τον Kόσμον, για την πικρή σκλαβιά. Nα χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα, και Γονείς, Tους φίλους, τα παιδιά μας, κι’ όλους τους συγγενείς. Καλλιώ ‘ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή, Παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά, και φυλακή.

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά, Στοχάσου πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά. Βεζύρης, Δραγουμάνος, Aφέντης κι αν σταθής, O Tύραννος αδίκως, σε κάμει να χαθής. Δουλεύεις όλ’ ημέρα, σε ό,τι κι αν σοι πη, Kι’ αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη. Ο Σούτζος, κι’ ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής, Γγίκας, και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδής. Ανδρείοι Kαπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί, Σκοτώθηκαν κι’ Aγάδες, με άδικον σπαθί.

Kι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι, και Ρωμιοί, Zωήν, και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά ‘φορμή. Ελάτε μ’ έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν, Nα κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον Σταυρόν. Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν, Nα βάλλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν. Oι νόμοι νάν’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός,

Kαι της πατρίδος ένας, να γένη Aρχηγός. Γιατί κ’ η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά, Nα ζούμε σα θηρία, είν’ πλιο σκληρή φωτιά. Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον Oυρανόν, Aς πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

ΘΟΥΡΙΟΣ – ΑΚΟΥΣΕ ΤΟ

[Η καταστροφή των Ψαρών]

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη περπατώντας η Δόξα μονάχη μελετά τα λαμπρά παλικάρια και στην κόμη στεφάνι φορεί γεναμένο από λίγα χορτάρια που είχαν μείνει στην έρημη γη.

ΣΤΩΝ-ΨΑΡΩΝ – ΑΚΟΥΣΕ ΤΟ

Ο Σαμουήλ

-Καλόγερε, τι καρτερείς κλεισμένος μες στο Κούγκι; Πέντε νομάτοι σόμειναν – κ” εκείνοι λαβωμένοι! Κ’είναι χιλιάδες οι εχθροί που σ” έχουνε ζωσμένον! Έλα να δώσης τα κλειδιά, πέσε να προσκυνήσης, κι αφέντης ο Βελήπασας δεσπότη θα σε κάμη! Έτζι ψηλά από το βουνό φωνάζει ο Πήλιο Γκούσης… Κλεισμένος μες στην εκκλησά βρίσκετ” ο Σαμουήλης, κι αγέρας παίρνει τη φωνή του Πήλιου του προδότη. Χωρίς ψαλμούς καί θυμιατά, χωρίς φωτοχυσία, γονατισμένοι, σκυθρωποί, μπρος στην Ωραία Πύλη, πέντε Σουλιώτες στέκονται με το κεφάλι κάτου. Βουβοί – δέν ανασαίνουνε. και βλέπεις κάπου-κάπου όπου ένα χέρι σκώνεται και κάνει το σταυρό του. Ακίνητα στο μάρμαρο σέρνονται τα σπαθιά τους – σπαθιά που τόσο εδούλεψαν γιά το γλυκό τους Σούλι! Δε φαίνετ’ο καλόγερος. μόνος του στ” άγιο Βήμα προσεύχετο κ’ετοίμαζε τη μυστική θυσία. Σφιχτά-σφιχτά στα χέρια του εβάστα το Ποτήρι και μύρια λόγι” απόκρυφα έλεγε του Θεού του. Τα μάτια κατακόκκινα απ” τες πολλές αγρύπνιες εκοίταζαν ακίνητα το Σώμα και το Αίμα.

ΣΑΜΟΥΗΛ – ΑΚΟΥΣΕ ΤΟ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ

 «Γιά ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο Χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαριά, που βγάν’ η γη χορτάρι»Γίνεσαι τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’αλλάξεις Να προσκυνήσεις το τζαμί την εκκλησιά ν’αφήσεις ;Χαθείτε εσείς κι η πίστη σας Μουφτάδες να χαθείτε Εγώ γραικός γεννήθηκα Γραικός θε να πεθάνω

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ_ΔΙΑΚΟΣ – ΑΚΟΥΣΕ ΤΟ

 

Εμπρός! (Κωστής Παλαμάς)

Εμπρός! Ολόρθοι, ατρόμαχτοι. Μαυρίλα. Αστροπελέκι. Μα το σπαθί γοργάστραψε, και νά! η βροντή τουφέκι!

Στον Πίντο απ’ τον Ταΰγετο, και στα Μπαλκάνια, ως πέρα, μια η φλόγα, μια η φοβέρα, κι ένας ο νους.

Εμπρός! Εμπρός, αδέρφια, ατράνταχτοι! Κι αν πέφτει αστροπελέκι, να! το σπαθί γοργάστραψε, βρόντησε το τουφέκι.

Κρήτη, ο Μωριάς, η Ρούμελη, εμπρός! η Ελλάδα λάμπει, αχολογάν οι κάμποι, καίνε οι καρδιές. Εμπρός!

ΕΜΠΡΟΣ – ΑΚΟΥΣΕ ΤΟ

 

Ο βράχος και το κύμα (Βαλαωρίτης Αριστοτέλης)

«Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο. «Μέριασε! μες τα στήθη μου, που ‘σαν νεκρά και κρύα μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.

Αφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα, έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που ‘πε τώρα: «Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»

Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο, και σούγλυφα και σούπλενα τα πόδια δουλωμένo, περήφανα μ’ εκοίταζες και φώναζες του κόσμου, να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.

Κι αντίς εγώ κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα, μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πούθε κάμω, με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο

Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη, τα θέμελά σου τα ‘φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι θα σε πατήσει στο λαιμό…Εξύπνησα λιοντάρι…»

«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις; Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις, αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις, και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις, εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;

Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω!» «Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ’ επότισεν ο χρόνος χολή και καταφρόνεση. Μ’ ανάθρεψεν ο πόνος. Ήμουνα δάκρυ μια φορά και τώρα κοίταξέ με, έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.

Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη, σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη, Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του. Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει σα να ‘ταν από χιόνι

Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει στον τόπο που ‘ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα, που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.

ΒΡΑΧΟΣ_ΚΥΜΑ – ΑΚΟΥΣΕ ΤΟ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε

Πώς μας θωρείς ακίνητος;… Πού τρέχει ο λογισμός σου, τα φτερωτά σου τα όνειρα;… Γιατί στο μέτωπο σου να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσαις χρυσαίς αχτίδες, όσαις μας δίδ’ η όψη σου παρηγοριαίς κ’ ελπίδες;… Γιατί στα ουράνια χείλη σου να μη γλυκοχαράζη, πατέρα, ένα χαμόγελο;… Γιατί να μη σπαράζη μέσα στα στήθη σου η καρδιά, και πώς στο βλέφαρο σου ούτ’ ένα δάκρυ επρόβαλε, ούτ’ έλαμψε το φως σου;…

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε – ΑΚΟΥΣΕ ΤΟ

ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ

Εσείς όπου τον είδετε ψηλά στα κορφοβούνια, σταυραϊτοί και πέρδικες, ξυφτέρια, χελιδόνια, ελάτε να του στήσετε τραγούδι μοιρολόγι. Τον Κατσαντώνη πιάσανε, κλάψτε πουλιά μου, κλάψτε. Ένας παπάς τον πρόδωκε! Μαχαίρι να του γένει η κοινωνιά που τὄ βαψε τ’ αφορεσμένο στόμα, θηλιά κι αστρίτης στο λαιμό τ’ άγιο του πετραχήλι, να μη βρεθεί πνεματικός να τον ξεμολογήσει κι αγαπημένα δάχτυλα τα μάτια να του κλείσουν!

ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ – ΑΚΟΥΣΕ ΤΟ

ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ Ο ΜΗΝΑΣ ΕΓΓΟΝΙΔΗΣ_1 – ΑΚΟΥΣΕ ΤΟ

ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ Ο ΜΗΝΑΣ ΕΓΓΟΝΙΔΗΣ_2 – ΑΚΟΥΣΕ ΤΟ

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης