
Η γιαγιά μου αφηγείται :
« Εγώ είμαι πόντια», ξεκίνησε η γιαγιά μου. Από την Τραπεζούντα. Ο παππούς της μαμάς μου ο Δημήτρης , ο οποίος είχε φοιτήσει στο πανεπιστήμιο της Τραπεζούντας , έφυγε μαζί με την γυναίκα του την Ελισάβετ και τον παππού μου, τον Σταύρο, που ήταν μόνο 8 χρονών, το 1918όταν γίνονταν ήδη σφαγές . Ο μπαμπάς του μπαμπά μου, ο Γιάννης, μαζί με την γυναίκα του, την Δέσποινα, η οποία ήταν καλή υφάντρια, έφυγαν το 1914, γιατί κατάλαβαν ότι θα γίνει μεγάλο κακό και ότι οι Τούρκοι θα ερχόντουσαν. Πήγαν στο Καύκασο, και οι δύο οικογένειες ζήσανε μέχρι το ’49. Μετά τον πόλεμο, οι γονείς μου με τις οικογένειές τους εξορίστηκαν, γιατί είχαν ελληνική υπηκοότητα και δεν ήθελαν να πάρουν τη Ρωσική.
Έπειτα, όταν γεννήθηκα εγώ το ’59 στο Καζακστάν, η οικογένειά μου ήταν δεύτερη φορά εξορισμένη και στη συνέχεια συνεχίστηκαν οι εξορίες. Η οικογένειά μου εξορίστηκε συνολικά 3 φορές και έπρεπε οι γονείς μου να ξαναχτίσουν τη ζωή τους από την αρχή, αλλά με 6 παιδιά. Ο μπαμπάς μου, ο Κώστας, στην Ρωσία ήταν τσαγκάρης και δούλευε σαν δημόσιος υπάλληλος και ζούσαμε καλά. Το καλοκαίρι υπήρχε κόλχος ( = δηλαδή αν μαζευόταν το βαμβάκι έπρεπε όλοι οι γονείς να πάνε να δουλέψουν ) • αυτό σημαίνει κομμουνισμός. Ο μπαμπάς μου, ήταν επιστάτης και μάζευε όλον τον κόσμο για τον κόλχο, αλλά επειδή η μαμά μου, η Ελένη, ήταν πολύτεκνη δεν την πήραν. Το ΄65 ήρθαμε στο Λαύριο. Ήμασταν οικονομικά ευκατάστατοι στο Καζακστάν και φύγαμε από την Τουρκία με τίποτα. Στο καράβι για την Ελλάδα από την Ρωσία, επειδή τα λεφτά τα ρώσικα δεν είχαν εδώ αξία τα πετούσαμε στην θάλασσα όλοι οι Έλληνες ,το θυμάμαι χαρακτηριστικά , σαν όνειρο. Στο καράβι ζούσαμε σε καμπίνες, τρώγαμε σε τραπεζαρία όλοι οι επιβάτες του πλοίου μαζί.
Στο Λαύριο ζήσαμε 2 χρόνια , σε 2 δωμάτια μία 8μελής οικογένεια. Μας πήγαν εκεί καθώς ήταν βιομηχανική περιοχή με εργοστάσια και ήθελαν χέρια. Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα η μεγαλύτερη αδερφή μου ήταν 12 και ο μικρότερος αδερφός μου 2. Ο μπαμπάς μου, γύρισε όλη την Ελλάδα για να βρει μια αγροτική περιοχή για να μείνουμε και επιλέξαμε την Βέροια, καθώς ήμασταν πολυμελής οικογένεια και θέλαμε να έχουμε την κότα μας , την αγελάδα και τον μπαξέ μας. Στο Λαύριο επειδή ήμουν το μικρότερο κορίτσι, πήγαινα καθημερινά σε μια πλούσια οικογένεια. Μου άρεζε γιατί μουψέκαναν δώρα και μου έπαιρναν παιχνίδια όπου τα μοίραζα στα αδέρφια μου στο σπίτι. Ήταν μια τυφλή γιαγιά , η κόρη της και η εγγονή της και δεν είχαν παιδιά. Ήθελαν να με υιοθετήσουν γιατί βοηθούσα, για να με σπουδάσουν και να μου δώσουν την περιουσία τους . Θυμάμαι χαρακτηριστικά να αποχαιρετάω τις κυρίες καθώς θα φεύγαμε για Βέροια και οι κυρίες είπαν να με κρατήσουν. Η μαμά μου δεν με άφησε να πάω, καθώς ήθελε να είναι με όλα τα παιδία της . Εγώ θυμάμαι ακόμη και τώρα πόσο σφιχτά κρατούσα το χέρι της μητέρας μου και δεν το άφηνα. Εκείνη τη στιγμή , ήμουν μπερδεμένη , φυσικά και ήθελα να πάω σε ένα σπίτι που θα ζούσα με κάποια οικογενειακή ευχέρεια, αλλά δεν θα μπορούσα να αποχωριστώ την οικογένειά μου και σαφώς υπερίσχυσε το συναίσθημα της αγάπης .
Τώρα που βλέπω τα πράγματα με άλλη οπτική πάλι δεν θα ήθελα να πάω, πιστεύω πως το συναίσθημα αγάπης για την οικογένειά σου δεν αλλάζει σε καμία απολύτως ηλικία. Ο παππούς μου ο Σταύρος πήγε στην Τουρκία το ‘82 και μου είπε πως όταν έφυγαν το ‘18, έβαλαν τις λύρες σε πήλινα δοχεία, τα έντυσαν με λαμαρίνα και τα έθαψαν. Φυσικά είχαν βάλει σημάδι το δέντρο που έθαψαν τις λύρες , ώστε αν γυρνούσαν , να τις έβρισκαν. Ο παππούς μου είδε το σπίτι του, ερημωμένο , παρατημένο , αλλά ζούσαν μέσα Τούρκοι. Είδε και το δέντρο που έθαψαν τις λύρες αλλά φοβήθηκε να πάει.
Αυτή είναι μία από τις χίλιες ιστορίες που έχετε ακούσει και θα ξανακούσετε , αλλά για μένα έχει ένα νόημα, είναι μοναδική, πρώτη και η τελευταία .»
Ν. Μ.
Μ.Β. Μ.
(Μαθήτριες της Β΄ Γυμνασίου)
Η φωτογραφία που συνοδεύει τις ενθυμήσεις της «γιαγιάς» προέρχεται από την ιστοσελίδα της Ευξείνου Λέσχης Βέροιας
