Μνήμες και ιστορίες από το Πλαγιάρι όπως μου τις εξιστόρησε ο παππούς μου.

Θέλοντας να μάθω για το παρελθόν του τόπου μου, ξεκίνησα τις προάλλες μια συζήτηση με τον παππού μου ο οποίος γεννήθηκε το 1935 και μένει στο χωριό 88 χρόνια, δηλαδή όλη του τη ζωή.

Το πρώτο που τον ρώτησα είναι αν θυμόταν κάτι από την κατοχή. Χάρηκε για την ευκαιρία να μιλήσει για τις αναμνήσεις του και ξεκίνησε με προθυμία:

Το σπίτι μας το είχαν τότε πέντε Γερμανοί και το είχαν κάνει τηλεγραφείο. Ήταν ένας αξιωματικός και τέσσερεις στρατιώτες. Ο Ριζάτ, ο Κοχτ, ο Αλμπέρτο και ο Γιούχαν. Ο αξιωματικός, ο Καλ, ήταν παντρεμένος στη Γερμανία και είχε και τρία παιδάκια. Οι Γερμανοί μένανε στο μεγάλο το σπίτι κι εμείς καθόμασταν στο μικρό.

Ένα άλλο σπίτι, πενήντα μέτρα περίπου από το δικό μας , οι Γερμανοί το είχαν κάνει νοσοκομείο. Όταν πήγαιναν εκεί παιδιά, ένας Γερμανός μας έδειχνε ένα πλακάτ που έγραφε STOP, μας έδειχνε την εκκλησία και πρώτα έκανε αυτός τον σταυρό του και μετά εμείς. Το σημερινό πάρκο του χωριού ήταν γυμναστήριο των Γερμανών. Στην κατοχή πήγαινα στην εμπορική σχολή Θεσσαλονίκης, γιατί εκεί μας έδιναν φαγητό και σταφιδόψωμο. Εκεί πήγαινε και ο μεγαλύτερος αδερφός μου.

Οι κάτοικοι του χωριού πεινούσανε όλοι. Τρεφόντουσαν με ό,τι τους έδιναν τα ζώα τους και φρούτα που έβρισκαν στα χωράφια και στα δέντρα. Οι γυναίκες έκαναν τραχανά και χυλοπίτες και πίναμε γάλα σε σκόνη και τρώγαμε κασέρι και ξερό ψωμί που μας μοίραζαν στα συσσίτια του σχολείου του χωριού. Δεν υπήρχαν πολλά αγαθά.

Ο Καλ, επειδή είχε τρία παιδιά στη Γερμανία, αγαπούσε πολύ όλα τα παιδάκια του χωριού. Εμένα μου έδινε ένα πανεράκι γεμάτο με καραμέλες και σοκολάτες και τις παίρναμε με τον αδερφό μου και τις πουλούσαμε στο χωριό.

Μέσα στο χωριό έπεσαν δύο γερμανικά αεροπλάνα, όταν οι Γερμανοί θέλαν να παν στη Ρωσία και σκοτώθηκαν είκοσι περίπου στρατιώτες και αξιωματικοί. Δύο από τους Γερμανούς που έμεναν στο σπίτι μας  πέθαναν στην Ελλάδα. Ο Γιούχαν στην Καρδία και ο Καλ στα αεροπλάνα.

Όταν ήρθε η ώρα της απελευθέρωσης, όλοι βγήκαμε χαρούμενοι στους δρόμους, αν και δεν είχαμε περάσει ιδιαίτερα δύσκολες καταστάσεις με τους Γερμανούς.

Τα χρόνια πέρασαν. Η συμπεριφορά των παιδιών και γενικότερα των κατοίκων του χωριού άλλαξε. Όπως επίσης έχουν αλλάξει τα κτήρια και οι δρόμοι. Με τα χρόνια, το χωριό μεγάλωσε αρκετά.

Τα παιδιά παίζανε με ποδήλατα, πάνινες μπάλες, κουτιά από τσιγάρα και ένα παιχνίδι που το έλεγαν κρεμμυδάκια. Τηλεοράσεις και άλλα παιχνίδια δεν είχε. Η επικοινωνία τότε γινότανε στόμα με στόμα και οι σχέσεις των ανθρώπων ήταν καλές και αληθινές. Κάναμε νυχτέρια, τρώγαμε, καθόμασταν στα πεζούλια, χορεύαμε… Στην πόλη οι άνθρωποι πήγαιναν με ένα φορτηγό με μουσαμά.

Νομίζω πως τίποτα από όλα αυτά δεν υπάρχει πλέον. Μόνο οι αναμνήσεις…

Φώτης Π.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης