Τι συμβαίνει με τους έφηβους και τη βία;

          Η εφηβεία είναι η τελευταία φάση ανάπτυξης του ατόμου, πριν από την είσοδό του στην ενήλικη ζωή. Είναι μια μεταβατική περίοδος με πολλές ψυχικές διεργασίες, μια περίοδος στην οποία δημιουργούνται στον έφηβο αισθήματα αναστάτωσης και συγκρουσιακής διάθεσης. Ο έφηβος νιώθει έντονη την ανάγκη να διαμορφώσει την ταυτότητά του, ώστε να μπορεί να σταθεί στον κόσμο των ενηλίκων, και αυτό πολλές φορές γίνεται με αρνητικό και βίαιο τρόπο. Συχνά χαρακτηριστικά της εφηβείας είναι η αντιδραστική συμπεριφορά, η αμφιθυμία, η ευερεθιστότητα, το αίσθημα μοναξιάς, η ανάγκη του «ανήκειν» σε ομάδα συνομηλίκων αλλά και ο έντονος παρορμητισμός, που οδηγεί πολλές φορές τον έφηβο σε βίαιες και ριψοκίνδυνες πράξεις.

           Παρότι στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια τα ποσοστά εφηβικής βίας είναι μειωμένα, η εφηβική παραβατικότητα και η βίαιη συμπεριφορά δεν έχουν εκλείψει ούτε, όμως, έχουν πλήρως προληφθεί. Ο τρεις κατηγορίες εφηβικών αδικημάτων (σωματικές βλάβες, αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας και παραβάσεις ειδικών ποινικών νόμων) δεν παρουσιάζουν στατιστικά σημαντικές διακυμάνσεις κατά τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα με μικρές αυξομειώσεις και χωρίς ανοδικές τάσεις (Κιτσάκη, 2010), με το 30-35% των ανηλίκων να ασχολείται κάποια στιγμή με κάποια αξιόποινη παραβατική συμπεριφορά και ιδιαίτερα με παραβατικές πράξεις που αφορούν συνήθως την ξένη ιδιοκτησία και τις σωματικές βλάβες (Κουράκης, 2000. Spinellis, Apospori, Kranidioti, Symiyianni, & Angelopoulou, 1994). Επίσης, σε σχέση με άλλες χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, απουσιάζει η συχνότητα και η σοβαρότητα οργανωμένων συμμοριών με τη Μανιουδάκη να αναφέρει ποσοστό 7% του εφηβικού και πρώιμου νεανικού πληθυσμού, το οποίο να είναι οργανωμένο σε συμμορίες (στο: Πετρόπουλος και Παπαστυλιανού, 2001), ενώ η θεσμική δυσλειτουργία δεν επαρκεί για να θεωρηθεί η εφηβική παραβατικότητα στην Ελλάδα μη ανεκτή ή μη ελέγξιμη (Κουράκης, 2000). Ποιοι, όμως, είναι οι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν έναν έφηβο στη βία;

          Σύμφωνα με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης του Bandura (1986), η συμπεριφορά και η εξέλιξη του παιδιού καθορίζεται από τον τρόπο με τον οποίο ενσωματώνεται στη σκέψη του η αλληλεπίδραση με το άμεσο και έμμεσο περιβάλλον του. Έτσι, οι έφηβοι παρακολουθώντας σκηνές βίας στην τηλεόραση, τους ξυλοδαρμούς συνομηλίκων τους και την αντικοινωνική και παραβατική συμπεριφορά των γονιών τους, μαθαίνουν να εμπλέκονται και οι ίδιοι σε παραπτωματικές δραστηριότητες. Η ίδια θεωρία, όμως, υποστηρίζει ότι οι έφηβοι μπορεί να αντιδράσουν με επιθετικότητα και σε περιπτώσεις συναισθηματικής αποστέρησης, τραύματος και απειλής. O Sigmund Freud θεωρούσε ότι «η εφηβική βία αφορά ένα σύνολο έμφυτων τάσεων, που δραστηριοποιούνται μέσω πραγματικών ή φαντασιωσικών συμπεριφορών, που αποβλέπουν στο να βλάψουν τους άλλους, να τους καταστρέψουν ή να τους ταπεινώσουν». Επίσης, ο D. Winnicott, που ασχολήθηκε πολύ καιρό με την εφηβική βία σε ερευνητικό και κλινικό επίπεδο, υποστηρίζει ότι «ο τύπος της σχέσης του παραπτωματικού εφήβου με την κοινωνία έχει τις ρίζες του στην αδυναμία της οικογένειας να απορροφήσει την καταστροφικότητα, το μίσος και τους φόβους του παιδιού».

          Γίνεται, λοιπόν, απόλυτα κατανοητό πως ο ρόλος των γονιών, της οικογένειας και του σχολείου είναι καθοριστικός στη γένεση, πρόληψη και αντιμετώπιση των σοβαρών προβλημάτων σε σχέση με την κοινωνική συμπεριφορά και εξέλιξη των εφήβων. Το παράδειγμα που δίνουν οι γονείς σχετικά με την αντίληψη και τον χειρισμό της βίας, έχει θεμελιώδη ρόλο στο πώς θα συμπεριφέρονται στον τομέα αυτόν τα παιδιά τους στην εφηβική ηλικία και πιθανόν αργότερα στην ενήλικη ζωή τους. Μεγάλη σημασία δεν έχει τόσο το τι λένε οι γονείς στους εφήβους αναφορικά με τη χρήση βίας στη ζωή τους, αλλά το πώς συμπεριφέρονται στην καθημερινότητά τους. Σε μία έρευνα του πανεπιστημίου της Μινεσότα διαπιστώθηκε ότι αυτό που έχει μεγαλύτερη επιρροή στους εφήβους δεν είναι αυτά που τους λένε οι γονείς τους σχετικά με τη βία, αλλά αυτά που αισθάνονται και αντιλαμβάνονται από τη συμπεριφορά τους. Με απλά λόγια, οι πράξεις των γονιών αποτελούν παράδειγμα για τους εφήβους! Αν οι γονείς μεταδώσουν το μήνυμα ότι η βία δεν είναι αποδεκτό μέσο για την επίλυση των διαφορών, τότε είναι πάρα πολύ πιθανό οι έφηβοι να μη μεταχειριστούν τη βία στη ζωή τους. Εξίσου σημαντικός, όμως, είναι και ο ρόλος των συνομηλίκων και των εκπαιδευτικών στο σχολικό περιβάλλον των εφήβων. Τα χαρακτηριστικά του σχολείου (ποιότητα σχέσης με εκπαιδευτικούς, συνθήκες υγιεινής και καθαριότητας, μέθοδοι διδασκαλίας) επηρεάζουν τόσο την ακαδημαϊκή επίδοση, όσο και τη συμπεριφορά των εφήβων.

          Επειδή, όμως, «κάλλιον το προλαμβάνειν του θεραπεύειν», προκειμένου να περιοριστούν τα περιστατικά εφηβικής βίας και παραβατικότητας, θα πρέπει να αυξηθούν οι προληπτικές παρεμβάσεις του κράτους σε επίπεδο κοινότητας, προκειμένου να ενσωματωθούν οι περιθωριοποιημένοι έφηβοι και να αποτραπεί η παραπτωματική συμπεριφορά τους. Κι ας μην ξεχνάμε και το εξής: η παραβατικότητα των ανηλίκων συχνά είναι ένα μήνυμα, μια κραυγή για βοήθεια και κατανόηση. Αν η κοινωνία την αντιληφθεί ως τέτοια, τότε υπάρχουν ελπίδες να αντιμετωπισθεί με επιτυχία.

Μ. Φραντζεσκάκης

ΠΗΓΕΣ

https://www.medlook.net

http://www.arch.uoa.gr

https://www.hamogelo.gr

https://www.psychologynow.gr

https://www.parentshelp.gr

«Η παραβατικότητα στην εφηβεία», Νικόλαος Τάκης (Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής)

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης