Κατσαντώνης Αντώνης

           Ο Αντώνης Κατσαντώνης γεννήθηκε στα Άγραφα το 1775 και υπήρξε ονομαστός Έλληνας Σαρακατσάνος κλέφτης, που έδρασε στα προεπαναστατικά χρόνια στις περιοχές των Αγράφων, του Βάλτου και του Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας. Πατέρας του ήταν ο πλούσιος μεγαλοτσέλιγκας Μακρυγιάννης, που είχε καταφύγει στην περιοχή των Αγράφων, γύρω στα 1750, για μεγαλύτερη ασφάλεια των κοπαδιών του από τις επιδρομές των Τουρκαλβανών. Παππούς του από τη μητέρα του ήταν ο ξακουστός κλεφτοκαπετάνιος Βασίλης Δίπλας. Είχε και άλλα τέσσερα αδέρφια, τον Γιώργο Χασιώτη (επειδή είχε γεννηθεί στα Χάσια), τον Κώστα Λεπενιώτη (επειδή είχε γεννηθεί στη Λεπενού), τον Χρήστο Κούτσικο (γιατί ήταν μικροσκοπικός, όπως και ο  Αντώνης) και την Αικατερίνη. Από τα 11 έως τα 18 του χρόνια, ο Αντώνης προσπαθούσε επανειλημμένα να φύγει από το σπίτι του για να γίνει κλέφτης. Οι γονείς του, όμως, δεν τον άφηναν, όχι μόνο λόγω της μικρής του ηλικίας, αλλά επειδή ήταν πολύ ασθενικός. Η μητέρα του, μάλιστα, ανήσυχη του φώναζε «κάτσε Αντώνη» και γι΄αυτό τα αδέρφια του κοροϊδευτικά τον έλεγαν Κατσαντώνη. Ο ίδιος, όμως, επρόκειτο να γίνει για πολλά χρόνια ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων, σύμβολο, τραγούδι και απαντοχή όχι μόνο στα ευρυτανικά, τα θεσσαλικά, τα ηπειρώτικα ή τα βουνά του Βάλτου, αλλά και ολόκληρου του Ελληνισμού.

          Κάποτε κατηγορήθηκε ότι ήταν ζωοκλέφτης, συνελήφθη από κάποιον Μπουλούμπαση, βασανίστηκε άγρια για δύο μέρες και τελικά αφέθηκε ελεύθερος, καθώς ο πατέρας του κατέβαλε πολλά λύτρα. Μετά την απελευθέρωσή του, μισώντας πλέον θανάσιμα τους κατακτητές, σκότωσε τον Μπουλούμπαση, που τον βασάνισε. Το γεγονός αυτό, ο θαυμασμός του για τους αρματολούς και τους κλέφτες, η αυξανόμενη πίεση του Αλή Πασά, καθώς και οι αρπαγές των κοπαδιών του πατέρα του και των άλλων σκηνιτών Σαρακατσάνων, οδήγησε τον Κατσαντώνη να ακολουθήσει την κλέφτικη ζωή. Σε σύντομο χρονικό διάστημα επιβλήθηκε στους συντρόφους του με την οξυδέρκεια, το κοφτερό μυαλό του και το θάρρος του, έγινε αρχηγός και  παράλληλα ο τρόμος και ο φόβος του κατακτητή, που τον χτυπούσε παντού, μέρα και νύχτα!  Ο Αλή Πασάς, θορυβημένος από την αύξηση της δύναμης του Κατσαντώνη, έστελνε εναντίον του διάφορα στρατιωτικά σώματα χωρίς, όμως, κανένα αποτέλεσμα. Εξαγριωμένος, λοιπόν, από τις συνεχείς του αποτυχίες διέταξε τη σύλληψη των γονιών του ήρωα, τους βασάνισε και τους εκτέλεσε, γεγονός που συγκλόνισε τον Κατσαντώνη.

          Όταν ακόμα και ο θάνατος των γονιών του δεν έκαμψε το φρόνημα του Κατσαντώνη, ο Αλή Πασάς αντιλήφθηκε ότι δεν ήταν κοινός ζωοκλέφτης και ληστοσυμμορίτης αλλά αληθινός επαναστάτης και προσπάθησε με πολλούς τρόπους να εξοντώσει τόσο τον ίδιο, όσο και τη συμμορία του. Σπουδαίο πλήγμα κατάφερε ο Κατσαντώνης σε βάρος του Γιουσούφ Αράπη, του αιμοσταγή Τουρκοαιγύπτιου, τον οποίο ο Αλή Πασάς είχε ορίσει γενικό αρχηγό στον αγώνα εναντίον του. Χάρη σε εκείνη τη νίκη, το όνομα του Κατσαντώνη έγινε ξακουστό σε όλους τους Έλληνες και προκάλεσε τρόμο και οργή στον κατακτητή. «Κατσαντώνη λέγανε αυτοί (οι Τούρκοι) και χλώμιαζε το πρόσωπό τους, Κατσαντώνη μουρμούριζαν οι σκλάβοι και χαμογελάγανε τα χείλια τους. Τ’ όνομα του απλώθηκε πέρα από τ’ Άγραφα, σ’όλη τη Ρούμελη, κι έπειτα έφτασε ίσαμε τα Γιάννενα και μπήκε στο σεράι του πασά…», γράφει ο Δ. Φωτιάδης. Τότε ακριβώς (το 1805) ήταν που πήρε τη μεγάλη απόφαση και ο Γ. Καραϊσκάκης να εγκαταλείψει το σαράι του Αλή πασά και να γυρίσει ξανά στα βουνά των Αγράφων. «Άκουγε τους αγάδες να καταριούνται τον Κατσαντώνη κι’ ήθελε νάχουν το δικό του όνομα στα χείλη τους, γιατί ένιωθε πως όλες οι βρισιές τους στεκόντανε παινέματα στην παλικαριά του και την αξιοσύνη του», υπογραμμίζει πάλι ο Φωτιάδης.

          Ο Αλή Πασάς προσπάθησε ακόμα και με χρηματισμό να διασπάσει την ενωμένη κλεφτουριά των Αγράφων, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο Κατσαντώνης απέκρουσε με επιτυχία όλες τις επιχειρήσεις των Τουρκαλβανών εναντίον του. Μετά την εξόντωση των Σουλιωτών, ο Αλή Πασάς επιδίωξε νέα συμφωνία με τον Κατσαντώνη και αυτή τη φορά την πέτυχε, δεδομένου ότι η υγεία του δεύτερου είχε κλονισθεί ήδη σοβαρά. Το 1807, ο Κατσαντώνης προσκλήθηκε από τον προύχοντα της Επτανήσου, Ιωάννη Καποδίστρια, στη «Συνέλευση των Κλεφταρματολών» στη Λευκάδα, προκειμένου να τη σώσουν από την απληστία του Αλή Πασά. Εκεί αναγνωρίστηκε «Γενικός Αρχηγός των Κλεφτών στη Δυτική Ελλάδα» και ορκίσθηκε να εργαστεί υπέρ της Παλιγγενεσίας, επιδεικνύοντας πλέον εθνική συνείδηση.

          Όταν επέστρεψε στα Άγραφα, συνέχισε τον αγώνα κατά των Τούρκων προκαλώντας μεγάλη φθορά στον στρατό του Αλή Πασά. Το καλοκαίρι, όμως, του 1809 αρρώστησε από ευλογιά και αποσύρθηκε σε μία σπηλιά πάνω από το «Μοναστηράκι» των Αγράφων. Το μέρος όπου κρυβόταν δεν το γνώριζαν ούτε οι στενοί του φίλοι, παρά μόνο ο αδερφός του ο Κώστας Λεπενιώτης, και παρόλα αυτά, όμως, αποκαλύφθηκε στον Αλή Πασά, που έστειλε τον έμπιστό του με 800 άνδρες για να τον συλλάβει. Μετά από επτά ώρες καταδίωξη, συνελήφθη ο Κατσαντώνης με τον αδελφό του Χασιώτη, που είχε πάει να τον φροντίσει, και οδηγήθηκαν στα Γιάννενα. Στην παράκληση του Κατσαντώνη στον αδερφό του να φύγει για να σωθεί, η παράδοση θέλει τον Χασιώτη να δίνει την παρακάτω απάντηση: «Αντάμα θα πεθάνουμε κι αντάμα θα χαθούμε.». Ο Αλή Πασάς δέχθηκε αρχικά με ευγένεια τον Κατσαντώνη, αλλά η άρνησή του να δηλώσει υποταγή σ΄αυτόν και να προδώσει τους συντρόφους του τον οδήγησε μαζί με τον αδελφό του Χασιώτη στον ιστορικό πλάτανο στην πύλη των Ιωαννίνων, όπου και υπέστησαν τον μαρτυρικό θάνατο δια της συντριβής των οστών τους, στις 28 Σεπτεμβρίου 1809. Η παράδοση θέλει τον Κατσαντώνη και τον αδελφό του κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου τους να τραγουδάνε περήφανα, ώστε να μη δείχνουν τον πόνο τους. Η προσφορά του Κατσαντώνη στον εθνικό αγώνα ήταν ανεκτίμητη. Ο ίδιος ο Μακρυγιάννης αποκάλεσε τον Κατσαντώνη, τα αδέρφια του και τους συντρόφους του «μαγιά της λευτεριάς, που την κράτησαν ξυπόλυτοι και γυμνοί στα βουνά και τις ερημιές για να μην χαθεί. Είχαν συντρόφους τους τ΄άγρια θηρία και τα φίδια και προστάτη μόνο τον Θεό».

Α. Κουδωνάς

ΠΗΓΕΣ

https://el.wikipedia.org

http://www.hxwsarakatsanwn.gr

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης