Το Σούλι και οι Σουλιώτες

           Το Σούλι είναι μια ορεινή, απότομη, άγρια και ταυτόχρονα μαγευτική περιοχή της Κεντρικής Ηπείρου. Αναφέρεται ότι πιθανώς οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής την επέλεξαν λόγω της δυσπρόσιτης και φυσικώς οχυρής της θέσης. Οι Σουλιώτες αποτελούσαν μια κοινότητα Ελλήνων Ορθόδοξων Χριστιανών, που κατοικούσαν στην ιστορική περιοχή του Σουλίου -πιθανότατα από τον 16ο αιώνα- και καθιέρωσαν μια αυτόνομη συνομοσπονδία με μεγάλο αριθμό γειτονικών χωριών, που στην ακμή της δύναμής της υπολογίζεται ότι είχε 12.000 πληθυσμό και πάνω από 60 χωριά.

          Οι Σουλιώτες θύμιζαν λίγο – πολύ τους αρχαίους Σπαρτιάτες, καθώς από μικροί γυμνάζονταν στα όπλα και δε γνώριζαν τίποτε άλλο, παρά την τέχνη του πολέμου. Άλλωστε, η φτωχή γη του Σουλίου μόνο λίγα ζωντανά μπορούσε να θρέψει. Ζούσαν, λοιπόν, με όσα τους πρόσφερε η κτηνοτροφία και η ορεινή γη τους. Γι΄αυτόν τον λόγο, επιδίδονταν σε επιδρομές στα χωριά της Θεσπρωτίας που υπέτασσαν, για να παίρνουν λάφυρα, με τα οποία πλήρωναν στον Σουλτάνο τους φόρους και ταυτόχρονα συντηρούνταν. Οι κάτοικοι αυτών των -70 περίπου- κατακτηθέντων χωριών καλούνταν «Παρασουλιώτες». Η σχέση μεταξύ Σουλιωτών και Παρασουλιωτών έφερνε στη μνήμη, όπως σημειώνει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, τη σχέση μεταξύ των αρχαίων Σπαρτιατών και των Περιοίκων.

          Οι Σουλιώτες έγιναν γνωστοί, λοιπόν, κυρίως για τις πολεμικές τους ικανότητες και τις άλλες αρετές τους. Γενικά, επιδείκνυαν τυφλή υπακοή και πειθαρχία στους αρχηγούς τους στην περίοδο των πολέμων τους, θεωρούσαν την ελευθερία πολυτιμότερη από τη ζωή τους και τα ήθη τους ήταν πολύ αυστηρά. Σέβονταν τις γυναίκες τους, τιμούσαν όσους διακρίνονταν στις μάχες, περιφρονούσαν, όμως, τους δειλούς, όπως και τις γυναίκες τους. Η υπόνοια και μόνο για την ανηθικότητα μιας γυναίκας αρκούσε, για να λιθοβοληθεί με απόφαση του αρχηγού της φάρας. Σε περίπτωση, μάλιστα, μοιχείας, τη μοιχαλίδα την έβαζαν μέσα σε τσουβάλι και την γκρέμιζαν σε φαράγγι του Αχέροντα. Οι Σουλιώτες διακρίνονταν, ακόμα, και για τις υποσχέσεις και τις συμφωνίες τους, τις οποίες θεωρούσαν ιερές, γι΄ αυτό και θανάτωναν όσους παρέβαιναν τις αρχές τους. Γενικά ήταν γενναίοι, ριψοκίνδυνοι, ευσταλείς, γρήγοροι, φιλελεύθεροι, αρκετές φορές μεγαλόψυχοι, φιλοπάτριδες αλλά και αφοσιωμένοι σε επιδρομές και λαφυραγωγήσεις.

          Με την πάροδο του χρόνου, όμως, οι Σουλιώτες ενόχλησαν την Υψηλή Πύλη και τους ντόπιους αγάδες και μπέηδες, που έβλεπαν τους ανυπότακτους Σουλιώτες να οικειοποιούνται τις δραστηριότητές τους και να χάνουν μεγάλα εισοδήματα. Έτσι, από τις αρχές του 16ου αιώνα βρέθηκαν στο στόχαστρο του Σουλτάνου και της τοπικής οθωμανικής αριστοκρατίας, όχι τόσο για να τους επιβάλλουν φόρους, όσο για να τους εξουδετερώσουν. Το 1788 Πασάς των Ιωαννίνων έγινε ο Αλή Πασάς, ο οποίος εκστράτευσε τρεις φορές μέχρι να καταφέρει να υποτάξει το Σούλι. Την άνοιξη του 1789, εκστράτευσε με 10.000 Τουρκαλβανούς και η εκστρατεία κράτησε τέσσερις μήνες. Οι Σουλιώτες, όμως, αντιστάθηκαν δυναμικά, με συνέπεια η εκστρατεία αυτή να λήξει άδοξα. Το 1792, ο Αλή Πασάς επιχείρησε δεύτερη εκστρατεία κατά των Σουλιωτών, με δύναμη 10.000 Τουρκαλβανών, που και αυτή έλειξε άδοξα. Στη συγκεκριμένη εκστρατεία σκοτώθηκαν 2.000 Τουρκαλβανοί και 74 μόνο Σουλιώτες.

          Η τρίτη εκστρατεία του Αλή Πασά κατά των Σουλιωτών ξεκίνησε το 1800, όταν εκστράτευσε στην Ήπειρο και κατέλαβε διάφορα χωριά. Με τον τρόπο αυτό ενίσχυσε τη θέση του στην περιοχή και εξασφάλισε τον έλεγχο των Σουλιωτών, κάνοντας στενότερο τον αποκλεισμό τους. Παρόλα αυτά, οι Σουλιώτες αποφάσισαν ή να νικήσουν ή να πεθάνουν. Μολονότι οι οπλισμένοι Σουλιώτες ήταν λιγότεροι από 2.000, ο αγώνας τους κράτησε τέσσερα χρόνια. Ενώ, όμως, οι Σουλιώτες κέρδιζαν όλες τις αποφασιστικές μάχες, ο Αλή Πασάς έχτιζε κάστρα στα γειτονικά χωριά για μακροχρόνια πολιορκία, με αποτέλεσμα να κάνουν εκκλήσεις για βοήθεια στη Γαλλία και τη Ρωσία, που όμως δεν τελεσφόρησαν. Επακολούθησαν και νέες μάχες πολύ πιο σκληρές, με τελευταία στις 7 Δεκεμβρίου γύρω από το Κούγκι και την Κιάφα, όπου είχαν αποσυρθεί. Εκεί, επειδή έμειναν χωρίς τρόφιμα και πυρομαχικά, αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν.

          Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 οι Σουλιώτες, λοιπόν, συνθηκολόγησαν και ο Αλή Πασάς υποσχέθηκε να τους αφήσει ελεύθερους, με τον όρο να εγκαταλείψουν μαζί με τις οικογένειές τους τα εδάφη τους. Στις 16 Δεκεμβρίου, οι Σουλιώτες χωρίστηκαν σε τρεις φάλαγγες, οι οποίες αναχώρησαν για τις ακτές της Ηπείρου. Η πρώτη φάλαγγα, με αρχηγό τον Φώτο Τζαβέλλα, έφθασε χωρίς καμία απώλεια στην Πάργα και από εκεί πέρασε στην Κέρκυρα. Η δεύτερη φάλαγγα, με αρχηγό τον Κίτσο Μπότσαρη και τον Κουτσονίκα, χτυπήθηκε στο Ζάλογγο, στις 16 Δεκεμβρίου του 1803. Εκεί, ακολούθησε σκληρότατη μάχη, στην οποία σκοτώθηκαν πολλοί Σουλιώτες, ενώ περίπου 60 Σουλιώτισσες προτίμησαν να γκρεμιστούν με τα παιδιά τους στο Ζάλογγο αντί να αιχμαλωτιστούν. Η τρίτη φάλαγγα, με αρχηγούς τους Μποτσαραίους, έφθασε στο Βουργαρέλι, που ήταν το άντρο των Μποτσαραίων. Από εκεί αναχώρησαν τον Ιανουάριο προς τα Άγραφα, όπου και εγκαταστάθηκαν γύρω από τη Μονή Σέλτσου. Τελικά, στις 4 Απριλίου 1804, οι Τούρκοι περικύκλωσαν την περιοχή και ακολούθησε η περίφημη μάχη του Σέλτσου, κατά την οποία πολλοί Σουλιώτες σφαγιάστηκαν και περισσότερες από 200 Σουλιώτισσες ακολούθησαν το παράδειγμα των γυναικών στο Ζαλόγγο. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί πως, όταν οι Σουλιώτες έφυγαν, ο μοναχός Σαμουήλ ταμπουρώθηκε με όσους έμειναν στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής σε μια απόκρημνη βουνοκορφή στο Κούγκι, εμποδίζοντας τους Τούρκους να ανεφοδιαστούν. Στο τέλος, ο Σαμουήλ ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη, τους εχθρούς και το μοναστήρι.

Πηγές

https://el.wikipedia.org

https://www.sansimera.gr

 Α. Κουδωνάς

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης