Σπέτσες

            Οι Σπέτσες είναι ένα από τα νησιά του Αργοσαρωνικού που, στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και μέχρι το 1832, διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Και πριν από την έναρξη της Επανάστασης, όμως, οι Σπετσιώτες έλαβαν μέρος στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο το 1770 και το 1790 βοήθησαν τον Λάμπρο Κατσώνη, με αποτέλεσμα να γνωρίσουν την οργή των Τούρκων. Οι Σπετσιώτες πρώτοι ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στις 2 και 3 Απριλίου του 1821, με μεγάλη τελετή και κανονιοβολισμούς.

          Ο σπετσιωτικός στόλος, αποτελούμενος από εμπορικά πλοία Σπετσιωτών, πήρε μέρος σε πολλές ναυμαχίες, όπως της Αρμάτας, καθώς και σε αποκλεισμούς οχυρών. Η πιο γνωστή ναυμαχία, όμως, είναι η Ναυμαχία των Σπετσών ή αλλιώς η Ναυμαχία του Ναυπλίου, που έλαβε χώρα από τις 8 έως και τις 13 Σεπτεμβρίου 1822. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1822, ο οθωμανικός στόλος, προερχόμενος από τη Μονεμβασιά, κίνησε προς ανεφοδιασμό του Παλαμηδίου στο Ναύπλιο, το οποίο πολιορκούσαν από τη στεριά οι δυνάμεις του Δημητριου Υψηλάντη και από τη θάλασσα οι δυνάμεις της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας.

           Οι Οθωμανοί με 84 πλοία και ναύαρχο τον Μεχμέτ Αλί Πασά, φθάνοντας στον κόλπο του Ναυπλίου βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον στόλο των Ελλήνων, ο οποίος αποτελούνταν από 56 πλοία και 16 πυρπολικά και είχε ναύαρχο τον Ανδρέα Μιαούλη. Ο Μιαούλης έδωσε διαταγή να κινηθεί ο στόλος προς το εσωτερικό του Αργολικού Κόλπου και όχι στην ακτή της Πελοποννήσου, για να εγκλωβίσει εκεί τους πολυάριθμους και καλύτερα εξοπλισμένους Τούρκους. Δυστυχώς, όμως, από κακή συνεννόηση, οι πλοίαρχοι αντί να τον ακολουθήσουν, επιτέθηκαν εναντίον του οθωμανικού στόλου, αιφνιδιάζοντας τόσο τον εχθρό, όσο και τους συμπολεμιστές τους. Στη ναυμαχία που γενικεύτηκε κινδύνευσαν κάποια ελληνικά πλοία και ο μπουρλοτιέρης Ανδρέας Πιπίνος προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να κολλήσει το πυρπολικό του σε ένα αλγερινό πλοίο, προκειμένου να σωθούν τα ελληνικά. Η αναστάτωση που δημιουργήθηκε, όμως, είχε σαν αποτέλεσμα να απομακρυνθεί ο κίνδυνος για τα ελληνικά πλοία στη δυτική πλευρά του πορθμού.

            Ωστόσο, στην ανατολική πλευρά του πορθμού συνέχισε να μαίνεται η ναυμαχία για πολλές ώρες. Τα ελληνικά πλοία ενισχύονταν και από τα κανόνια των Σπετσών, τα οποία με τις βολές τους εμπόδιζαν τους Τούρκους να στραφούν προς τον Αργολικό κόλπο. Επειδή, όμως, η ναυμαχία συνεχιζόταν χωρίς αποτέλεσμα και νύχτωνε, έγινε για δεύτερη φορά προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί πυρπολικό κατά της οθωμανικής ναυαρχίδας, με πυρπολητή αυτή τη φορά τον Κοσμά Μπαρμπάτση. Η προσπάθεια αυτή, όμως, έγινε αντιληπτή από τους Τούρκους και η ναυαρχίδα μαζί με τον υπόλοιπο οθωμανικό στόλο τράπηκαν σε φυγή.

           Στις 12 Σεπτεμβρίου ο τουρκικός στόλος κινήθηκε πάλι κατά του ελληνικού, αλλά αυτή τη φορά η ναυμαχία, που έγινε βαθιά μέσα στον Αργολικό κόλπο, κράτησε μόλις τρεις ώρες. Στο τέλος οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, εξαιτίας πάλι των πυρπολικών. Στις 13 Σεπτεμβρίου o Μεχμέτ πασάς έστειλε για τελευταία φορά στο Ναύπλιο ένα αυστριακό πλοίο γεμάτο τροφές και πολεμοφόδια, που συνελήφθη, όμως, από τα ελληνικά πλοία, που είχε στείλει ο Μιαούλης. Τελικά, ο τουρκικός στόλος επέστρεψε στην Κρήτη και από εκεί στην Κωνσταντινούπολη. Με την υποχώρηση του οθωμανικού στόλου απομακρύνθηκε και ο κίνδυνος καταστροφής των δύο ελληνικών ναυτικών βάσεων, στις Σπέτσες και την Ύδρα, ενώ παράλληλα κατέστη αδύνατος ο ανεφοδιασμός των Τούρκων του Ναυπλίου. Έτσι, λίγο αργότερα, το Ναύπλιο πέρασε στα χέρια των Ελλήνων αγωνιστών.

Πηγές

www.el.wikipedia.org

www.el.wikipedia.org

Σ. Πανανής

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης