Όθων Α΄

             Ο Όθων Φρειδερίκος Λουδοβίκος γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1815 στο Σάλτσμπουργκ. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α΄. Έλαβε επιμελημένη μόρφωση, όχι, όμως, την εκπαίδευση ενός πρίγκιπα, καθώς προοριζόταν για δευτερεύουσα θέση στη Βαυαρία. Διδάχθηκε τη λατινική γλώσσα και αργότερα την ελληνική, ήταν καλός ιππέας και άριστος κολυμβητής και ο πατέρας του ήθελε να ακολουθήσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία.

          Λόγω της καχυποψίας απέναντι στον Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, η Αγγλία, κατά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους, το 1830, πέτυχε συμφωνία με τις Μεγάλες Δυνάμεις για την επιβολή της μοναρχίας και τη μετατροπή του ελληνικού κράτους σε βασίλειο. Οι ίδιες όρισαν, με τη Συνθήκη του Λονδίνου (1832) τον 17χρονο τότε Όθωνα ως «Βασιλιά της Ελλάδας». Το πρωτόκολλο εκλογής του Όθωνα (25 Απριλίου 1832) ως βασιλιά, αφού υπογράφηκε από εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων, στάλθηκε για έγκριση στον βασιλιά Λουδοβίκο.

          Ο Λουδοβίκος εξέφρασε ορισμένα αιτήματα για την αποδοχή του ελληνικού θρόνου από τον γιο του Όθωνα: να επεκταθούν τα όρια του βασιλείου μέχρι τον Βόλο και την Άρτα, να προσαρτηθούν η Κρήτη και η Σάμος, να χορηγηθεί δάνειο 60.000.000 γαλλικών φράγκων, να σταλούν στην Ελλάδα τρία συντάγματα βαυαρικού στρατού (3.500 άντρες), να λειτουργήσει τριμελής αντιβασιλεία μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνα, να μην θεσπιστεί σύνταγμα πριν από την ανάληψη των καθηκόντων από τον βασιλιά, ώστε να μην υποχρεωθεί να το αναστείλει σε περίπτωση κρίσης, και, τέλος, ο τίτλος του Όθωνα να είναι «Βασιλεύς της Ελλάδος».

          Οι προστάτιδες Δυνάμεις απέρριψαν την πρώτη αξίωση και δέχτηκαν τους υπόλοιπους όρους, ορίζοντας ότι το αιτούμενο δάνειο θα καταβαλλόταν υπό την εγγύησή τους σε τρεις ισόποσες δόσεις. Δύο μήνες αργότερα, καθορίστηκαν τα «οριστικά» σύνορα του νεοσύστατου βασιλείου, το οποίο αποκτούσε την Ακαρνανία, την Αιτωλία και τη Φθιώτιδα, με οροθετική γραμμή που ξεκινούσε από το Κομπότι (Αμβρακικός Κόλπος), περνούσε από τις κορυφές Όθρυς και Τυμφρηστός και κατέληγε στον Μαλιακό.

          Στις 6 Φεβρουαρίου 1833, ο Όθωνας αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο, την προσωρινή πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, όπου ο λαός τον υποδέχθηκε με ενθουσιασμό. Τον Όθωνα συνόδευε ένας στολίσκος μεταγωγικών, που μετέφερε 3.500 άντρες. Επειδή ο Όθωνας ήταν ανήλικος, τη βασιλική εξουσία μέχρι την ενηλικίωσή του την ασκούσε η λεγόμενη Αντιβασιλεία, η οποία και όρισε ως πολίτευμα της Ελλάδας την απόλυτη μοναρχία. Όταν ενηλικιώθηκε, ανέλαβε επίσημα τα βασιλικά του καθήκοντα διατηρώντας, όμως, στις κυριότερες θέσεις τους Βαυαρούς, που δεν ήταν καθόλου συμπαθείς στον ελληνικό λαό, ο οποίος τους θεωρούσε δυνάστες. Στην αρχή ο Όθωνας κυβέρνησε απολυταρχικά και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα άσκησε ο ίδιος την πρωθυπουργία.

          Στις 3 Σεπτεμβρίου 1843, εκδηλώθηκε στην Αθήνα στρατιωτικό κίνημα υπό τους Καλλέργη και Μακρυγιάννη («Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου»), εξαιτίας της γενικής δυσαρέσκειας για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της μοναρχίας και με βασικό αίτημα την παραχώρηση συντάγματος. Την ίδια ημέρα, η Ελλάδα είχε υπογράψει την οικονομική συμφωνία του Λονδίνου, με την οποία δεσμευόταν να διαθέσει σχεδόν το σύνολο των πόρων της για την εξυπηρέτηση των δανείων της. Ο Όθων αναγκάσθηκε τότε να παραχωρήσει σύνταγμα, να διορίσει ως πρωθυπουργό ένα πολιτικό πρόσωπο, να προκηρύξει εκλογές και να απομακρύνει τους Βαυαρούς από τις στρατιωτικές και πολιτικές θέσεις, ικανοποιώντας έτσι τον λαό. Από τότε και μέχρι την εκθρόνισή του, το 1862, κυβερνούσε συνταγματικά με μεγάλες ή μικρές επεμβάσεις στην άσκηση της εξουσίας. Έτσι, όμως, δημιούργησε κύμα δυσφορίας εναντίον του, που το υπέθαλπαν και οι ξένες Δυνάμεις για τους δικούς τους συμφεροντολογικούς λόγους.

          Τον Σεπτέμβριο του 1861, κι ενώ ο Όθωνας με τη σύζυγό του Αμαλία βρίσκονταν σε περιοδεία στην Πελοπόννησο, εκδηλώθηκε εξέγερση, που ανάγκασε τον Όθωνα να φύγει οριστικά από την Ελλάδα και να καταφύγει πρώτα στο Μόναχο και, στη συνέχεια, στη Βαμβέργη, όπου έζησε το υπόλοιπο διάστημα της ζωής του με τη νοσταλγία της Ελλάδας. Λέγεται, μάλιστα, ότι κάθε μέρα, από τις 6 το απόγευμα μέχρι και τις 8 το βράδυ, μιλούσε στην ελληνική γλώσσα με την Αμαλία, καθώς αγαπούσαν και οι δυο πάρα πολύ την Ελλάδα. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την Κρητική Επανάσταση και το 1867 συνέδραμε οικονομικά τους αγωνιστές με 200.000 χρυσά φράγκα. Τον ίδιο χρόνο αρρώστησε από ιλαρά και πέθανε ξαφνικά στις 26 Ιουλίου, σε ηλικία μόλις 52 ετών. Τάφηκε σύμφωνα με επιθυμία του με την ελληνική φουστανέλα στον ναό του Αγίου Καϊετάνου στο Μόναχο, όπου βρίσκεται ο τάφος του.

Πηγές

https://www.sansimera.gr

https://el.wikipedia.org

Α. Κιντής

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης