Η μαρτυρική Χίος

           Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η Χίος γνώρισε μεγάλη ακμή. Διέθετε μία μεγάλη ελληνική κοινότητα που ευημερούσε χάρη στην καλλιέργεια της μαστίχας και απολάμβανε σημαντικά προνόμια από τους Οθωμανούς. Συνέπεια των προνομίων αυτών ήταν η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού του νησιού, που, το 1822, αριθμούσε περισσότερους από 100.000 κατοίκους. Ωστόσο, ο πληθυσμός ζούσε κάτω από την οθωμανική καταπίεση, καθώς, για την πρόληψη πιθανής επανάστασής τους, είχαν μεταφερθεί στο νησί στρατεύματα από την Ασία, που καθημερινά έκαναν αρπαγές και φόνους στην πόλη και τα χωριά ατιμωρητί.

          Σχέδια, βέβαια, για εξέγερση στη Χίο γίνονταν από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης  του 1821, χωρίς, όμως, να υλοποιηθούν. Στις 11 Μαρτίου 1822, όμως, οι κάτοικοι του νησιού ξεσηκώθηκαν εναντίον των Τούρκων, μετά από προτροπή του Σαμιώτη Λυκούργου Λογοθέτη και του Χιώτη Αντώνη Χατζή Μπουρνιά. Ο Λογοθέτης, που είχε αποκτήσει κύρος μετά την επανάσταση στη Σάμο, συνοδευόταν από 2.500 «οπλοφόρους» και ο Μπουρνιάς, που είχε υπηρετήσει στον γαλλικό στρατό κατά την εκστρατεία στην Αίγυπτο, συγκέντρωσε 150 Χιώτες.

          Η απόβαση αιφνιδίασε τους Τούρκους, που δεν μπόρεσαν να αποκρούσουν τους επαναστάτες και κλείστηκαν στο φρούριο της Χίου. Από τα χωριά κατέφθασε πλήθος οπλοφόρων και ροπαλοφόρων, που ενώθηκε με τις δυνάμεις του Λογοθέτη. Ωστόσο, οι επαναστάτες ήταν παντελώς απροετοίμαστοι και ο σουλτάνος, ο οποίος είχε πληροφορηθεί τις κινήσεις τους, προετοίμαζε τον στόλο του για να κινηθεί εναντίον τους. Παρά τις εκκλήσεις των επαναστατημένων στη Χίο για βοήθεια από τα ναυτικά νησιά Ψαρά, Ύδρα και Σπέτσες, μόνο 6 ψαριανά πλοία με πολεμοφόδια έσπευσαν να τους βοηθήσουν.

          Στις 30 Μαρτίου 1822, ο τουρκικός στόλος με επικεφαλής τον Καρά Αλή έφτασε στις βόρειες ακτές του νησιού. Αφού βομβάρδισε την πόλη της Χίου, αποβίβασε στο νησί 7.000 άνδρες, που ενώθηκαν με τους ομοεθνείς τους στο φρούριο. Οι Σαμιώτες και οι Χιώτες πολεμιστές αποσύρθηκαν στο εσωτερικό του νησιού. Πολλοί κάτοικοι του νησιού συγκεντρώθηκαν στα δυτικά παράλια, για να καταφύγουν εύκολα στα γειτονικά Ψαρά, ενώ οι Τούρκοι ενισχύονταν συνεχώς με νέες δυνάμεις. Την Κυριακή του Πάσχα, 2 Απριλίου 1822, 13.000-15.000 Τούρκοι κινήθηκαν προς το μοναστήρι του Αγίου Μηνά, όπου είχαν καταφύγει 3.000 Έλληνες. Οι Τούρκοι, αφού τους έσφαξαν σχεδόν όλους, πυρπόλησαν το μοναστήρι. Οι ελάχιστες επαναστατικές εστίες που είχαν απομείνει στο νησί εξουδετερώθηκαν και ο Καρά Αλή έγινε κυρίαρχος της κατάστασης.

          Ο αιμοσταγής Bαχίτ πασάς χορήγησε αμνηστία στους κατοίκους της Χίου, που είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους, υπό τον όρο να επιστρέψουν στις πόλεις και τα χωριά τους.
Οι Τούρκοι, για μία ακόμη φορά, όμως, δεν τήρησαν την υπόσχεσή τους. Επιδόθηκαν σε λεηλασίες, εμπρησμούς, σφαγές και αιχμαλωσία των κατοίκων, αφανίζοντας κυριολεκτικά το νησί της Χίου. Από τους 117.000 κατοίκους του «νησιού της μαστίχας», μόνο 2.000 παρέμειναν στο νησί. Πρόσφατες μελέτες και έρευνες υπολογίζουν ότι τουλάχιστον 42.000 κάτοικοι σκοτώθηκαν, άλλοι 47.000-52.000 αιχμαλωτίστηκαν, ενώ 23.000 κατάφεραν να ξεφύγουν.

          Η είδηση της σφαγής της Χίου συγκλόνισε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, η οποία πλέον ήταν ευνοϊκή απέναντι στην ελληνική επανάσταση και σημαντικός αριθμός Ευρωπαίων έσπευσαν να ενισχύσουν τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα. Σημαντική επιρροή άσκησε το γεγονός της σφαγής στη Χίο σε Ευρωπαίους καλλιτέχνες. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τον Γάλλο Ευγένιο Ντελακρουά, που  ζωγράφισε τον ομώνυμο πίνακα ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση της γαλλικής κοινής γνώμης για τον επαναστατικό αγώνα των Ελλήνων.

Α. Κουδωνάς

Πηγές

https://el.wikipedia.org

https://www.protothema.gr

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης