
Στα άρθρα που ακολουθούν οι μαθητές του Β3 μας ταξιδεύουν σε μια από τις πιο ταραχώδεις και αμφιλεγόμενες περιόδους της Βυζαντινής Ιστορίας: την Εικονομαχία. Μια εποχή έντονων θρησκευτικών διαφωνιών, πολιτικών συγκρούσεων και κοινωνικών αναταραχών, που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της στην εξέλιξη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Οι μαθητές στα κείμενά τους, αξιοποιώντας πληροφορίες από παραθέματα αλλά και υλικό που αναζήτησαν στο διαδίκτυο, εστιάζουν στα αίτια και τις συνέπειες της Εικονομαχίας, καθώς και στις διαφορετικές οπτικές που διαμορφώθηκαν γύρω από το ζήτημα της λατρείας των εικόνων.
Μέσα από τα κείμενά τους, θα ανακαλύψουμε πώς αυτή η περίοδος, που χαρακτηρίστηκε από την καταστροφή και την απαγόρευση των ιερών εικόνων, οδήγησε τελικά στην Κυριακή της Ορθοδοξίας, την ημέρα που η Ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει την οριστική αναστήλωση των εικόνων.
Η εργασία αυτή υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του μαθήματος της Ιστορίας.
Η ιστορία της Εικονομαχίας
Κατά καιρούς έχουν γραφτεί πολλά βιβλία και έχουν υποστηριχτεί πολλές απόψεις για την περίοδο της Εικονομαχίας. Αρχικά, με τον όρο Εικονομαχία εννοούμε την πνευματική κίνηση που επικρατούσε στις αρχές του 8ου αι. έως τα μέσα ου 9ου αι. συγκλονίζοντας το Βυζάντιο. Στηριζόταν σε δύο αντίθετες απόψεις, σ’ αυτή που δεχόταν τη λατρεία των εικόνων και σ’ αυτή που θεωρούσε τις εικόνες αντίθετες με την Ορθοδοξία.
Πρωτεργάτες της εικονομαχικής κίνησης υπήρξαν ο Λέων Γ΄ Ίσαυρος και ο γιος του Κωνσταντίνος Ε΄. Είχαν επηρεαστεί από τις ανεικονικές αντιλήψεις της ιουδαϊκής και ισλαμικής θρησκείας και γι’ αυτό απέρριπταν τη λατρεία των εικόνων ως εκδήλωση ειδωλολατρική. Άλλωστε οι ανεικονικές αντιλήψεις ήταν διαδεδομένες στους αγρότες της γειτονικής Μ. Ασίας, που σήκωναν το κύριο βάρος της άμυνας κατά των Αράβων.
Οι λόγοι που οδήγησαν στην απαγόρευση των εικόνων ήταν πιθανώς οι δεισιδαιμονίες και οι υπερβολές που είχαν εκδηλωθεί γύρω από τη λατρεία των εικόνων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το έργο του «Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών», ο T. Talbot-Rice υποστήριξε πως τα αγγράμματα μέλη του εκκλησιάσματος συχνά έφθαναν στο σημείο να συγχέουν τις εικονιζόμενες μορφές με τα αληθινά πρόσωπα, αναβιώνοντας την ειδωλολατρία. Συνεχίζει τονίζοντας πως οι λεγόμενοι εικονοκλάστες επιδίωξαν την κατάργηση των εικόνων και την αντικατάστασή τους με τα σύμβολα του Χριστιανισμού και πως επηρεάστηκαν από τους Ιουδαίους και τους Μουσουλμάνους που αποδοκίμαζαν κάθε μορφή εικονικής αναπαράστασης στη θρησκευτική τέχνη. Ανάλογη άποψη εκφράζεται στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους»(τ. Θ’, σελ. 28), σύμφωνα με την οποία οι πιστοί λαϊκότερων στρωμάτων, οι απαίδευτοι και οι αφελείς μοναχοί απέδιδαν μεγαλύτερη σημασία στην προστατευτική δύναμη του ίδιου του αντικειμένου της φορητής εικόνας, παρά του εικονιζόμενου προσώπου. Έτσι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, κατά τη βάπτιση έφερναν την εικόνα στη θέση του αναδόχου, έπαιρναν από το χρώμα της ξύσμα το οποίο αναμείγνυαν στη Θεία Μετάληψη ή το χρησιμοποιούσαν για θεραπευτικούς σκοπούς. Συμπληρωματικά και ο Α.Α. Βασίλιεφ στο έργο του «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» αναφέρει πως οι Εικονολάτρες δεν λάτρευαν το πρόσωπο ή την ιδέα που παρουσίαζε η εικόνα αλλά την ύλη από την οποία είχε κατασκευαστεί. Το γεγονός αυτό προκαλούσε πολλούς πιστούς, οι οποίοι πίστευαν πως μια τέτοια κατάσταση συγγενεύει με τη λατρεία των ειδωλολατρών.
Ένας επιπλέον παράγοντας της Εικονομαχίας ήταν η επιθυμία των Ισαύρων να περιορίσουν την επιρροή των μοναχών. Συγκεκριμένα ο Βασίλιεφ υποστηρίζει πως η μαζική εξέλιξη του μοναχισμού και η γρήγορη ανάπτυξη των μοναστηριών συγκρούονταν με τα «κοσμικά» ενδιαφέροντα του βυζαντινού κράτους. Πράγμα το οποίο σημαίνει πως ένας μεγάλος αριθμός υγιών νέων αποζητούσε τη μοναστική ζωή, με αποτέλεσμα η αυτοκρατορία να χάνει τις απαραίτητες δυνάμεις για τον στρατό, τη γεωργία και βιομηχανία. Πολλοί, λοιπόν, που επιθυμούσαν να γίνουν μοναχοί δεν αποζητούσαν να ακολουθήσουν ανώτερα ιδανικά, αλλά να ξεφύγουν από τα καθήκοντά τους απέναντι στο κράτος.
Όλοι αυτοί οι λόγοι οδήγησαν στην πρώτη φάση της Εικονομαχίας το καλοκαίρι του 726 μέχρι το 787. Χαρακτηριστικός είναι ο παραλληλισμός της εικονομαχικής βασιλείας του Λέοντα Γ΄ με τη δημιουργία της Θήρας και της Θηρασίας από τον Θεοφάνη τον Ομολογητή, ο οποίος θεωρούσε πως ο θεός ήταν ενάντια στην πολιτική του Λέοντα Γ’. Συνεχίζει αναφέροντας πως ο λαός του Βυζαντίου, λόγω αγανάκτησης για τα μέτρα του αυτοκράτορα, σκότωσε μερικούς από τους άντρες του που είχαν κατεβάσει την εικόνα του Κυρίου από τη μεγάλη Χάλκινη Πύλη. Στη συνέχεια, βέβαια, οι πιστοί τιμωρήθηκαν με ακρωτηριασμούς, μαστιγώσεις, εξορία και φυλάκιση.
Το πρώτο αυτοκρατορικό διάταγμα κατά της λατρείας των εικόνων δημοσιεύτηκε το 730. Την υπόθεση των εικονόφιλών/εικονολατρών υπερασπίστηκε ο Ιωάννης Δαμασκηνός που έζησε στην επικράτεια του αραβικού χαλιφάτου και πέθανε το 750. Η ένταση της διαμάχης κορυφώθηκε επί Κωνσταντίνου Ε΄ που τρομοκρατούσε μοναχούς και κατέστρεφε μονές.
Η πρώτη φάση της Εικονομαχίας τερματίστηκε με την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο το 787, με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας που αποκατέστησε πανηγυρικά τις εικόνες.
Η δεύτερη φάση εγκαινιάστηκε από τον Λέοντα τον Αρμένιο που απέδωσε στην εικονολατρία τις ήττες των Βυζαντινών στα πεδία των μαχών. Η φάση αυτή τερματίστηκε από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα με τη σύνοδο του 843 και την οριστική αναστήλωση των εικόνων. Η ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει την αναστήλωση των εικόνων την Κυριακή της Ορθοδοξίας, την πρώτη Κυριακή των νηστειών της μεγάλης Σαρακοστής.
Συμπερασματικά, η λήξη της Εικονομαχίας θεωρείται νίκη της ελληνικής πνευματικής παράδοσης και αρχή της συνεργασίας του κράτους με την Εκκλησία. Από την άλλη πλευρά, η εκκλησία της Ρώμης «γύρισε την πλάτη» στο Βυζάντιο και αναζήτησε στήριξη στους ηγεμόνες των Φράγκων. Τέλος, στη διάρκεια αυτής της κρίσης πολλά έργα τέχνης καταστράφηκαν, στις εκκλησίες επικράτησε η διακόσμηση με ζώα, φυτά και διάφορα μοτίβα, ενώ, μετά την επικράτηση των εικόνων καταστράφηκαν και σημαντικά κείμενα των εικονομάχων.
Νίκος Ηλίας
Η Εικονομαχία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Η Εικονομαχία (8ος – 9ος αι.) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες κρίσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, διχάζοντας την κοινωνία, ανάμεσα σε Εικονολάτρες και Εικονομάχους. Ξεκίνησε από τον Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο (717-741) και συνεχίστηκε από τον γιο του Κωνσταντίνο Ε΄ (741-755), οι οποίοι επηρεασμένοι από τις ανεικονικές παραδόσεις της ιουδαϊκής και της ισλαμικής θρησκείας θεώρησαν τη λατρεία των εικόνων ειδωλολατρική. Το 726 η καταστροφή της εικόνας του Χριστού στη Χαλκή Πύλη προκάλεσε ταραχές. Η πολιτική αυτή στόχευε στον περιορισμό της δύναμης των μοναστηριών και στην ενίσχυση του αυτοκρατορικού ελέγχου. Οι μοναχοί, ένθερμοι υποστηρικτές των εικόνων υπέστησαν εξορίες και διώξεις.
Η Εικονομαχία είχε κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις, με τους αυτοκράτορες να προσπαθούν να περιορίσουν την επιρροή της Εκκλησίας και να ενισχύσουν την κρατική εξουσία. Παρά τη στήριξη των Εικονομάχων από αρκετούς αυτοκράτορες, η εικονολατρία επικράτησε οριστικά το 843, όταν η αυτοκράτειρα Θεοδώρα αποκατέστησε τις εικόνες. Η Εικονομαχία άφησε βαθύ αποτύπωμα στη βυζαντινή κοινωνία, αναδεικνύοντας τη σύνθετη σχέση Εκκλησίας και κράτους και τον ρόλο της θρησκείας όσον αφορά στη διαμόρφωση της πολιτικής του εξουσίας.
Κωνσταντίνος Μεγαλούδης
Η Εικονομαχία: Η Σύγκρουση για τις Εικόνες και τη Θρησκευτική Πίστη
Η Εικονομαχία ήταν μια μεγάλη διαμάχη που συγκλόνισε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά τον 8ο και 9ο αιώνα. Κεντρικό ζήτημα αυτής της διαμάχης ήταν αν οι εικόνες πρέπει να λατρεύονται ή όχι. Οι Εικονολάτρες πίστευαν ότι οι εικόνες βοηθούν τους πιστούς να προσευχηθούν, ενώ οι Εικονομάχοι υποστήριζαν ότι η λατρεία των εικόνων ήταν μια μορφή ειδωλολατρίας, κάτι που ήθελαν να σταματήσουν.
H Εικονομαχία ξεκίνησε το 726, όταν ο αυτοκράτορας Λέων Γ’ αποφάσισε να απαγορεύσει τη λατρεία των εικόνων. Ο Λέων και ο γιος του, Κωνσταντίνος Ε’, είχαν επηρεαστεί από τις αντιλήψεις των Ιουδαίων και των Μουσουλμάνων, που δεν αποδεχόταν τις εικόνες. Oι Ίσαυροι, από την περιοχή της Μικράς Ασίας, ήταν υπέρ αυτής της ιδέας, καθώς είχαν επηρεαστεί από τις θρησκείες που απέφευγαν την εικονική αναπαράσταση. Οι Εικονομάχοι πίστευαν ότι οι εικόνες ήταν μια μορφή ειδωλολατρίας και ότι πρέπει να καταργηθούν.
Από την άλλη πλευρά, οι Εικονολάτρες, που υποστήριζαν τη χρήση εικόνων, όπως ο θεολόγος Ιωάννης Δαμασκηνός, διαφωνούσαν έντονα με την απαγόρευση. Για αυτούς, οι εικόνες δεν ήταν είδωλα, αλλά απλώς παραστάσεις των αγίων. Ο Talbot-Rice στο έργο του «Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών» τονίζει πως η Εκκλησία εξηγούσε ότι οι εικόνες είναι απλώς εργαλεία για να θυμίζουν στους πιστούς τη ζωή των αγίων και να τους βοηθούν να επικοινωνούν με τον Θεό. Αυτή η διαμάχη έγινε έντονα πολιτική και κοινωνική, με πολλούς κληρικούς να αντιστέκονται σθεναρά στην απόφαση του αυτοκράτορα.
Η διαμάχη κορυφώθηκε το 726, όταν ο λαός της Κωνσταντινούπολης εξεγέρθηκε και επιτέθηκε στους στρατιώτες του Λέοντα, που προσπαθούσαν να καταστρέψουν τις εικόνες. Όπως αναφέρει ο Θεοφάνης ο Ομολογητής στη «Χρονογραφία» του, κάποιοι από τους στρατιώτες του αυτοκράτορα έπεσαν θύματα της οργής του λαού, που θεωρούσε την καταστροφή των εικόνων ως προσβολή για την πίστη του.
Στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (τ. Θ’, σελ. 28) αναφέρεται ότι η διαμάχη δεν αφορούσε μόνο τη χρήση εικόνων, αλλά και τη σωστή θρησκευτική πρακτική. Πολλοί πιστοί, ιδιαίτερα από τα λαϊκά στρώματα, είχαν αρχίσει να πιστεύουν ότι οι εικόνες είχαν «μαγικές» δυνάμεις. Χρησιμοποιούσαν τα ξύσματα από τις εικόνες για να θεραπευτούν ή για να αντικαταστήσουν τον ρόλο του αναδόχου στη βάπτιση. Αυτές οι πεποιθήσεις ανησυχούσαν τους κληρικούς και τους θεολόγους, που φοβούνταν ότι η πίστη προς τις εικόνες είχε ξεπεράσει τα όρια και έφτανε στην ειδωλολατρία.
Ο Α.Α. Βασίλιεφ στην «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» αναφέρει ότι μερικοί άνθρωποι δεν προσκυνούσαν μόνο το πρόσωπο του αγίου που απεικονιζόταν στην εικόνα, αλλά και την ίδια την εικόνα ως υλικό αντικείμενο. Αυτό είχε προκαλέσει μεγάλη ανησυχία, καθώς η λατρεία της ύλης ήταν κάτι που θύμιζε ειδωλολατρία. Κάποιοι μάλιστα θεωρούσαν ότι η Εικονομαχία ήταν μια αναγκαία θρησκευτική μεταρρύθμιση, που θα καθάριζε την πίστη από τις υπερβολές και θα την επαναφέρει στην «αγνότητά» της.
Μετά από πολλά χρόνια σφοδρών συγκρούσεων, η Εικονομαχία τελείωσε το 843, όταν η αυτοκράτειρα Θεοδώρα επανέφερε τη λατρεία των εικόνων στην Εκκλησία. Η απόφαση αυτή επιβεβαίωσε τη νίκη των Εικονολατρών και επέτρεψε ξανά τη χρήση εικόνων, αλλά με τη σαφή διάκριση μεταξύ της λατρείας του Θεού και του σεβασμού προς τις εικόνες και τους αγίους. Οι εικόνες μπορούσαν να χρησιμοποιούνται ελεύθερα, αλλά πάντα με την προϋπόθεση ότι οι πιστοί δεν θα τις λάτρευαν σαν Θεό, αλλά θα τις σεβόντουσαν ως ιερά αντικείμενα.
Η Εικονομαχία αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές και κοινωνικές συγκρούσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ανέδειξε τη σύγκρουση ανάμεσα στην ανάγκη για εκσυγχρονισμό και τη διατήρηση της παράδοσης. Μέσα από αυτή τη διαμάχη, οι Βυζαντινοί έμαθαν να κατανοούν καλύτερα τη σχέση τους με τις εικόνες και με τη θρησκεία τους, ενώ οι αποφάσεις που πάρθηκαν, κυρίως το 843, καθόρισαν τη μετέπειτα πορεία της εκκλησιαστικής τέχνης και της θρησκευτικής ζωής.
Σπύρος Μουρατίδης
Εικονομαχία
Η Εικονομαχία ήταν μια διαμάχη που ξέσπασε στις αρχές του 8ου αι. και διήρκεσε ως τα μέσα του 9ου αι. η διαμάχη αυτή έχει να κάνει με τη λατρεία των εικόνων και με το κατά πόσο είναι σύμφωνη με τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας. Οι αυτοκράτορες Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος και ο γιος του Κωνσταντίνος Ε΄ τάχθηκαν κατά της κατά της λατρείας των εικόνων, καθώς είχαν επηρεαστεί από τις ανεικονικές αντιλήψεις της ιουδαϊκής και της ισλαμικής θρησκείας. Ουσιαστικά θεωρούσαν τη λατρεία των εικόνων ως μια ειδωλολατρική κίνηση. Οι ανεικονικές αντιλήψεις είχαν κυριαρχήσει στις περιοχές της Μ. Ασίας, οι οποίες είχαν αναλάβει να αποκρούουν τις εισβολές των Αράβων. Έτσι οι αυτοκράτορες ήθελαν να ευχαριστήσουν τους πληθυσμούς των περιοχών αυτών και να τους δείξουν ότι τους στηρίζουν με τη στάση τους. Επίσης, ένας άλλος λόγος που έκανε τους Ίσαυρους να ταχθούν κατά της λατρείας των εικόνων ήταν οι υπερβολές και οι δεισιδαιμονίες, οι οποίες ήταν συχνό φαινόμενο. Τέλος, με τον τρόπο αυτό μείωναν τη δύναμη και την επιρροή των μοναχών.
Η περίοδος της Εικονομαχίας διαιρείται σε δύο φάσεις. Η Α΄ φάση διήρκεσε από το 726 έως το 787 και ξεκίνησε με την απομάκρυνση της εικόνας του Χριστού από τη Χαλκή Πύλη της Κωνσταντινούπολης. Αυτό ήταν κάτι που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, με τον λαό της πρωτεύουσας να είναι πολύ δυσαρεστημένος. Το 730 ακολουθεί αυτοκρατορικό διάταγμα κατά της λατρείας των εικόνων και οι εικονολάτρες τιμωρούνται με εξορίες, φυλακίσεις, ακόμα και με δήμευση της περιουσίας τους. Ενώ ο Κωνσταντίνος Ε΄ τάχθηκε κατά των μοναχών, τους εικονολάτρες έσπευσε να τους υπερασπιστεί ο μεγαλύτερος θεολόγος της εποχής, ο Ιωάννης Δαμασκηνός.
Επειδή τώρα οι μονές ήταν το κέντρο της εικονολατρίας, ο αυτοκράτορας επέτρεψε ακόμα και την καταστροφή τους. Η πρώτη αυτή φάση της Εικονομαχίας θα λήξει με την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο, το 787. Με τη σύνοδο αυτή, την οποία συγκάλεσε η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία, ήρθε η πανηγυρική αποκατάσταση των εικόνων. Βέβαια, να τονίσουμε ότι αυτό έγινε με τη διευκρίνιση ότι σε αυτές απονέμεται μόνο τιμητική προσκύνηση.
Η Β΄ φάση της Εικονομαχίας διήρκεσε από το 815 έως το 843και δεν είχε ούτε τη διάρκεια αλλά ούτε και την ένταση της Α΄ φάσης. Η δεύτερη φάση εγκαινιάστηκε από τον Λέοντα Ε΄ τον Αρμένιο, ο οποίος θεώρησε την εικονολατρία υπεύθυνη για τις ήττες των Βυζαντινών. Και αυτή τη φορά το τέλος της διαμάχης ήρθε με πρωτοβουλία μιας αυτοκράτειρας. Η Θεοδώρα, μητέρα του ανήλικου Μιχαήλ Γ΄, συγκάλεσε σύνοδο το 843 και αυτή ν ήρθε η πανηγυρική αποκατάσταση και αναστήλωση των εικόνων.
Η αναστήλωση των εικόνων θεωρείται μια μεγάλη νίκη της ελληνικής πνευματικής παράδοσης. Με αυτή τερματίστηκαν οι θρησκευτικές διαμάχες και εγκαινιάστηκε μια μακρά περίοδος συνεργασίας ανάμεσα στο κράτος και την Εκκλησία. Πλέον η Εκκλησία αφοσιώθηκε στο ιεραποστολικό της έργο και τα μοναστήρια πολλαπλασιάστηκαν και πλούτισαν. Βέβαια, οφείλουμε να αναφέρουμε ότι και από την πλευρά της Εκκλησίας περιορίστηκαν οι υπερβολές σε ό,τι έχει να κάνει με τη λατρεία των εικόνων και των λειψάνων.
Η κρίση της Εικονομαχίας είχε δραματικές συνέπειες για το Βυζάντιο. Δίχασε τον λαό και επηρέασε πολύ άσχημα την εξωτερική πολιτική και τον πολιτισμό. Η Εκκλησία της Ρώμης, δυσαρεστημένη από αυτή την κατάσταση, απομακρύνθηκε από το Βυζαντινό Κράτος και ζήτησε στήριξη από μια νέα δύναμη της Δύσης, τους Φράγκους. Επίσης, να αναφέρουμε ότι κατά την περίοδο της Εικονομαχίας πολλά κείμενα και έργα τέχνης που κοσμούσαν τις κοσμούσαν τις εκκλησίες και τις μονές καταστράφηκαν. Επικράτησε η διακόσμηση με ζώα, φυτά και άλλα διακοσμητικά μοτίβα, ενώ υποχώρησε γενικότερα η ενασχόληση με τα γράμματα. Τέλος, μετά την οριστική αναστήλωση των εικόνων καταστράφηκαν και πολλά κείμενα των εικονομάχων.
Έραλντ Μπαλλίου
Η θρησκευτική διαμάχη που συγκλόνισε το Βυζάντιο
Εικονομαχία είναι μια θρησκευτική διαμάχη που έγινε στα χρόνια των Ισαύρων, για τον αν πρέπει ή όχι οι Χριστιανοί να προσκυνούν τις εικόνες. Πρωτεργάτες της εικονομαχικής κίνησης υπήρξαν οι αυτοκράτορες Λέων Γ’ και ο Κωνσταντίνος ο Ε’. Ο Λέων ο Γ’ και ο γιος του είχαν επηρεαστεί από τις ανεικονικές αντιλήψεις της ιουδαϊκής και ισλαμικής θρησκείας και για αυτό απέρριπταν τη λατρεία των εικόνων ως εκδήλωση ειδωλολατρική.
Οι λόγοι που οδήγησαν στην εικονομαχία ήταν οι δεισιδαιμονίες και υπερβολές της εποχής. Για παράδειγμα το 726, όταν η Σαντορίνη καταστράφηκε από μια ηφαιστειακή έκρηξη, ο Λέων θεώρησε πως η οργή του θεού ήταν με το μέρος του και όχι εναντίον του, ξεκίνησε ανελέητο πόλεμο ενάντια στις εικόνες. Άλλος λόγος ήταν η επιθυμία των Ισαύρων να περιορίσουν την εξέλιξη του μοναχισμού και τη γρήγορη ανάπτυξη των μοναστηριών που χρησίμευαν ως καταφύγια για όσους επιθυμούσαν να ξεφύγουν από τα καθήκοντά τους απέναντι στο κράτος. Άλλος παράγοντας που οδήγησε στην απαγόρευση των εικόνων ήταν η επιρροή από τους κατοίκους των ανατολικών επαρχιών και από την αντίληψη ότι ο Θεός τιμωρεί όσους δεν μάχονται κατά των εικόνων. Τέλος είχαν την ιδέα ότι οι επιτυχίες των εχθρών του Βυζαντίου προέρχονταν από την δίκαιη οργή του θεού για ό,τι συνέβαινε στον χώρο της λατρείας.
Αφορμή για την έναρξη της πρώτης φάσης της Εικονομαχίας (726-787), υπήρξε η απομάκρυνση της εικόνας του Χριστού από τη Χάλκη Πύλη της πόλης. Τα επιχειρήματα των εικονομάχων ήταν πως οι εικόνες αναπληρώνουν τα είδωλα και αυτοί που τις προσκυνούν είναι ειδωλολάτρες. Πίστευαν ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να προσκυνούν κατασκευάσματα που έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι και πως ο θεός απαγορεύει την προσκύνηση. Ο Λέων ισχυριζόταν πως οι Χριστιανοί πεθαίνουν επειδή λατρεύουν τις εικόνες. Υποστήριζε μάλιστα ότι οι εικονομάχοι αυτοκράτορες πέθαναν ειρηνικά ενώ οι εικονολάτρες πέθαναν βίαια στη μάχη, γεγονός που δείχνει τη δυσαρέσκεια του Θεού για την εικονολατρία. Αντίθετα, οι εικονολάτρες πίστευαν πως εφόσον οι πιστοί προσκυνούν και σέβονται τον σταυρό και τη λόγχη, τον κάλαμο και τον σπόγγο, κατά τον ίδιο τρόπο προσκυνούν τις εικόνες του Χριστού. Οι πιστοί δεν προσκυνούν την ύλη, αλλά τη μορφή που απεικονίζεται. Ο πληθυσμός διαιρέθηκε πάνω το ζήτημα. Ο αυτοκράτορας υποστήριζε τους Εικονοκλάστες. Ο μεγαλύτερος υπερασπιστής των εικόνων υπήρξε ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, κορυφαίος θεολόγος της εποχής.
Οι συνέπειες της εικονομαχίας ήταν ολέθριες για τον βυζαντινό λαό σε πολλές εκφάνσεις της ζωής τους. Η δεύτερη και τελευταία φάση της εικονομαχίας τερματίστηκε το 843 από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα, όταν η Σύνοδος προχώρησε στην οριστική και πανηγυρική αποκατάσταση και αναστήλωση των εικόνων. Η ορθόδοξη Εκκλησία γιορτάζει την αναστήλωση των εικόνων την Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Μέσα στα χρόνια βλέπουμε πως ο διχασμός των λαών έχει πάντα καταστροφικά αποτελέσματα. Πρέπει να παίρνουμε μαθήματα από την ιστορία και να μην επηρεαζόμαστε από τους ηγέτες και τα συμφέροντά τους, αλλά να κοιτάμε και να προσπαθούμε όλοι οι πολίτες για το κοινό καλό ενωμένοι και συμφιλιωμένοι.
Στάθης Μπασάκης
Η μάχη κατά των εικόνων
Η Εικονομαχία ήταν μια σημαντική θρησκευτική και πολιτική διαμάχη που έλαβε χώρα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά τον 8ο και 9ο αι. κυρίως σχετικά με τη λατρεία των εικόνων (του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων), στην Εκκλησία. Πρωτεργάτες της διαμάχης αυτής ήταν οι αυτοκράτορες Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος και ο γιος του Κωνσταντίνος Ε’. Από τη μια πλευρά η πρώτη παράταξη, οι εικονομάχοι, επηρεασμένοι από τις ανεικονικές αντιλήψεις της ιουδαϊκής και της ισλαμικής θρησκείας, ήταν κατά της λατρείας των εικόνων καθώς πίστευαν ότι ήταν μια ειδωλολατρική κίνηση. Από την άλλη, όμως, οι εικονόφιλοι, λάτρευαν τις εικόνες και πολλές φορές όχι το πρόσωπο ή την ιδέα που απεικόνιζαν.
Οι διαφορετικές ιδέες των δύο παρατάξεων, σε συνδυασμό με κάποιους ακόμα λόγους, οδήγησαν στις συνεχείς διαμάχες μεταξύ τους. Κατά κύριο λόγο τα αίτια ήταν θρησκευτικά, καθώς οι εικονομάχοι, εξαιτίας της έντονης λατρείας των εικόνων πίστευαν ότι μοιάζει με τη λατρεία των ειδωλολατρών, η οποία είναι αντίθετη με τη θρησκεία. Ακόμη, άλλος ένας λόγος για τη διαμάχη είναι οι δεισιδαιμονίες και γενικότερα η υπερβολή που υπήρχε γύρω από τις εικόνες. Όπως αναφέρεται στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», αμόρφωτοι και ταπεινής καταγωγής μοναχοί λάτρευαν και έδιναν δύναμη στην εικόνα ως αντικείμενο.
Οι εικονομάχοι ήθελαν επίσης να θέσουν σε περιορισμό την επιρροή που ασκούσαν οι μοναχοί και μετέδιδαν την ιδέα ότι έχαναν στα πεδία των μαχών λόγω της οργής του Θεού για την ειδωλολατρία που υπήρχε. Επιπλέον οι λόγοι ήταν και πολιτικοί. Οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής είχαν συμφέροντα που σχετίζονταν με την υποστήριξη ή την καταδίκη των εικόνων. Οι αγρότες της Μ. Ασίας που γειτονεύει με το Ισλάμ ήταν κατά της λατρείας των εικόνων και έτσι οι εικονομάχοι ήθελαν να δείξουν εύνοια σε αυτούς, καθώς αποτελούσαν τον θεματικό στρατό.
Υπήρχαν φυσικά και κοινωνικοί λόγοι καθώς η διαμάχη αυτή επηρεάστηκε από τις κοινωνικές τάξεις και τις διαφορές μεταξύ των λαϊκών και των κληρικών. Οι εικονολάτρες συχνά ήταν υποστηρικτές της λαϊκής πίστης, ενώ οι εικονομάχοι εκπροσωπούσαν τις επίσημες εκκλησιαστικές αρχές. Ο πληθυσμός χωρίστηκε καθώς ο αυτοκράτορας ήταν με τους εικονοκλάστες ενώ πολλοί ήρθαν αντιμέτωποι μαζί τους.
Η διαμάχη μεταξύ τους ήταν έντονη, με την απομάκρυνση στην αρχή της εικόνας του Χριστού από τη Χάλκινη Πύλη της Κωνσταντινούπολης και την έντονη αντίδραση των εικονόφιλων σε αυτή την απόφαση. Στη συνέχεια βέβαια τιμωρήθηκαν βαριά από τους εικονομάχους, με ιδιαίτερα βίαιο τρόπο.
Η Εικονομαχία έληξε με τη Σύνοδο του 843, με την οποία αποφασίστηκε η επιστροφή των εικόνων και αναγνωρίστηκε η σημασία τους στην ορθόδοξη πίστη. Αυτή η απόφαση θεωρήθηκε ως νίκη των εικονολατρών και οδήγησε σε μια νέα εποχή για την Εκκλησία και την κοινωνία.
Ρομέλντα Μπουσάι
Εικονομαχία: Μια θεολογική διαμάχη που τάραξε το Βυζάντιο
Στο σημερινό μας άρθρο θα ασχοληθούμε με την Εικονομαχία, μια θρησκευτική διαμάχη που τάραξε το Βυζάντιο από το 726 ως το 843. Θα αναφερθούμε στο πως ξεκίνησε, ποιοι ήταν οι λόγοι που την προκάλεσαν και πως εξελίχθηκε.
Ο όρος «Εικονομαχία» αναφέρεται στη θεολογική και πολιτική διαμάχη που ξέσπασε στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά τον 8ο αιώνα και διήρκησε ως τα μέσα του 9ου αιώνα σχετικά με τη λατρεία των χριστιανικών εικόνων. Η Εικονομαχία χώρισε τους κατοίκους της αυτοκρατορίας σε Εικονομάχους ή Εικονοκλάστες και Εικονολάτρες ή Εικονόφιλους.
Η Εικονολατρία φαίνεται πως είχε ξεκινήσει να επιβάλλεται από τον 4ο αιώνα, καθώς ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσιος Α’ απαγόρευσε την ειδωλολατρία με διάταγμά του τον Φεβρουάριου του 391. Ωστόσο, ο Επιφάνιος το 392 στην Παλαιστίνη τάχθηκε κατά της χρήσεως των εικόνων στους ναούς. Όμως, η εικονολατρία κυριάρχησε στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ιστορικά η εικονολατρία είναι η τιμητική προσκύνηση των εικόνων και σύμφωνα με την Ορθόδοξη διδασκαλία, η εικόνα του Χριστού αποτελεί μαρτυρία της αληθινής σάρκωσής Του, οπότε και οι υπόλοιπες εικόνες της Παναγίας και των Αγίων είναι αποδείξεις των πνευματικών τους αγώνων. Η εικόνα θεωρείται λατρευτικό αντικείμενο που συνδέει τον πιστό με τον Θεό.
Τον 6ο αιώνα παρουσιάστηκαν τα πρώτα φαινόμενα υπερβολικής λατρείας των εικόνων. Παρόλο που η Εκκλησία είχε προσπαθήσει να εξηγήσει ότι οι εικόνες είναι ζωγραφικές παραστάσεις των αγίων μορφών, οι αγράμματοι πιστοί συγχέανε τις εικονιζόμενες μορφές με τα πραγματικά πρόσωπα. Πολλοί εικονολάτρες δεν λάτρευαν το πρόσωπο ή την ιδέα της εικόνας, αλλά την ίδια την εικόνα ή την ύλη από την οποία είχε κατασκευαστεί. Έτσι, πολλοί πιστοί, οι Εικονοκλάστες, οι οποίοι είχαν επηρεαστεί από τους Ιουδαίους και τους Μουσουλμάνους που αποδοκίμαζαν κάθε μορφή εικονικής αναπαράστασης στη θρησκευτική τέχνη, θεωρούσαν ότι αυτή η στάση θυμίζει την ειδωλολατρία και επιδίωξαν την κατάργηση των εικόνων και την αντικατάστασή τους με τα σύμβολα του Χριστιανισμού. Το 726, οι Εικονοκλάστες είναι τόσο ισχυροί που μπορούν να προκαλέσουν βίαιη αντίδραση. Έτσι, από τις αρχές του 8ου αιώνα ως τα μέσα του 9ου αιώνα το Βυζάντιο συγκλονίζεται από τη διαμάχη της Εικονομαχίας, μιας πνευματικής κίνησης που συνδέθηκε στενά με το αν η λατρεία των εικόνων είναι σύμφωνη με τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας ή όχι.
Ο πληθυσμός χωρίζεται, ο αυτοκράτορας υποστηρίζει τους Εικονοκλάστες, ενώ οι κληρικοί είναι εναντίον τους. Πρωτεργάτες της εικονομαχικής κίνησης υπήρξαν οι αυτοκράτορες Λέων Γ’ και Κωνσταντίνος Ε’, οι οποίοι είχαν επηρεαστεί από τις ανεικονικές αντιλήψεις της ιουδαϊκής και ισλαμικής θρησκείας και απέρριπταν την λατρεία των εικόνων ως ειδωλολατρική εκδήλωση. Επιπλέον, οι ανεικονικές αντιλήψεις ήταν πολύ διαδεδομένες στους αγρότες της Μικράς Ασίας που γειτόνευε με το Ισλάμ, οπότε οι Ίσαυροι είχαν κάθε λόγο να τους υποστηρίξουν, διότι εκείνοι επάνδρωναν τους θεματικούς στρατούς.
Ακόμη, καθώς περνούσαν τα χρόνια δεισιδαίμονες προλήψεις και υπερβολές, είχαν συνδεθεί με την προσκύνηση των εικόνων, αφού πιστοί λαϊκότερων στρωμάτων και αφελείς μοναχοί απέδιδαν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στην προστατευτική δύναμη της εικόνας και όχι του εικονιζόμενου προσώπου και τελούσαν παράλογες πράξεις που θύμιζαν ειδωλολατρία, όπως κατά τη βάφτιση έφερναν την εικόνα στη θέση του αναδόχου, έπαιρναν από χρώμα της ξύσμα και το ανακάτευαν με τη θεία μετάληψη ή το μεταχειρίζονταν για θεραπευτικούς σκοπούς. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι Ίσαυροι να επιθυμούν να περιορίσουν την επιρροή των μοναχών.
Εν τω μεταξύ το καλοκαίρι του 726 και επί βασιλείας του Λέοντα δημιουργήθηκε ένα νησί εξαιτίας ενός υποθαλάσσιου ηφαιστείου, το οποίο ερμηνεύτηκε ως οργή του Θεού. Ο Λέοντας πίστεψε ότι ο Θεός ήταν με το μέρος του και ξεκίνησε ακόμη πιο ανελέητο πόλεμο ενάντια στις άγιες και σεπτές εικόνες. Ο λαός της Βασιλεύουσας προσπάθησε να επιτεθεί στον αυτοκράτορα και σκότωσε μερικούς από τους άντρες του, επειδή κατέβασαν την εικόνα του Κυρίου από τη Χάλκινη Πύλη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί πιστοί να τιμωρηθούν με εξορία, φυλακίσεις, μαστιγώσεις και ακρωτηριασμούς. Ο Ιωάννης Δαμασκηνός ο Θεολόγος εναντιώθηκε στον αυτοκράτορα που επέβαλε την κατάργηση των εικόνων. Όλα αυτά τα γεγονότα συντέλεσαν στην κρίση που δίχασε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία για περισσότερα από εκατό χρόνια, προκαλώντας τη σύγκρουση Εκκλησίας και Κράτους και έχοντας επιπτώσεις στον θρησκευτικό, πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό τομέα. Η Εκκλησία της Ρώμης δυσαρεστήθηκε από τους εικονομάχους αυτοκράτορες, απομακρύνθηκε από το Βυζάντιο και ζήτησε τη στήριξη των Φράγκων, που τότε ήταν η αναδυόμενη πολιτική δύναμη της Δυτικής Ευρώπης. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας απαγορεύτηκε η παράσταση θείων προσώπων στους τοίχους των ναών και η ανάρτηση εικόνων. Ακόμη, διατάχθηκε η καταστροφή των εικόνων και στη θέση τους τοποθετήθηκαν έργα τέχνης με ζώα και φυτά.
Η Εικονομαχία χωρίστηκε σε δύο φάσεις:
Η πρώτη φάση διήρκησε από το 726 ως το 787 με την απομάκρυνση της εικόνας του Χριστού από τη Χάλκινη Πύλη που προκάλεσε τις έντονες διαμαρτυρίες των πιστών. Ο Λέων Γ’ προσπάθησε να πείσει τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανό Α’ και τον Πάπα Γρηγόριο Β’ για την καθαίρεση των εικόνων και, αφού δεν τα κατάφερε, το 730 εξέδωσε διάταγμα κατά της λατρείας των εικόνων, το οποίο αρνήθηκε ο Πατριάρχης να υπογράψει και παραιτήθηκε. Τη θέση του πήρε ο Αναστάσιος, ο οποίος υπέγραψε. Η ένταση κορυφώθηκε επί βασιλείας του Κωνσταντίνου Ε’, ο οποίος εξαπέλυσε εκστρατεία τρομοκράτησης των μοναχών και καταστροφής των μοναστηριών. Το 787, με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας, τερματίστηκε η πρώτη φάση με τη σύγκληση της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου και την πανηγυρική αποκατάσταση των εικόνων, διευκρινίζοντας ότι στις εικόνες απονέμεται μόνο τιμητική προσκύνηση.
Η δεύτερη φάση διήρκησε από το 817 ως το 843 επί βασιλείας του Λέοντα Ε’ του Αρμένιου, ο οποίος υποστήριξε πως οι ήττες των Βυζαντινών στα πεδία της μάχης οφείλονται στην εικονολατρία. Και αυτή η φάση τερματίστηκε από την αυγούστα Θεοδώρα, παρά τον όρκο που είχε πάρει να μην αποκαταστήσει την τιμή των εικόνων. Ως επίτροπος του ανήλικου γιου της Μιχαήλ Γ’, προώθησε στον πατριαρχικό θρόνο τον εικονόφιλο Μεθόδιο και με τη σύγκληση Ενδημούσας Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη το 843 αναστήλωσε τις εικόνες, επικύρωσε τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, ανάμεσα τους και της Ζ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίες είχαν ακυρωθεί, και καταδίκασε τους επισκόπους που ήταν ηγέτες των εικονομάχων. Στη σύνοδο αυτή αποφασίστηκε και έγινε δεκτό από όλους ότι: «κατά την προσκύνηση των εικόνων η λατρεία των πιστών απευθύνεται προς τα εικονιζόμενα ιερά πρόσωπα και όχι προς την ίδια την εικόνα και τα υλικά από τα οποία αυτή είναι φτιαγμένη».
Η αναστήλωση των εικόνων έγινε με επίσημη τελετή και γιορτάζεται από την Εκκλησία μας την πρώτη Κυριακή των νηστειών του Πάσχα και ονομάζεται Κυριακή της Ορθοδοξίας. Η αποκατάσταση των εικόνων θεωρείται νίκη της ελληνικής πνευματικής παράδοσης ενάντια στην ανεικονική ασιατική παράδοση. Η αναστήλωση των εικόνων τερμάτισε τις θρησκευτικές διαμάχες, Εκκλησία και Κράτος ενώθηκαν ξανά και η Εκκλησία αφοσιώθηκε στο ιεραποστολικό της έργο. Ναοί και μοναστήρια άρχισαν να πολλαπλασιάζονται, να έχουν αγιογραφίες στους τοίχους τους και αναρτημένες εικόνες και παράλληλα περιορίστηκαν οι υπερβολές στη λατρεία των εικόνων. Ωστόσο, μετά τη νίκη των εικονολατρών καταστράφηκαν πολλά έργα τέχνης και κείμενα των εικονομάχων.
Είναι σαφές ότι η αμάθεια, οι προλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, η επιθυμία για εξουσία και η απόκτησή της με κάθε κόστος οδηγούν πάντα σε λανθασμένα συμπεράσματα. Καλό θα ήταν να είμαστε ανοιχτόμυαλοι και να μελετάμε προσεκτικά καθετί που προκύπτει, ώστε να καταλήγουμε σε ορθές αποφάσεις. Οι Χριστιανοί πάντα είχαν την ανάγκη να ζωγραφίζουν πρόσωπα και θέματα που αφορούσαν την χριστιανική διδασκαλία και έτσι η εικονογραφία θεωρήθηκε αναπόσπαστο κομμάτι της λατρευτικής πράξης. Για τους λίγους που παρασύρθηκαν στην λατρεία των εικόνων και όχι των εικονιζόμενων προσώπων κηρύχθηκε ένας ανελέητος πόλεμος, χάθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι και καταστράφηκαν ναοί, εικόνες, έργα τέχνης και διάφορα κείμενα. Ας ελπίσουμε ότι δε θα επαναληφθεί κάτι παρόμοιο.
ΠΗΓΕΣ
-
http://el.wikipedia.org/wiki/Εικονομαχία
-
Θεοφάνης ο Ομολογητής, Χρονογραφία, τόμος Γ’ 640/41 – 812/13 μ.Χ. (μτφρ. Ανανίας Κουστένης), εκδ. Αρμός, Αθήνα 2007
-
Talbot- Rice T., Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών, μτφρ. Φ. Βώρος, Παπαδήμας, Αθήνα 1988, σ.86-87
-
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ’, σελ.28
-
Α.Α Βασίλιεφ «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας»
-
https://www.protothema.gr/stories/article/1472939/eikonomahia-i-thriskeutiki-diamahi-pou-suglonise-ta-vuzadio-apo-to-726-os-to-843/
-
ΙΣΤΟΡΙΑ Ε’ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ – ΣΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΕΝΟΤΗΤΑ Ε, Η κρίση της εικονομαχίας διχάζει τους Βυζαντινούς
-
ΙΣΤΟΡΙΑ Β’ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ – ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΕΝΟΤΗΤΑ Ι. ΠΑΓΙΩΣΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ, Η μεταβατική εποχή : Οι έριδες για το ζήτημα των εικόνων
Φανούρης Νανόπουλος
Γίνεται εικόνα ο Θεός; Το δίλημμα που ταλάνισε την Εκκλησία κατά τη βυζαντινή περίοδο
Με την Εικονομαχία, τη σημαντική θρησκευτική διαμάχη που συγκλόνισε το Βυζάντιο τον 8ο και τον 9ο αιώνα θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο. Θα δούμε πώς ξεκίνησε, πώς εξελίχθηκε και ποιοι ήταν οι λόγοι που τη δημιούργησαν.
Το φαινόμενο αυτό ερμηνεύτηκε με πολλούς τρόπους. Άλλοι το είδαν ως προσπάθεια εξανατολισμού της ελληνοχριστιανικής παράδοσης. Άλλοι ως μεταρρύθμιση με βάση την μοναστηριακή περιουσία και τέλος ως μια θρησκευτική διαμάχη.
Πολλοί λαοί από αρχαιοτάτων χρόνων συνήθιζαν να λατρεύουν τους θεούς τους μέσα από ομοιώματα που έφτιαχναν. Αυτό δεν γινόταν με τους Εβραίους. Άλλωστε μια εντολή από τις δέκα («Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδέ παντός ὁμοίωμα ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἂνω καί ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καί ὅσα ἐν τοῖς ὓδασιν ὑπό κάτω τῆς γῆς») απαγόρευε τη δημιουργία και τη λατρεία εικόνων.
Την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου άρχισε η απεικόνιση του Σταυρού και μετέπειτα των Αγίων Αποστόλων. Έτσι στις αρχές του 8 αιώνα άρχισε να ξεφεύγει από τον ορθό δρόμο και αυτό σε συνδυασμό με τον αμόρφωτο λαό και τους μοναχούς που κινούνταν από θρησκευτικό φανατισμό οδήγησε στη λατρεία των εικόνων αντί στο να τιμούν το πρόσωπο που αναπαριστά. Έτσι οι Μουσουλμάνοι άρχισαν να διακηρύττουν ότι οι Χριστιανοί είναι ειδωλολάτρες. Ξεκίνησε λοιπόν το δίλλημα αν είναι σωστό ή όχι να λατρεύουμε τις εικόνες.
Ο όρος Εικονομαχία αναφέρεται στη θεολογική και πολιτική διαμάχη που ξέσπασε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά το μεγαλύτερο μέρος του 8ου και το πρώτο μισό του 9ου αιώνα, αναφορικά (σε πρώτο επίπεδο) με τη λατρεία των εικόνων. Η Εικονομαχία διαίρεσε τους κατοίκους της αυτοκρατορίας σε Εικονομάχους και Εικονολάτρες.
Η εικονομαχία αρχίζει ουσιαστικά το 726 μ.Χ. και τελειώνει το 843 μ.Χ. Διαιρείται σε δύο φάσεις:
Α΄ φάση 726 – 787 μ.Χ.
Πρωτεργάτης της εικονομαχικής κίνησης υπήρξαν ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ (717 – 741) και ο Κωνσταντίνος ο Ε΄( 741- 775). Η Α” φάση ξεκίνησε με την εχθρική στάση του Λέοντος του Γ’ εναντίον της λατρείας των εικόνων το 726, έπειτα από παρότρυνση των εικονομάχων επισκόπων της Μικράς Ασίας. Αφορμή στάθηκε ένας ισχυρός καταστροφικός σεισμός που έγινε την ίδια χρονιά και είχε επίκεντρο τον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Θήρας και Θηρασιάς. Ο σεισμός ερμηνεύτηκε ως εκδήλωση της θείας οργής εναντίον της λατρείας των εικόνων. Ο Λέων διέταξε έναν αξιωματικό του να απομακρύνει την εικόνα του Χριστού, που ήταν αναρτημένη στη Χαλκή πύλη των ανακτόρων, και να αναρτήσει στη θέση της τον «τρισόλβιο τύπο του σταυρού» καθώς και εγχάρακτο εξάστιχο επίγραμμα. Προκλήθηκε έκρηξη της λαϊκής οργής και το εξαγριωμένο πλήθος σκότωσε τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο επί τόπου.
Τις εικονοφιλικές απόψεις υπερασπίστηκε θεωρητικά ένας απ’ τους μεγαλύτερους θεολόγους της εποχής του, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, που κατείχε ανώτερο αξίωμα στην αυλή του χαλίφη της Δαμασκού και που αργότερα περιβλήθηκε το μοναχικό ράσο στη Μονή Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα. Οι τρεις «Περί εικόνων» λόγοι του αποτελούν το γνωστότερο, το αρτιότερο έργο του Δαμασκηνού. Ο Ιωάννης απέκρουσε την κατηγορία ότι η λατρεία των εικόνων αποτελεί ανανέωση της εθνικής ειδωλολατρίας και ανέπτυξε μια διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία η εικόνα είναι σύμβολο και μέσο και την εικόνιση του Χριστού συνδύασε ο Ιωάννης με το δόγμα της ενσαρκώσεως και με τον τρόπο αυτό συνέδεσε το ζήτημα των εικόνων με τη διδασκαλία περί σωτηρίας. Το θεολογικό σύστημα του Δαμασκηνού καθόρισε αποφασιστικά όλη τη μετέπειτα εξέλιξη της διδασκαλίας των εικονόφιλων.
Η κατάσταση χειροτέρεψε την εποχή του Κωνσταντίνου Ε” (741-775) που διαδέχτηκε το Λέοντα Γ’. Η καταδίωξη των εικονόφιλων πήρε συστηματικό χαρακτήρα. Οι εικόνες κάηκαν ή καταστράφηκαν και οι οπαδοί τους φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, κακοποιήθηκαν, ακρωτηριάστηκαν ή θανατώθηκαν . Πολλοί από αυτούς βρήκαν καταφύγιο έξω από τα σύνορα του κράτους, στους Άραβες και στη Δύση. Για να έχει και δογματική κάλυψη για τις ενέργειές του, ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε στο παλάτι της Ιέρειας (κοντά στην Κωνσταντινούπολη) μια σύνοδο το 754 που καταδίκασε επίσημα πλέον τη λατρεία των εικόνων.
Από τις 10 Φεβρουαρίου 754 ως τις 8 Αυγούστου του ίδιου χρόνου στο ανάκτορο της Ιερείας, στη μικρασιατική ακτή του Βοσπόρου, συγκλήθηκε σύνοδος με συμμετοχή 338 επισκόπων, οι οποίοι χωρίς εξαίρεση υποστήριξαν την εικονομαχική διδασκαλία, άλλα χωρίς την παρουσία εκπροσώπων των θρόνων Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Οι εικονόφιλοι ονόμασαν τη σύνοδο ειρωνικά «ακέφαλη σύνοδο», αλλά αυτό δεν εμπόδισε τα μέλη της να διεκδικήσουν το κύρος οικουμενικής συνόδου. Από τη σύνοδο επιβλήθηκε η ολοσχερής καταστροφή των εικόνων, αναθεματίστηκαν οι οπαδοί της εικονόφιλης παράταξης, όπως ήταν ο πατριάρχης Γερμανός, ο Ιωάννης Δαμασκηνός και άλλοι, ενώ εξυμνούνταν ο αυτοκράτορας ως Ισαπόστολος.
Στις 29 Αυγούστου δημοσιεύθηκαν στην αγορά της Κωνσταντινούπολης οι αποφάσεις της συνόδου και άρχισαν να καταστρέφουν τις ιερές εικόνες, αντικαθιστώντας τες με διακοσμητικές παραστάσεις με ζώα και φυτά ή εικόνες του αυτοκράτορα και σκηνές από ιπποδρομίες, πολέμους και κυνήγια.
Από την άλλη οι εικονόφιλοι συσπειρώθηκαν γύρω από μοναχούς, όπως τον Στέφανο τον Νέο, ηγούμενο της μονής στο όρος Αυξέντιο, κι άρχισε ένας άγριος αγώνας μεταξύ των δύο πλευρών, που έφτασε στο απόγειό του στη δεκαετία του 760. Το Νοέμβριο του 767 ο Στέφανος κατακρεουργήθηκε στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης από τον εξαγριωμένο όχλο, κάτι που αναβίωσε την παράδοση των μαρτύρων της εποχής των διωγμών. Η αντίσταση όμως κατά των ενεργειών του Κωνσταντίνου εξακολουθούσε αμείωτη, κι αυτό φαίνεται από την απόφαση του αυτοκράτορα να εκτελέσει δεκαεννέα ανώτερους αξιωματούχους, πολιτικούς και στρατιωτικούς.
Στο επίκεντρο των διωγμών βρέθηκαν τα μοναστήρια και οι μοναχοί. Ονομαστές μονές, όπως του Δαλμάτου, μετατράπηκαν σε στρατώνες ή δημόσιους καταυλισμούς, άλλες ερειπώθηκαν και η περιουσία τους περιήλθε στο κράτος. Οι μοναχοί υπέστησαν εξευτελισμούς, κακώσεις, εξορίες. Σε πολλές περιπτώσεις διαπομπεύτηκαν, όπως όταν υποχρεώθηκαν να παρελάσουν στον κατάμεστο Ιππόδρομο στην Κωνσταντινούπολη κρατώντας από το χέρι ο καθένας μια μοναχή, καθώς υβρίζονταν από τους θεατές στις κερκίδες.
Ως ο πλέον ανηλεής διώκτης των μοναχών αναδείχτηκε ο στρατηγός του θέματος των Θρακησίων Μιχαήλ Λαχανοδράκων. Ο Μιχαήλ πουλούσε τις περιουσίες των μοναστηριών, έριχνε τα ιερά τους βιβλία στην πυρά και τιμωρούσε ανελέητα τους μοναχούς που είχαν και προσκυνούσαν άγια λείψανα, τυφλώνοντάς τους και σκοτώνοντάς τους… Για τις υπηρεσίες του αυτές ο Κωνσταντίνος τον ευχαρίστησε με προσωπική ευχαριστήρια επιστολή. Ο διωγμός που εξαπέλυσε ο Κωνσταντίνος ξεπέρασε ακόμη και τις αποφάσεις της εικονομαχικής συνόδου του 754. Κι όχι μόνο στράφηκε εναντίον της προσκύνησης των εικόνων και των λειψάνων των αγίων, αλλά απαγόρευσε και τη λατρεία των αγίων και της Θεοτόκου.
Έτσι λοιπόν οι μοναχοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και να καταφύγουν στην εικονόφιλη Νότια Ιταλία και Σικελία, μεταλαμπαδεύοντας τα ελληνικά γράμματα, ενισχύοντας τον ελληνόφωνο πληθυσμό και δημιουργώντας νέες πνευματικές και καλλιτεχνικές εστίες.
Φραγμό στις εικονομαχικές αυτές διώξεις έβαλε ο θάνατος του Κωνσταντίνου του Ε’ στις 14 Σεπτεμβρίου του 775. Η πολιτική του εναντίον των εικονολατρών είχε ξεπεράσει κατά πολύ τις αποφάσεις της συνόδου της Ιέρειας. Ως εκ τούτου τα προσωνύμια «Κοπρώνυμος» και «Καβαλλίνος» που του προσήψαν οι αντίπαλοί του ήταν μόνο η αρχή της αντίδρασης, που έφτασε μέχρι του σημείου να απομακρυνθεί το νεκρό σώμα του αυτοκράτορα από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, όπου βρίσκονταν οι τάφοι των Βυζαντινών ηγεμόνων.
Μεταβατική περίοδο από την έξαρση της εικονομαχικής πολιτικής επί Κωνσταντίνου του Ε’ στην αναστήλωση των εικόνων επί Ειρήνης της Αθηναίας αποτελεί η περίοδος της βασιλείας του Λέοντος Δ’, γιου του Κωνσταντίνου Ε’. Ο Λέων, φύσει μετριοπαθής φυσιογνωμία, εγκατέλειψε την αντιμοναστική πολιτική του πατέρα του, αν και οι εικονομαχικές διώξεις συνεχίστηκαν, με πολύ μικρότερη ένταση και σε πολύ περιορισμένη έκταση.
Ο πρόωρος θάνατος του Λέοντα Δ’ (8 Σεπτεμβρίου 780) έφερε στο θρόνο το γιο του Κωνσταντίνο Στ’, σε ηλικία μόλις δέκα χρονών. Χρέη αντιβασιλέως ανέλαβε η Ειρήνη, σύζυγος του Λέοντα και μητέρα του Κωνσταντίνου Στ’, που καταγόταν από την εικονόφιλη Αθήνα. Αφού κατέστειλε συνωμοσία που προερχόταν από εικονομάχους, προχώρησε στην επαναφορά της λατρείας των εικόνων. Οι αλλαγές που επήλθαν έγιναν έπειτα από αργές αλλά σταθερές και αποφασιστικές κινήσεις.
Μετά τον θάνατο του εικονομάχου πατριάρχη Παύλου (21 Αυγούστου 784) η Ειρήνη προσπάθησε να δώσει στην εκλογή νέου πατριάρχη χαρακτήρα δημοψηφίσματος. Κάλεσε λοιπόν όλο τον λαό στο ανάκτορο στη Μαγναύρα, όπου εξελέγη, στις 25 Δεκεμβρίου 784, πατριάρχης ο γραμματέας της αυτοκράτειρας Ταράσιος και άρχισαν οι προετοιμασίες για τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου που θα ακύρωνε τις αποφάσεις της Συνόδου της Ιέρειας. Ο πάπας Ρώμης και οι υπόλοιποι πατριάρχες χαιρέτησαν τις θετικές εξελίξεις και έστειλαν αντιπροσώπους. Η σύνοδος συνήλθε τελικά στη Νίκαια, όπου είχε συγκληθεί και η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος. Στις εργασίες της συνόδου μετείχαν 350 περίπου επίσκοποι και μεγάλος αριθμός μοναχών από τις 24 Σεπτεμβρίου ως τις 13 Οκτωβρίου.
Στα θέματα πίστεως, αντίθετα, επικράτησε απόλυτη ομοφωνία στην ορθόδοξη πλειοψηφία της συνόδου. Η σύνοδος καταδίκασε ως αίρεση την Εικονομαχία, αποφάσισε την καταστροφή των εικονομαχικών συγγραμμάτων και αναστήλωσε τις εικόνες επιτρέποντας την προσκύνησή τους, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ιωάννη Δαμασκηνού ότι η προσκύνηση δεν αποδίδεται στην εικόνα άλλα στο εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο και δεν έχει σχέση με τη λατρεία που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο Θεό. Σε πανηγυρική συνεδρία στις 23 Οκτωβρίου 787 στο ανάκτορο της Μαγναύρας επικυρώθηκαν οι αποφάσεις της συνόδου και υπογράφτηκαν από την Ειρήνη και τον γιο της Κωνσταντίνο Στ’.
Β” φάση 815 – 843 μ.Χ.
Η Β” φάση αρχίζει με τον αυτοκράτορα Λέοντα Ε” τον Αρμένιο που επανέφερε σε ισχύ τις αποφάσεις της συνόδου της Ιέρειας με μια σύνοδο στις Βλαχέρνες, το 815. Ο διχασμός και οι διώξεις ξανάρχισαν και συνεχίστηκαν τόσο την εποχή του Μιχαήλ Β” Τραυλού, που διαδέχτηκε το Λέοντα, όσο και κυρίως στην εποχή του Θεόφιλου, του γιου του Μιχαήλ. Ο Θεόφιλος ήταν και ο πιο φανατικός αντίπαλος των εικόνων, αν και μέσα στο ίδιο το παλάτι η βασίλισσα Θεοδώρα και άλλοι διατηρούσαν κρυφά τις εικόνες. Για τον Θεόφιλο (829-842) η αιτία για τις ήττες στο βαλκανικό μέτωπο βρισκόταν στην αιρετική λατρεία των εικόνων. Η εικονομαχική όμως πολιτική του απέβλεπε στο περιορισμό των εικονόφιλων που προέρχονταν κυρίως από το μοναστικό περιβάλλον χωρίς αυτό να σημαίνει γενικούς διωγμούς.
Δογματικός υπέρμαχος των εικόνων στη β” περίοδο ήταν ένας ηγούμενος του μοναστηριού του Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη, ο Θεόδωρος Στουδίτης, ο οποίος φυλακίστηκε και εξορίστηκε.
Μετά τον θάνατο του Θεόφιλου (842 μ.Χ.), η Θεοδώρα πείστηκε να συγκαλέσει καινούρια σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, το 843, που αποφάσισε την οριστική πια αναστήλωση των εικόνων. Το γεγονός αυτό το γιορτάζει η Εκκλησία την Κυριακή της Ορθοδοξίας, την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής.
Στο εκκλησιαστικό επίπεδο, από την όλη διαμάχη νικητής δεν ήταν η εικονολατρία, αλλά η Ορθοδοξία. Οι πατέρες της Εκκλησίας που αποφάσισαν την αναστήλωση και στις δυο συνόδους δογμάτισαν πως δε λατρεύονται οι εικόνες – αντικείμενα, αλλά ότι ο σεβασμός αποδίδεται στο ιερό πρόσωπο που εικονίζεται και καταδίκασαν τις υπερβολές. Το μόνο επίτευγμα της εικονομαχίας που διατηρείται μέχρι σήμερα είναι αποβολή των αγαλμάτων από τους ναούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στο πολιτικό επίπεδο, το βυζαντινό κράτος φάνηκε δυνατότερο από τις διασπαστικές δυνάμεις. Η κρίση λύθηκε με κρατική πρωτοβουλία και η εκκλησία υποτάχθηκε στον αυτοκράτορα. Η μοναστηριακή περιουσία αποδόθηκε στους γεωργούς και οι νέοι επέστρεψαν στον στρατό. Το Βυζάντιο, όμως, ζημιώθηκε στη Δύση. Οι Πάπες στράφηκαν προς τους Φράγκους βασιλιάδες και τους δυτικούς ηγεμόνες, για συμμαχία και προστασία. Πολύτιμα έργα τέχνης και εικονομαχικά κείμενα μετά την αναστήλωση των εικόνων καταστράφηκαν. Το 751 οι Λομβαρδοί καταλαμβάνουν το Εξαρχάτο της Ραβέννας οπότε οι κτήσεις του Βυζαντίου περιορίστηκαν στη Σικελία, τη Νάπολη και τη Βενετία. Επήλθε μεγάλος διωγμός των εικονόδουλων και προκλήθηκε εμφύλιος σπαραγμός.
ΠΗΓΕΣ
orthodoxoiorizontes.gr - protothema.gr
Άκης Νάστος
Η Εικονομαχία: Αίτια, επιχειρήματα, τρόπος λήξης
Η Εικονομαχία αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες θρησκευτικές και πολιτικές διαμάχες στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία που εκτυλίχθηκε μεταξύ του 8ου και 9ου αι. (726-843 μ.Χ.). Η διαμάχη αυτή, λοιπόν, περιστράφηκε γύρω από τη χρήση και τη λατρεία των εικόνων, προκαλώντας βαθιά κρίση τόσο στην Εκκλησία όσο και στην αυτοκρατορική εξουσία. Η σύγκρουση ξεκίνησε το 726, όταν ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος εξέδωσε διάταγμα για την απομάκρυνση των εικόνων, υποστηρίζοντας πως η χρήση τους ισοδυναμούσε με ειδωλολατρία, κάτι που ήταν αντίθετο στις αρχές του Χριστιανισμού. Παράλληλα είχε επηρεαστεί από τις θρησκευτικές αντιλήψεις που επικρατούσαν στις περιοχές της Μ. Ασίας, καθώς και από τον Ισλαμισμό αλλά και τον Ιουδαϊσμό, θεωρώντας πως η λατρεία των εικόνων αποδυνάμωνε την πνευματικότητα των πιστών. Επιπλέον η στάση αυτή εξυπηρετούσε πολιτικούς σκοπούς , καθώς τόσο ο Λέων Γ΄ όσο και ο γιος του Κωνσταντίνος Ε΄ στη συνέχεια επιδίωκαν να περιορίσουν τη δύναμη των μοναστηριών, τα οποία αποτελούσαν ισχυρούς υποστηρικτές των εικόνων.
Η διαμάχη αυτή χωρίστηκε σε δύο περιόδους. Κατά την πρώτη περίοδο (726-787 μ.Χ.) οι Εικονομάχοι, υπό την καθοδήγηση των αυτοκρατόρων, όπως ο Κωνσταντίνος Ε΄, κατέστρεψαν εικόνες και προωθούσαν την αντικατάστασή τους με απλά σύμβολα του Χριστιανισμού. Η αντίδραση των Εικονολατρών κορυφώθηκε με τη σύγκληση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου το 787 μ.Χ., υπό την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Αθηναία, όπου οι εικόνες αποκαταστάθηκαν.
Ωστόσο η Εικονομαχία αναζωπυρώθηκε το 815 μ.Χ. με την άνοδο του Λέοντα Ε΄ στον θρόνο και τη δεύτερη φάση της διαμάχης, η οποία έληξε οριστικά το 843 μ.Χ., όταν η αυτοκράτειρα Θεοδώρα επανέφερε τη λατρεία των εικόνων και καθιέρωσε την Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Τα επιχειρήματα των δύο πλευρών αντικατόπτριζαν διαφορετικές θεολογικές και θρησκευτικές αντιλήψεις. Οι εικονομάχοι υποστήριζαν ότι οι εικόνες οδηγούσαν σε ειδωλολατρία, απομακρύνοντας τους πιστούς από την πνευματική ουσία του Χριστιανισμού. Από την άλλη, οι εικονολάτρες πίστευαν ότι οι εικόνες λειτουργούσαν ως μέσο πνευματικής επικοινωνίας και ενίσχυσης της πίστης, ενώ παράλληλα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της χριστιανικής παράδοσης.
Η Εικονομαχία δεν ήταν μόνο θρησκευτική διαμάχη αλλά και μια σύγκρουση πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Η τελική αποκατάσταση των εικόνων το 843 μ.Χ. όχι μόνο τερμάτισε την κρίση, αλλά και ενίσχυσε την ενότητα της Εκκλησίας, προσδίδοντας στο Βυζάντιο μια πολιτιστική και θρησκευτική ταυτότητα που θα διαρκούσε για αιώνες.
Γιάννης Ναστούλης
Η Εικονομαχία: Η θρησκευτική και πολιτική σύγκρουση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Η Εικονομαχία είναι μια από τις σημαντικότερες διαμάχες στη Βυζαντινή ιστορία, η οποία διήρκησε από το 726 έως το 843 μ.Χ. Επρόκειτο για μια αντιπαράθεση σχετικά με τη χρήση και τη λατρεία των εικόνων στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η σύγκρουση αυτή δεν ήταν μόνο θρησκευτική αλλά επηρέασε την πολιτική και κοινωνική ζωή της αυτοκρατορίας. Στόχος αυτού του άρθρου είναι η παρουσίαση των λόγων που οδήγησαν στην Εικονομαχία, των επιχειρημάτων των δύο πλευρών και του τρόπου που επιλύθηκε αυτή η διαμάχη, με την αξιοποίηση ιστορικών πηγών.
Η Εικονομαχία ξεκίνησε με τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ τον Ίσαυρο. Λόγω της αυξημένης λατρείας των εικόνων πολλοί θεώρησαν ότι ήταν παρόμοια με την ειδωλολατρία. Ο Θεοφάνης ο Ομολογητής αναφέρει στη «Χρονογραφία» πως ο Λέων διέταξε την απομάκρυνση της εικόνας του Χριστού από τη Χαλκή Πύλη της Κωνσταντινούπολης, προκειμένου να αποτρέψει την ειδωλολατρία. Ένας άλλος σημαντικός λόγος ήταν οι φυσικές καταστροφές της εποχής, όπως σεισμοί και λοιμοί, που θεωρήθηκαν από τον λαό ως τιμωρία από τον Θεό. Ο T. Talbot-Rice στο έργο του «Ο ιδιωτικός και ο δημόσιος βίος των Βυζαντινών», μας αναφέρει πως η επαφή με τον ισλαμικό κόσμο, ο οποίος απέρριπτε τις εικόνες, ίσως επηρέασε την πολιτική του Βυζαντίου.
Οι εικονομάχοι υποστήριζαν ότι η λατρεία των εικόνων αντιβαίνει στις Δέκα Εντολές και ενισχύει την ειδωλολατρία, καθώς αντικαθιστούσαν την πνευματική πίστη με υλικές αναπαραστάσεις. Θεωρούσαν ότι μόνο ο Θεός είναι άξιος λατρείας και ότι οι πιστοί αποσπώνται από τις εικόνες.
Οι εικονολάτρες από την άλλη πλευρά, υποστήριζαν πως οι εικόνες δεν λατρεύονται αυτές καθαυτές αλλά το πρόσωπο που απεικονίζεται. Σύμφωνα με τον Θεοφάνη τον Ομολογητή, οι εικονολάτρες υποστήριζαν ότι η απόρριψη των εικόνων είναι απόρριψη του ίδιου του Χριστού.
Η Εικονομαχία ήταν μια πολυδιάστατη σύγκρουση με βαθιές θρησκευτικές και πολιτικές συνέπειες. Η διαμάχη, όμως, έληξε το 843 μ.Χ., όταν η αυτοκράτειρα Θεοδώρα επανέφερε τη λατρεία των εικόνων στην Εκκλησία. Η απόφαση αυτή έφερε ειρήνη στην Εκκλησία και διέσωσε τη Βυζαντινή τέχνη. Η οριστική αναστήλωση των εικόνων τιμάται από την Εκκλησία, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, την πρώτη Κυριακή της μεγάλης Σαρακοστής πριν από το Πάσχα.
Αναστασία-Νεφέλη Όσμαν
Η σπουδαιότερη θρησκευτική μάχη
Η Εικονομαχία ξεκίνησε το 726 μ.Χ. και είναι μια από τις σπουδαιότερες θρησκευτικές μάχες. Άρχισε από μια διαμάχη μεταξύ εικονομάχων και εικονολατρών αφού οι εικονολάτρες πίστευαν στην εικόνα και όχι στο πρόσωπο που απεικονιζόταν (εικόνα+λατρεία). Οι εικονομάχοι (εικόνα+μάχη) δεν ήθελαν να εξακολουθεί να συμβαίνει αυτό εξού και η ονομασία που πήρε η μάχη (εικονομαχία=η μάχη των εικόνων).
Επιχειρήματα εικονομάχων: Οι εικονομάχοι υποστήριζαν ότι οι εικόνες αναπληρώνουν τα είδωλα και άρα αυτοί που τις προσκυνούν είναι ειδωλολάτρες. Όμως δεν πρέπει να προσκυνούμε κατασκευάσματα ανθρώπινων χεριών και κάθε είδους ομοίωμα.
Επιχειρήματα εικονολατρών: Οι εικονολάτρες υποστήριζαν ότι προσκυνούσαν τα ιερά κειμήλια, επειδή θύμιζαν τα πάθη του Χριστού και τις ιερές εικόνες, επειδή κατασκευάζονταν με αγαθή προαίρεση των πιστών, για να θυμίζουν τα πάθη του Χριστού. Δεν προσκυνούσαν το υλικό από το οποίο κατασκευαζόταν η εικόνα, αλλά το πρόσωπο που απεικονιζόταν σε αυτήν. Έλεγαν μάλιστα ότι, αν μια εικόνα η ένας σταυρός είχαν φθορές, τα πετούσαν στη φωτιά.
Η εικονομαχία τελειώνει το 843 μ.Χ. με την επανάσταση της λατρείας των εικόνων στη βυζαντινή αυτοκρατορία γεγονός που είναι γνωστό ως ‘’Η νίκη των εικόνων’’. Η Θεοδώρα ανέτρεψε τις πολιτικές των εικονομάχων και επανάφερε τη λατρεία των εικόνων στην εκκλησία με τη συνοδική απόφαση το 843. Από εκείνη την περίοδο και έπειτα οι εικόνες έγιναν αποδεκτές και πάλι.
Αριστέα Παλαιοπούλου, Ουέντι Πάντζι
Ένας αιώνας διαμάχης για τις εικόνες
Η Εικονομαχία ήταν μια περίοδος έντονων θρησκευτικών και πολιτικών διαμαχών στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία που διήρκεσε από το 726 μ.Χ. έως το 843 μ.Χ. Στο επίκεντρο της διαμάχης βρισκόταν η χρήση και η λατρεία των θρησκευτικών εικόνων.
Ποιοι λόγοι όμως οδήγησαν στην Εικονομαχία; Η Εικονομαχία προήλθε από μια συνδυασμένη επιρροή θρησκευτικών διαφορών, πολιτικών και κοινωνικών εντάσεων, καθώς και από εξωτερικούς παράγοντες όπως η ισλαμική απειλή. Η προσπάθεια του Βυζαντίου να περιορίσει τη λατρεία των εικόνων είχε βαθιές επιπτώσεις για την κοινωνία, την πολιτική και τη θρησκευτική ζωή, με τον αντίκτυπό της να είναι αισθητός για πάνω από έναν αιώνα.
Οι εικονολάτρες υποστήριζαν ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού έκανε δυνατή την απεικόνισή Του, καθώς ο Χριστός ήταν πλήρως Θεός και πλήρως άνθρωπος. Εφόσον ο Θεός έλαβε ανθρώπινη μορφή, η δημιουργία εικόνας ήταν θεμιτή, καθώς απεικόνιζε τη σάρκωση του Θεού στην ανθρώπινη ιστορία. Αυτό το επιχείρημα βασιζόταν στη χριστολογική διδασκαλία ότι η θεία φύση του Χριστού δεν αναιρεί την ανθρώπινη του υπόσταση, άρα η απεικόνισή Του ήταν αποδεκτή. Οι εικονομάχοι, από την άλλη πλευρά, πίστευαν ότι η υπερβολική έμφαση στις εικόνες απομάκρυνε τους πιστούς από την αληθινή πίστη, η οποία πρέπει να εστιάζει στην προσευχή και στην προσωπική σχέση με τον Θεό και όχι στην εξωτερική λατρεία εικόνων. Επίσης έλεγαν ότι, εφόσον ο Θεός είναι άναρχος και αόρατος, ήταν αδύνατο να τον απεικονίσουμε με υλικούς τρόπους. Για αυτούς, οποιαδήποτε αναπαράσταση του Θεού ήταν βλασφημία.
Η Εικονομαχία είχε ένα πολύπλοκο και ενδιαφέρον τέλος. Το 787 η αυτοκράτειρα Ειρήνη συγκάλεσε τη Ζ” Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια. Η Σύνοδος καταδίκασε την εικονομαχία ως αιρετική και αποκατέστησε την τιμή των εικόνων. Η νίκη των εικονόφιλων όμως ήταν προσωρινή, καθώς η εικονομαχία αναζωπυρώθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λέοντα Ε’, ο οποίος το 815 επανέφερε την εικονομαχία, ξεκινώντας μια νέα περίοδο διωγμών. Το 843 η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, μητέρα του μικρού Μιχαήλ Γ’, αναστήλωσε οριστικά τις εικόνες στις εκκλησίες. Το γεγονός αυτός γιορτάζεται από την Εκκλησία την Κυριακή της Ορθοδοξίας, τη πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Σαρακοστής.
Αντώνης Παντελιδάκης
Εικονομαχία
Η Εικονομαχία ήταν μια μεγάλη διαμάχη που έγινε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία τον 8ο και 9ο αι. Στο κέντρο της διαμάχης ήταν οι εικόνες της Παναγίας, των αγίων και του Χριστού.
Από τη μια μεριά είχαμε τους Εικονομάχους οι οποίοι ήταν εναντίον των εικόνων. Πίστευαν πως η προσκύνηση των εικόνων ήταν ειδωλολατρία και πως μόνο ο Θεός έπρεπε να λατρεύεται. Από την άλλη είχαμε τους Εικονολάτρες, οι οποίοι ήταν υπέρ της χρήσης των εικόνων. Πίστευαν πως μέσω των εικόνων θα μπορούσαν να έρθουν πιο κοντά στον Θεό.
Υπήρχαν διάφοροι λόγοι που οδήγησαν στην Εικονομαχία. Αρχικά οι αυτοκράτορες ήθελαν να ενισχύσουν την εξουσία τους και να περιορίσουν την επιρροή της Εκκλησίας. Μερικοί, επίσης, πίστευαν πως η λατρεία των εικόνων αποσπούσε την προσοχή από τον Θεό και οδηγούσε σε δεισιδαιμονίες. Ακόμη, υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς σχετικά με τη χρήση των εικόνων.
Η Εικονομαχία, όμως, είχε σημαντικές συνέπειες για το Βυζάντιο, όπως τη διαίρεση της Εκκλησίας, την καταστροφή των εικόνων κ.ά. Η Εικονομαχία διήρκεσε αρκετές δεκαετίες. Τελικά η χρήση των εικόνων επιτράπηκε ξανά.
Η Εικονομαχία είναι ένα σημαντικό γεγονός στην Ιστορία του Βυζαντίου και της Χριστιανοσύνης. Μας διδάσκει για τη σημασία των εικόνων στη θρησκεία, τη σχέση μεταξύ Εκκλησίας και πολιτικής εξουσίας και τις επιπτώσεις των θρησκευτικών διαμαχών. Δύο από τους βασικούς πρωταγωνιστές της Εικονομαχίας ήταν ο Λέων Γ΄ ο Ίσαυρος και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Φίλιππος Παπαδόπουλος
Εικόνες και εξουσία: Μια διαμάχη στο Βυζάντιο
Η Εικονομαχία, μία από τις σημαντικότερες θεολογικές και πολιτικές κρίσεις του Βυζαντίου, αποτελεί αντικείμενο έντονων συζητήσεων τόσο στη βυζαντινή εποχή όσο και στη σύγχρονη ιστορία. Οι διαμάχες γύρω από τη λατρεία των εικόνων δεν περιορίστηκαν μόνο σε θρησκευτικό επίπεδο, αλλά επηρέασαν και την κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ζωή της Αυτοκρατορίας.
Η Εικονομαχία ξεκίνησε επί της βασιλείας του Λέοντα Γ’ (717-741) και του διαδόχου του Κωνσταντίνου Ε’ (741-775). Και οι δύο αυτοκράτορες φαίνεται πως επηρεάστηκαν από τις ανεικονικές αντιλήψεις της ιουδαϊκής και ισλαμικής θρησκείας, οι οποίες θεωρούσαν τη λατρεία εικόνων ως εκδήλωση ειδωλολατρίας. Ιδιαίτερα στη Μικρά Ασία, οι τοπικοί πληθυσμοί που στελεχώνονταν από αγρότες και θεματικούς στρατούς, φαίνεται να υποστήριζαν τις ανεικονικές θέσεις. Το 726, ένα φυσικό φαινόμενο –η δημιουργία ενός νέου νησιού λόγω ηφαιστειακής δραστηριότητας στη Θήρα– ερμηνεύθηκε από τον Λέοντα ως σημάδι θεϊκής υποστήριξης προς την πολιτική του κατά των εικόνων. Ωστόσο, οι λαϊκές αντιδράσεις ήταν έντονες. Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης αντέδρασαν βίαια όταν η κυβέρνηση επιχείρησε να απομακρύνει την εικόνα του Ιησού από τη Χάλκινη Πύλη, γεγονός που οδήγησε σε συγκρούσεις και διώξεις.
Η Εκκλησία αντιμετώπιζε από καιρό το πρόβλημα της λατρείας των εικόνων. Παρά τις προσπάθειες να εξηγηθεί ότι οι εικόνες ήταν απλώς αναπαραστάσεις και όχι αντικείμενα λατρείας, τα λαϊκά στρώματα συχνά τις αντιμετώπιζαν με δεισιδαιμονία. Κάποιοι έφταναν να θεωρούν τις εικόνες ως πηγή θαυματουργών δυνάμεων, προκαλώντας φόβους για αναβίωση της ειδωλολατρίας. Οι εικονομάχοι, επηρεασμένοι από ιουδαϊκές και μουσουλμανικές πρακτικές, υποστήριζαν την κατάργηση των εικόνων και την αντικατάστασή τους με χριστιανικά σύμβολα. Από την άλλη, οι Εικονόφιλοι, με κύριο εκπρόσωπο τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, υποστήριξαν τη θεολογική αναγκαιότητα της χρήσης εικόνων για τη μετάδοση του θείου μηνύματος.
Η Εικονομαχία είχε σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Ο διχασμός μεταξύ εικονομάχων και εικονολατρών διαπέρασε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Οι αυτοκράτορες της περιόδου επιδίωξαν να περιορίσουν την εξουσία της Εκκλησίας και του μοναχισμού, καθώς θεωρούσαν ότι οι μοναχοί αποσπούσαν ανθρώπινο δυναμικό από τη γεωργία, τη βιομηχανία και τον στρατό. Οι εικονομάχοι υποστήριζαν ότι οι εικόνες δεν έπρεπε να λατρεύονται ως αντικείμενα, αλλά ότι η χρήση τους έπρεπε να περιορίζεται στον παιδαγωγικό τους ρόλο. Ωστόσο, η Εικονομαχία οδήγησε σε εκτεταμένες διώξεις και εξορίες, ενώ η ίδια η Αυτοκρατορία διασπάστηκε εσωτερικά.
Η κρίση έληξε το 843, με την αποκατάσταση της εικονολατρίας από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ και την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης κατέληξε ότι οι εικόνες μπορούσαν να χρησιμοποιούνται, με την προϋπόθεση ότι οι πιστοί θα ξεχώριζαν τη λατρεία προς τον Θεό από τον σεβασμό προς τους αγίους. Η Εικονομαχία άφησε ανεξίτηλο στίγμα στη βυζαντινή κοινωνία και πολιτική. Παρά τις διώξεις και τις καταστροφές που προκάλεσε, οδήγησε σε μια πιο ξεκάθαρη θεολογική διατύπωση για τη χρήση των εικόνων και την ορθόδοξη λατρεία.
Άννα-Μαρία Παπακωνσταντίνου
Η Εικονομαχία: Μια Σύγκρουση Πίστης και Πολιτικής στον Βυζαντινό Κόσμο
Η Εικονομαχία υπήρξε μια από τις σημαντικότερες θρησκευτικές και πολιτικές συγκρούσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με διάρκεια περίπου έναν αιώνα (726-843 μ.Χ.). Το ζήτημα επικεντρώθηκε στη χρήση των εικόνων στη θρησκευτική λατρεία και προκάλεσε διχασμό στην κοινωνία, επηρεάζοντας βαθιά τη θρησκευτική ζωή, την πολιτική και τον πολιτισμό της εποχής. Ποιοι ήταν όμως οι λόγοι αυτής της σύγκρουσης; Ποια ήταν τα επιχειρήματα των δύο πλευρών; Και πώς τελικά επιλύθηκε η διαμάχη;
Η Εικονομαχία δεν ήταν απλώς ένα θρησκευτικό ζήτημα, αλλά αντικατόπτριζε και βαθύτερες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Οι αυτοκράτορες Λέων Γ’ και Κωνσταντίνος Ε’, πρωτεργάτες του κινήματος, επηρεάστηκαν από τις ανεικονικές αντιλήψεις του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ. Οι ανεικονικές απόψεις ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένες στους αγρότες της Μικράς Ασίας, μια περιοχή στρατηγικής σημασίας για τη διατήρηση των θεματικών στρατών. Παράλληλα, όπως επισημαίνει και ο T. Talbot-Rice στο έργο του «Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών», οι φόβοι για αναβίωση της ειδωλολατρίας εξαιτίας της υπερβολικής λατρείας των εικόνων συνέβαλαν στην ανάπτυξη της εικονοκλαστικής κίνησης.
Επιπλέον, η Εικονομαχία είχε και οικονομικές προεκτάσεις. Τα μοναστήρια, που αποτελούσαν ισχυρούς υποστηρικτές των εικόνων, συγκέντρωναν τεράστιες περιουσίες, γεγονός που προκαλούσε την αντίδραση της κεντρικής εξουσίας. Οι αυτοκράτορες επιδίωξαν να περιορίσουν την επιρροή των μοναστηριών και να ενισχύσουν τη θέση του κράτους.
Ποια ήταν όμως τα επιχειρήματα εικονομάχων και εικονολατρών;
Οι Εικονομάχοι θεωρούσαν ότι η λατρεία των εικόνων ισοδυναμούσε με ειδωλολατρία και υπονόμευε την αγνότητα της χριστιανικής πίστης. Επικαλούνταν την ανάγκη επιστροφής στις αρχές του Χριστιανισμού, όπου δεν υπήρχε χρήση εικονικών αναπαραστάσεων στη λατρεία. Επίσης, υποστήριζαν ότι η υπερβολική λατρεία των εικόνων από τα λαϊκά στρώματα οδηγούσε σε δεισιδαιμονίες.
Από την άλλη, οι Εικονολάτρες τόνιζαν ότι οι εικόνες δεν λατρεύονταν ως αντικείμενα, αλλά ως μέσα έκφρασης σεβασμού στους αγίους και τον Θεό. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ένας από τους μεγαλύτερους υπερασπιστές των εικόνων, υποστήριζε ότι οι εικόνες αποτελούσαν εκπαιδευτικά και θεολογικά εργαλεία που βοηθούσαν τους πιστούς να προσεγγίσουν το θείο.
Η Εικονομαχία έληξε το 843 μ.Χ. επί αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’. Η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης αποφάσισε την αποκατάσταση των εικόνων, υπογραμμίζοντας τη διάκριση μεταξύ λατρείας του Θεού και σεβασμού προς τις εικόνες. Η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως Κυριακή της Ορθοδοξίας, τιμώντας τη νίκη των εικονολατρών και επισφραγίζοντας την ενότητα της Εκκλησίας.
Η Εικονομαχία υπήρξε ένα σύνθετο φαινόμενο, με βαθιές θρησκευτικές, κοινωνικές και πολιτικές ρίζες. Παρόλο που προκάλεσε έντονες συγκρούσεις, συνέβαλε στη διαμόρφωση της βυζαντινής ταυτότητας και της σχέσης Εκκλησίας-Κράτους. Στη σημερινή εποχή, η κατανόηση τέτοιων γεγονότων μας υπενθυμίζει τη σημασία της ανεκτικότητας και του διαλόγου στις θρησκευτικές διαφορές.
Θάλεια Παπουτσάκη
Η διαμάχη για τις εικόνες ξεσπά – Εικονομαχία (8ος αι. μ.Χ.)
Ο όρος Εικονομαχία αναφέρεται στη θεολογική και πολιτική διαμάχη που ξέσπασε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά τη λατρεία των χριστιανικών εικόνων και διαίρεσε τους κατοίκους της αυτοκρατορίας σε Εικονομάχους και Εικονολάτρες.
Η εικονομαχία στο Βυζάντιο εξελίχθηκε σε δύο περιόδους που κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του 8ου αι. (726-787 μ.Χ.) και τις αρχές του 9ου (814-842 μ.Χ.). Ήταν μια θρησκευτική διαμάχη που οδήγησε σε σοβαρές ταραχές, οι οποίες δίχασαν τους βυζαντινούς κατοίκους και έφεραν το κράτος σε δύσκολη θέση. Επιπλέον μια εξίσου σημαντική πληροφορία είναι ότι τα συγγράμματα των ηττημένων εικονομάχων καταστράφηκαν ολοσχερώς, οπότε όσες πληροφορίες διαθέτουμε για τα διαδραματιζόμενα συμβάντα προέρχονται μόνο από τη μία πλευρά, αφήνοντας έτσι αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τις ακριβείς αιτίες που οδήγησαν σε αυτήν τη διαμάχη .
Πρωτεργάτες της εικονομαχικής κίνησης υπήρξαν οι αυτοκράτορες Λέων Γ΄ (717 -741) και Κωνσταντίνος Ε΄ (741 -775). Ο Λέων και ο γιος του Κωνσταντίνος Ε΄ φαίνεται ότι είχαν επηρεαστεί από τις ανεικονικές αντιλήψεις της ιουδαϊκής και ισλαμικής θρησκείας και για αυτό δεν επέτρεπαν τη λατρεία των εικόνων. Οι αντιλήψεις υπερίσχυσαν στους αγρότες της γειτονικής με το Ισλάμ Μικράς Ασίας . Η εικονομαχία αναζωπυρώθηκε από τους αυτοκράτορες Λέοντα Ε΄ και Θεόφιλο, χωρίς τον φανατισμό όμως της πρώτης περιόδου.
Μολονότι η Εκκλησία είχε πάντα προσπαθήσει να εξηγήσει ότι οι εικόνες δεν είναι τίποτα περισσότερο από ζωγραφικές παραστάσεις των αγίων μορφών, τα αγράμματα μέλη του εκκλησιάσματος συχνά έφθαναν στο σημείο να συγχέουν τις εικονιζόμενες μορφές με τ’ αληθινά πρόσωπα. Η λατρεία με την οποία μεταχειρίζονταν τις εικόνες γεννούσε φόβους για μια αναβίωση της ειδωλολατρίας. Εκείνοι που πιο πολύ ανησύχησαν για την αναβίωση της ειδωλολατρίας επιδίωξαν την κατάργηση των εικόνων και την αντικατάστασή τους με τα σύμβολα του Χριστιανισμού. Αυτοί ήταν οι λεγόμενοι Εικονοκλάστες. Αναμφίβολα επηρεάστηκαν σε κάποιο βαθμό από τους Ιουδαίους και Μουσουλμάνους που αποδοκίμαζαν κάθε μορφή εικονικής αναπαραστάσεως στη θρησκευτική τέχνη. Κατά το έτος 726 οι Εικονοκλάστες αποτελούσαν τόσο ισχυρή παράταξη, ώστε να προκαλέσουν βίαιες αντιδράσεις. Ο αυτοκράτορας, τους υποστήριζε, πολλοί ανώτεροι κληρικοί ήταν όμως εναντίων τους .
Η κατάργηση των εικόνων, που ο αυτοκράτορας επέτυχε να επιβάλει για όλες τις εικονικές μορφές, βρήκε ιδιαίτερη αντίδραση από τον Ιωάννη Δαμασκηνό, θεολόγο της εποχής. Οι εικονολάτρες αναδείχτηκαν ισχυρότεροι και το 843 ο Μιχαήλ Γ΄ υποχρεώθηκε να νομιμοποιήσει την εικονική παράσταση στην εικονική τέχνη. Οι εικόνες μπορούσαν να χρησιμοποιούνται ελεύθερα, με τον όρο όμως οι πιστοί “προσεκτικά να κάνουν διακρίσεις ανάμεσα στην λατρεία που οφείλουν στον θεό και τον σεβασμό που οφείλουν στα δημιουργήματα του” (Talbot- Rice T., Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών, μτφρ. Φ. Βώρος, Παπαδήμας, Αθήνα 1988, σ. 86-87) .
Σημαντικές πληροφορίες για το θέμα των εικονολατρών μας δίνει και ο Α.Α. Βασίλιεφ στο έργο του «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας»: «Οι Εικονολάτρες μερικές φορές δε λάτρευαν το πρόσωπο ή την ιδέα που παρουσιάζει η εικόνα, αλλά την ίδια την εικόνα ή την ύλη από την οποία είχε γίνει. Το γεγονός αυτό σκανδάλιζε πολλούς πιστούς, στους οποίους η λατρεία των άψυχων αντικειμένων φαινόταν πολύ συγγενική με τη λατρεία των ειδωλολατρών».
Το τέλος της Εικονομαχίας επήλθε το 842, αμέσως μετά τον θάνατο του Θεόφιλου, με ενέργειες της χήρας του Θεοδώρας που ασκούσε την εξουσία επ’ ονόματι του ανηλίκου Μιχαήλ Γ’. Το κύρος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας ανορθώθηκε, οι εικόνες αναστηλώθηκαν, τα καταργηθέντα μοναστήρια ανασυστάθηκαν και τα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτήματα αποδόθηκαν στις εκκλησίες και στις μονές.
Στη σημερινή εποχή και έπειτα από τη σύγκριση των πληροφοριών που έχουμε στην κατοχή μας, το τέλος της Εικονομαχίας σήμανε και το τέλος των οικονομικών και νομοθετικών μεταρρυθμίσεων που είχαν επιβληθεί από τους βασιλείς της και οι οποίες κρίνεται από πολλούς συγγραφείς ότι υπήρξαν ιδιαίτερα εποικοδομητικές.
Εύα Παππά
Εικονομαχία: Πίστη και πολιτική συγκρούονται
Η Εικονομαχία ήταν μια περίοδος στην ιστορία του Βυζαντίου (8ος-9ος αι.) όπου υπήρξε μεγάλη διαμάχη για τις εικόνες. Κάποιοι πίστευαν ότι η λατρεία των εικόνων ήταν ειδωλολατρία και έπρεπε να καταργηθεί (εικονομάχοι), ενώ άλλοι υποστήριζαν ότι οι εικόνες βοηθούν τους πιστούς στην προσευχή (εικονολάτρες). Η διαμάχη αυτή οδήγησε στην καταστροφή των εικόνων και διώξεις εναντίον μοναχών και κληρικών.
Ποιοι ήταν οι λόγοι, όμως, που οδήγησαν στην Εικονομαχία; Η Εικονομαχία προκλήθηκε από ένα συνδυασμό θρησκευτικών, πολιτικών και κοινωνικο-φυσικών παραγόντων. Οι εικονομάχοι επηρεάστηκαν από τις μονοθεϊστικές παραδόσεις του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ, οι οποίες απαγόρευαν τη λατρεία των εικόνων. Θεώρησαν, λοιπόν, τη λατρεία των χριστιανικών εικόνων ως μορφή ειδωλολατρίας. Το ηφαιστειακό φαινόμενο του 726 ερμηνεύτηκε από πολλούς ως θεϊκή οργή και τιμωρία για την λατρεία των εικόνων. Παράλληλα, η αυτοκρατορική εξουσία επιθυμούσε να ελέγξει την Εκκλησία και να περιορίσει τις λαϊκές εκδηλώσεις λατρείας, που θεωρούνταν υπερβολικές.
Οι εικονολάτρες πίστευαν ότι οι εικόνες βοηθούσαν τους ανθρώπους να κατανοήσουν καλύτερα τη θρησκεία, ειδικά εκείνους που δεν ήξεραν καλά ανάγνωση. Υποστήριζαν ότι η Εκκλησία πάντα χρησιμοποιούσε εικόνες και ότι αυτό ήταν σημαντικό για τη συνέχιση της παράδοσης. Οι εικόνες ήταν για να θυμίζουν τους αγίους και τα θαύματά τους και βοηθούσαν στην πνευματική ζωή των πιστών. Θεωρούσαν ότι οι εικόνες είναι αναπαραστάσεις που βοηθούν τη λατρεία, δεν λατρεύεται το υλικό τους. Οι εικόνες συμβολίζουν τη θεϊκή παρουσία και είναι απαραίτητες στη χριστιανική λατρεία. Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός υποστήριξε τη σημασία των εικόνων ως εκφράσεις της πίστης.
Οι εικονομάχοι, από την πλευρά τους, πίστευαν ότι αν οι άνθρωποι προσεύχονταν ή προσκυνούσαν εικόνες, αυτό ήταν το ίδιο με τη λατρεία ξένων θεών. Θεωρούσαν ότι η θρησκεία δεν έπρεπε να βασίζεται σε πράγματα που μπορούσαν να αγγιχτούν ή να δειχτούν, αλλά μόνο στον πνευματικό κόσμο. Ήθελαν μια απλή θρησκεία χωρίς τις «αχρείαστες» εικόνες και διακοσμήσεις, πιστεύοντας ότι αυτό βοηθούσε να κρατηθεί καθαρή η πίστη. Οι εικόνες ήταν για τους εικονομάχους μορφή ειδωλολατρίας. Υποστήριζαν ότι η λατρεία των εικόνων διαφθείρει την καθαρότητα της πίστης και ότι το φυσικό υλικό των εικόνων δεν έχει θεϊκή αξία, ενώ η υπερβολική τιμή τους αποπροσανατολίζει από τον Θεό.
Η Εικονομαχία τελείωσε το 843μ.Χ. με την «Αποκατάσταση των Εικόνων», όταν η αυτοκράτειρα Θεοδώρα ανέλαβε τον θρόνο και η Εκκλησία έθεσε τέλος στην αντιπαράθεση και αποδέχτηκε ότι οι εικόνες είναι μέρος της λατρείας.
Η ημέρα αυτή γιορτάζεται ως «Ημέρα της Ορθοδοξίας» στην Εκκλησία την πρώτη Κυριακή της μεγάλης Σαρακοστής.
Σπύρος Πελέκας
H περίοδος που συντάραξε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Στις αρχές του 8ου αιώνα μ.Χ. στο Βυζάντιο ξέσπασε μία θρησκευτική διαμάχη, που απείλησε τη συνοχή της αυτοκρατορίας. Αντίπαλοι: Εικονομάχοι και Εικονολάτρες. Οι μεν πρώτοι υποστήριζαν ότι οι Χριστιανοί δεν πρέπει να προσκυνούν τις εικόνες, καθώς θεωρούσαν ότι ήταν είδωλα, αφού παρίσταναν πρόσωπα και υλικά σώματα και ήταν κατασκευασμένα από ξύλο. Οι δε δεύτεροι διακήρυτταν το αντίθετο, καθώς πίστευαν ότι δεν ήταν λάθος να λατρεύουν τις εικόνες γιατί έτσι φαίνεται η πίστη των Χριστιανών στα πρόσωπα των αγίων. Επιπλέον, αυτό που γίνεται αντικείμενο λατρείας δεν είναι το ξύλο του Σταυρού ή της εικόνας, αλλά η προσωπικότητα και τα έργα του τιμώμενου προσώπου.
Ιδεολογική βάση του κινήματος αυτού υπήρξαν οι ανεικονικές αντιλήψεις των κατοίκων των ανατολικών επαρχιών, οι οποίες στηρίζονταν στο επιχείρημα ότι η απεικόνιση του θείου με ανθρώπινη μορφή δεν συμβιβάζεται με τον χαρακτήρα του Χριστιανισμού ως καθαρά πνευματικής θρησκείας.
Η εικονομαχία, η οποία αποτέλεσε μία αίρεση και μία θρησκευτική κρίση στο χώρο της Εκκλησίας χωρίστηκε σε δύο φάσεις. Στην πρώτη (726-787 μ.Χ) με τον Λέοντα Γ’ τον Ίσαυρο και στη δεύτερη φάση (815-843 μ.Χ) με τον Λέοντα Ε’ τον Αρμένιο. Αφορμή δόθηκε με τον σεισμό που σημειώθηκε το 726 μ.Χ., ο οποίος συνοδεύτηκε από έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, όπως μας περιγράφει ο Θεοφάνης ο Ομολογητής στη «Χρονογραφία». Η έκλυση λάβας δημιούργησε ένα νέο νησάκι μεταξύ Θήρας και Θηρασίας, που ενώθηκε με το νησί Ιερά. Αυτό το γεγονός ερμηνεύτηκε από τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ ως εκδήλωση της θείας οργής εναντίον της λατρείας των εικόνων. Έτσι λοιπόν, εκδίδει διάταγμα με το οποίο απαγόρευε την προσκύνηση των εικόνων. Στη συνέχεια όμως προχωράει ακόμα σε πιο αυστηρά μέτρα και διατάσσει να αφαιρεθούν όλες οι εικόνες από τις εκκλησίες. Το 727 μ.Χ. κατέβασε την εικόνα του Χριστού από τη Χαλκή Πύλη. Το 730 μ.Χ. έχουμε το πρώτο επίσημο εικονομαχικό διάταγμα, το οποίο προέβλεπε καταστροφή των εικόνων και διώξεις εικονόφιλων. Οι διώξεις αυτές πήραν στην πράξη διάφορες μορφές: βασανιστήρια, εξορίες και δημεύσεις περιουσιών.
Η εικονομαχική πολιτική κορυφώνεται με τον Κωνσταντίνο Ε’, ο οποίος ξεκινά μια ανελέητη εκστρατεία εναντίον των μοναχών και των μοναστηριών. Το 754 μ.Χ. πραγματοποιείται η Σύνοδος της Ιέρειας, η οποία καταδικάζει τη λατρεία των εικόνων και αναθεματίζει τους οπαδούς της εικονολατρίας. Η πρώτη φάση της Εικονομαχίας τερματίζεται το 787 μ.Χ. με την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία την καταδίκασε.
Η δεύτερη φάση της εικονομαχίας ξεκινάει το 815 μ.Χ. από τους αυτοκράτορες Λέοντα Ε’ και Θεόφιλο, χωρίς ωστόσο να έχει την ορμή και τον φανατισμό της πρώτης περιόδου.
Η μακρά αυτή περίοδος της Εικονομαχίας, η οποία διήρκησε 117 χρόνια και αποτέλεσε μαύρη περίοδο στην ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας έλαβε τέλος με τη Σύνοδο του 843 μ.Χ, στην Κωνσταντινούπολη, όπου η αυτοκράτειρα Θεοδώρα επανέφερε σε ισχύ τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, με την οριστική αναστήλωση των εικόνων. Έκτοτε, η πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής καθιερώθηκε ως Κυριακή της Ορθοδοξίας και επίσημη εορτή για την αναστήλωση των εικόνων.
Ποια είναι όμως τα αίτια της εικονομαχίας; Οι ιστορικοί αναζητούν τις απαντήσεις τους, όχι μόνο σε θρησκευτικά, αλλά και πολιτικά και κοινωνικά αίτια.
Μελετώντας τα ιστορικά γεγονότα της εποχής πρέπει να σταθούμε στην κρισιμότητα των περιστάσεων που αντιμετώπιζε η αυτοκρατορία την περίοδο αυτή. Την εποχή εκείνη τα αραβικά πλοία οργώνουν τις βυζαντινές θάλασσες, λεηλατώντας ακτές και παραλύοντας το εμπόριο, απειλώντας ακόμα και την Βασιλεύουσα. Οι βυζαντινές επαρχίες στη Βαλκανική έχουν κατακλυστεί από τους Σλάβους και υποφέρουν από τις επιδρομές των Βουλγάρων. Κατά συνέπεια η σωτηρία της αυτοκρατορίας εξαρτιόταν ως ένα μεγάλο βαθμό από τους αγροτικούς πληθυσμούς της Μ. Ασίας που υπηρετούσαν στους θεματικούς στρατούς και απέρριπταν την ιδέα της αναπαράστασης του θείου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η πολιτική της Εικονομαχίας ήταν η μόνη που μπορούσε να συμφιλιώσει την κεντρική εξουσία με τους πληθυσμούς αυτούς.
Περαιτέρω, οι εικονομάχοι αυτοκράτορες ήθελαν να αλλάξουν την κοινωνία και να μειώσουν τη δύναμη των μοναστηριών, που είχαν αποκτήσει λόγω της τεράστιας περιουσίας τους από δωρεές και εισοδήματα. Στην «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» του Α.Α. Βασίλιεφ περιγράφεται αναλυτικά το γεγονός ότι το κράτος έχανε δυνάμεις από την ολοένα αυξανόμενη στροφή νέων ανθρώπων στο μοναχισμό. Η επιθυμία των Ισαύρων να περιορίσουν την επιρροή των μοναχών ήταν τόσο έντονη, ώστε με τις διώξεις τούς εξανάγκαζε ή να αποτάξουν το μοναχικό σχήμα και να παντρευτούν ή να τυφλωθούν και να εξορισθούν. Αργότερα, επί Κωνσταντίνου Ε΄, έγινε συστηματικότερος ο διωγμός των μοναχών και των μοναστηριών. Ακολούθησε καταστροφή των εικόνων και άγριος διωγμός των εικονολατρών. Ο Κωνσταντίνος Ε’ αντέδρασε ιδιαίτερα εναντίον της απεικονίσεως του Χριστού, επιµένοντας στη θεία του φύση. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και η επιρροή των εικονομάχων από το Ισλάμ, που απαγόρευε να εικονίζεται ο Θεός και τα ιερά πρόσωπα.
Ο σκληρός αυτός αγώνας, έφερε ταραχές που δημιούργησαν μίσος και διχόνοια μεταξύ των δύο αντιθέτων παρατάξεων. Επιπροσθέτως, οι συνέπειες στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και του πολιτισμού υπήρξαν ολέθριες. Η Εκκλησία της Ρώμης, δυσαρεστημένη από τους εικονομάχους αυτοκράτορες απομακρύνθηκε από το Βυζάντιο, ενώ πολλά έργα τέχνης καταστράφηκαν.
Εν κατακλείδι, λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι καταδικάστηκε η τυπολατρία, καθώς και οι δύο Οικουμενικές Σύνοδοι δογμάτισαν ότι δεν λατρεύονται οι εικόνες-αντικείμενα, αλλά το πρόσωπο που απεικονίζεται σε αυτές. Περαιτέρω, Κράτος και Εκκλησία βρήκαν τρόπο να αναθεωρήσουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Το Βυζάντιο ωστόσο ζημιώθηκε στη Δύση, καθώς οι πάπες στράφηκαν προς τους δυτικούς ηγεμόνες για συμμαχία και προστασία.
Κατερίνα Ποδάρα
Η Εικονομαχία: Θρησκευτική διαμάχη και πολιτική αντιπαράθεση στο Βυζάντιο
Η Εικονομαχία, η οποία διήρκεσε από το 726 έως το 843 μ.Χ., υπήρξε μία από τις πιο έντονες και αμφιλεγόμενες περιόδους στην ιστορία του Βυζαντίου. Η σύγκρουση, που κλονίζει τον βυζαντινό κόσμο, αφορά τη χρήση εικόνων στην εκκλησιαστική λατρεία και έχει βαθιές θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Από τη μια πλευρά οι εικονολάτρες υποστήριζαν την ανάγκη για τις εικόνες στη λατρεία, ενώ οι εικονομάχοι, με επικεφαλής τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ’, θεωρούσαν ότι η λατρεία των εικόνων αποτελούσε παραβίαση της καθαρής πίστης του Χριστιανισμού. Τις αιτίες αυτής της σύγκρουσης, τα επιχειρήματα των δύο πλευρών, αλλά και την έκβασή της, θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε στη συνέχεια.
Η σύγκρουση που οδήγησε στην Εικονομαχία είχε διάφορες αιτίες, θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές. Από θρησκευτική σκοπιά, οι εικονομάχοι υποστήριζαν ότι η λατρεία εικόνας ήταν ειδωλολατρία και παραβίαζε την εντολή της Παλαιάς Διαθήκης να μην κατασκευάζονται είδωλα. Η ρητή απαγόρευση της απεικόνισης του Θεού και των αγίων ήταν για αυτούς θεμελιώδης αρχή του Χριστιανισμού. Παράλληλα, υπήρχε και μια πολιτική διάσταση. Ο αυτοκράτορας Λέων Γ’, που πρωτοστάτησε στην καταπολέμηση των εικόνων, ήθελε να εδραιώσει τη δική του εξουσία, περιορίζοντας την επιρροή της εκκλησίας και των μοναχών. Οι μοναχοί, οι οποίοι συνήθως ήταν ένθερμοι υποστηρικτές των εικόνων, διατηρούσαν σημαντική πολιτική και κοινωνική επιρροή, και αυτή η εξουσία θεωρούνταν απειλή για την αυτοκρατορική ηγεμονία.
Ποια ήταν όμως τα επιχειρήματα των δύο πλευρών; Η διαμάχη των δύο πλευρών εστιάζει σε βαθιά θεολογικά ζητήματα. Οι εικονολάτρες, οι οποίοι υπερασπίζονταν τη λατρεία των εικόνων, υποστήριζαν ότι οι εικόνες ήταν ένα αναγκαίο μέσο για τη σύνδεση του πιστού με το θείο. Το γεγονός ότι ο Θεός ενσαρκώθηκε στον Ιησού Χριστό, κατά τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έκανε την εικόνα του Χριστού αποδεκτή και θεμιτή. Επιπλέον, οι εικόνες λειτουργούσαν ως εργαλεία εκπαίδευσης για τους αναλφάβητους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να διαβάσουν τις γραφές, αλλά μπορούσαν να κατανοήσουν το μήνυμα των εικόνων. Από την άλλη πλευρά, οι εικονομάχοι αντέτειναν ότι οι εικόνες προκαλούσαν σύγχυση και απομάκρυναν τους πιστούς από την αληθινή λατρεία του Θεού. Κατά τη γνώμη τους, η λατρεία εικόνας ισοδυναμούσε με ειδωλολατρία, και η Εκκλησία θα έπρεπε να επικεντρωθεί στον πνευματικό και άυλο χαρακτήρα του Θεού, χωρίς να χρησιμοποιεί υλικά σύμβολα.
Η Εικονομαχία διήρκεσε περισσότερο από έναν αιώνα και πέρασε από φάσεις έντονης πολιτικής και εκκλησιαστικής αντιπαράθεσης. Ο πρώτος γύρος ξεκίνησε με την απόφαση του Λέοντα Γ’ το 726 μ.Χ. να απαγορεύσει τις εικόνες και να καταστρέψει πολλές από αυτές. Η αντίσταση των μοναχών και των εικονολατρών ήταν έντονη, αλλά η αυτοκρατορική εξουσία κατάφερε να επιβάλει το μέτρο. Οι εικονολάτρες, ωστόσο, συνέχισαν να διατηρούν τη λατρεία των εικόνων σε ορισμένες περιοχές, δημιουργώντας ένα συνεχές κλίμα έντασης.
Η σύγκρουση κορυφώθηκε επί αυτοκράτορα Θεοφίλου (829–842 μ.Χ.), ο οποίος συνέχισε την πολιτική των προκατόχων του και ανέλαβε εκστρατείες κατά των υποστηρικτών των εικόνων. Η εικονομαχία διήρκεσε περίπου 100 χρόνια, με συνεχείς αναταράξεις και εξοστρακισμούς ιεραρχών και μοναχών. Η αναστάτωση αυτή τερματίστηκε το 843 μ.Χ., με τη λεγόμενη «Εορτή της Ορθοδοξίας», όταν η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, σύζυγος του Θεόφιλου, επικύρωσε την επαναφορά των εικόνων στην εκκλησιαστική λατρεία. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε μέσω του Συμβουλίου της Κωνσταντινούπολης το 843, το οποίο αποφάσισε να αποκαταστήσει την τιμή των εικόνων και να καταδικάσει τη θέση των εικονομάχων.
Η αποκατάσταση των εικόνων έφερε μια νέα εποχή στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία συνέχισε να διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη θρησκευτική και πολιτική ζωή του Βυζαντίου, ενώ ταυτόχρονα συνέβαλε στην ενίσχυση της πολιτικής εξουσίας της αυτοκρατορίας και της Εκκλησίας.
Η Εικονομαχία, αν και ολοκληρώθηκε με την τελική επικράτηση των εικονολατρών, άφησε βαριά τη σκιά της στη βυζαντινή κοινωνία και πολιτική. Η διαμάχη για τη χρήση εικόνων συνέβαλε σε μια βαθύτερη θεολογική αναμέτρηση, ενώ η πολιτική εξουσία του κράτους απέδειξε την ικανότητά της να επέμβει σε θρησκευτικά ζητήματα και να καθορίσει την πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η Εικονομαχία είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της σύγκρουσης μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και της θρησκευτικής πίστης. Ουσιαστικά, η διαμάχη αναδεικνύει την ανάγκη της Εκκλησίας να διατηρήσει τον έλεγχό της και της πολιτικής εξουσίας να περιορίσει αυτή την επιρροή για να εδραιώσει την κυριαρχία της. Ενώ η θεολογική πλευρά της διαμάχης είναι αδιαμφισβήτητη, το γεγονός ότι αυτή η σύγκρουση χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο πολιτικής εξουσίας, καταδεικνύει τις αντιφάσεις στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η αποκατάσταση των εικόνων το 843 μ.Χ. φαίνεται να αναγνωρίζει τη δύναμη της παράδοσης και της θρησκευτικής πρακτικής στην καθημερινή ζωή των πιστών. Οι εικόνες, και η σημασία τους, δεν περιορίζονται μόνο στο θεολογικό τους υπόβαθρο, αλλά ενσωματώνονται βαθιά στον πολιτισμό, την τέχνη και την κοινωνία της εποχής. Αν και το ερώτημα της “εικόνας” ως αντικειμένου λατρείας παραμένει θεολογικά ανοιχτό, η Εικονομαχία ανέδειξε την κρισιμότητα της θρησκευτικής ταυτότητας και της επιρροής της στην πολιτική και κοινωνική ζωή του Βυζαντίου.
Πηγή: Wikipedia
Ηλίας Ρήττας