Παιδικές αναμνήσεις από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και την Κατοχή (1940-1944) στην περιοχή του Συνοικισμού της Κορίνθου

Στο πλαίσιο του μαθήματος της Νέας ελληνικής λογοτεχνίας της Α` Γυμνασίου, με αφορμή το κείμενο του Δημήτρη Ψαθά, «Οι Πιτσιρίκοι», ο παππούς, Πέτρος Ορκόπουλος αφηγείται στον εγγονό του, Πέτρο Μπιτσάκο τις παιδικές αναμνήσεις του από τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και την Κατοχή (1940-1944) στην περιοχή του Συνοικισμού της Κορίνθου.

Δευτέρα, 2 Δεκεμβρίου 2024 «Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος το 1940 ήμουν 8 χρονών. Θυμάμαι έντονα αυτή την ημέρα. Πολύ πρωί ήχησαν οι σειρήνες σε όλη την πόλη, μία σειρήνα μάλιστα ήταν και στην ταράτσα του σχολείου μας. Ακούγοντας τις σειρήνες όλοι βγήκαμε έξω φωνάζοντας «τι έγινε;» . Ραδιόφωνα δεν είχαμε, ούτε και ηλεκτρικό ρεύμα υπήρχε στον Συνοικισμό. Μόνο στην πόλη και όχι σε όλα τα σπίτια είχανε ρεύμα από ιδιωτική εταιρεία που και αυτή λειτουργούσε μόνο το ηλιοβασίλεμα. Λοιπόν, μετά τις σειρήνες με τις αρχές μάθαμε πως οι Ιταλοί μας κήρυξαν πόλεμο «πόλεμος, πόλεμος» όλοι φώναζαν. Τι ήταν ο πόλεμος, εμείς τα μικρά δεν το γνωρίζαμε, μετά όμως το βιώσαμε.

Θυμάμαι ένα αεροπλάνο που ήρθε και έριξε βόμβες στη διώρυγα. Επίσης, άλλα αεροπλάνα βομβάρδιζαν το δρόμο στην αρχή της Κορίνθου και άνοιξαν μία μεγάλη γούβα και αυτό, για να μην περνούν ξένα αυτοκίνητα με στρατιώτες που έφευγαν από την Αθήνα στην Πάτρα. Σαν κλείστηκε ο κεντρικός δρόμος, τα αυτοκίνητα μπήκαν στον άσχημο χωματόδρομο του Συνοικισμού ο οποίος δεν έπαθε μεγάλη ζημιά και έφευγαν από αυτόν. Το εντυπωσιακό είναι που μία βόμβα έπεσε σε ένα μπαγδαντί. το γκρέμισε αλλά το υπόγειο δεν έπαθε τίποτα. Και ένα γεροντάκι που είχε κρυφτεί στο υπόγειο δεν είχε πάθει ζημιά και βγήκε ο γέροντας αβλαβής.

Κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών κρυβόμασταν γύρω στα 40-50 άτομα στο καταφύγιο του Βαμβακίδη. Είχε 10 μέτρα βάθος από την επιφάνεια και κατεβαίναμε με σκαλοπάτια που τα είχαν σκάψει κυκλικά από τη μία μεριά αντίστοιχα από την άλλη και στο τέλος μετά από 30 περίπου μέτρα ενώνονταν. Σε αυτήν την ένωση προχώρησαν ευθεία προς την αυλή του σπιτιού του Βαμβακίδη άλλα 15 μέτρα. Για να βρουν το πηγάδι, για αέρα και νερό που ήταν εκεί, δεν προλάβαιναν. Το καταφύγιο αυτό είχε γίνει σαν κατοικία μας. Σε κάθε συναγερμό όλοι εκεί καταφεύγαμε. Άλλοι πήγαιναν αλλού και άλλοι στα χωράφια τους όπου είχαν αποθήκη και κρυβόντουσαν. Στην πόλη υπήρχαν πολλά καταφύγια στα υπόγεια των τσιμεντένιων σπιτιών. Τώρα όσο για τον πόλεμο όλοι είχαν και φόβο και στεναχώρια. Άλλοι είχαν στο στρατό τους πατεράδες τους, τα παιδιά τους, τα αδέρφια τους.

Στην αρχή του πολέμου είχαμε και λίγη χαρά που ο στρατός μας ήταν νικητής στην Αλβανία, αλλά μας πολέμησε και η Γερμανία και από κει και πέρα μας ήρθε η μεγάλη συμφορά. Αλλά και η μεγάλη ελπίδα ότι γρήγορα θα απελευθερωθούμε.

Τώρα θα πω για το πώς κατελήφθη η Κόρινθος όπως το είδαμε εμείς οι μικροί. Παίζαμε, όταν ακούσαμε αεροπλάνα να πετούν κάπως χαμηλά. Και εκεί στην Ποσειδωνία, που ήταν όλο αλάνα, είδαμε να πέφτουν Γερμανοί αλεξιπτωτιστές. Γρήγορα τρέξαμε στο καταφύγιο όπου όλοι ήταν εκεί γιατί είχε χτυπήσει ο συναγερμός. Οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές που έπεσαν στην Ποσειδωνία ανήκαν στον Συνοικισμό πια και ανακάλυψαν το καταφύγιο. Δεν θυμάμαι το πώς μας είπαν να βγούμε έξω. Μας πήραν όλους άντρες, γυναίκες, παιδιά και μας πήγαν σε μία μεγάλη αλάνα πάνω από το σημερινό Λύκειο και αμέσως άπλωσαν μία γερμανική σημαία στο έδαφος ώστε σε περίπτωση που πετούσε γερμανικό αεροπλάνο να μη μας βομβαρδίσει. Μας κράτησαν ως το απόγευμα. Είδαμε από το καταφύγιο να βγαίνουν καπνοί. Είχαν ρίξει δακρυγόνα μήπως είχε κρυφτεί κάποιος μέσα, για να τον αναγκάσουν να βγει έξω. Έτσι, βρεθήκαμε όλοι διοικούμενοι από τους Ιταλούς που ήταν περισσότεροι από τους Γερμανούς στην Κόρινθο. Οι Ιταλοί το σχολείο μας το 4ο Δημοτικό σχολείο Κορίνθου το είχαν κάνει στρατώνα. Στις τάξεις είχαν βάλει για να κοιμούνται. Μας απαγόρευσαν μετά τις 6 το απόγευμα να βγαίνουμε έξω από το σπίτι ενώ μας επέβαλαν να κλείνουμε πόρτες και παράθυρα. Όποιος έβγαινε θα τον πυροβολούσαν. Δυστυχώς, μια τέτοια περίπτωση έτυχε στο Συνοικισμό μας σε μια νεαρή κοπέλα που βγήκε να πάει στο διπλανό σπίτι, σε μια φίλη της. Ο Ιταλός σκοπός πάνω στο σχολείο που ήταν την είδε και την πυροβόλησε και τη σκότωσε.

Η ζωή όλων είχε γίνει δύσκολη, τα τρόφιμα άρχισαν να λιγοστεύουν και πολλά άρπαξαν και οι κατακτητές. Εργασίες λίγες και ο πληθυσμός πολύς. Ένα ψωμί από μία δραχμή κόστιζε ένα εκατομμύριο. Υπήρχαν και οι μαυραγορίτες που, για να πάρεις λίγα φασόλια ή κάποιο άλλο φαγώσιμο, έδινες κάτι πολύτιμο ή κάτι σε χρυσαφικό. Μετά, έπεσε τόση μεγάλη πείνα, που δεν είχαμε τίποτα να φάμε. Τρώγαμε μόνο χόρτα, ρούκα χωρίς λάδι και αλάτι, για περίπου έναν μήνα. Από την αναλαδιά είχα βγάλει σπυριά στα χέρια (ψώρα) και άλλοι άλλα συμπτώματα. Για τα σπυριά στα χέρια μου δεν είχαμε αλοιφές και βάζαμε θειάφι.

Ευτυχώς μετά ήρθε ο Ερυθρός Σταυρός και έκανε συσσίτιο, λίγο ψωμί, μια κουταλιά φαγητό σχεδόν νεροζούμι, αλλά κάτι ήταν και αυτό, αλλιώς θα πεθαίναμε από την πείνα. Μαθαίναμε στην Αθήνα, που δεν υπήρχαν ούτε χόρτα, ότι πέθαιναν πολλοί άνθρωποι στους δρόμους. Πολλά παιδιά πηγαίναμε σε χωράφια που ήταν κοντά μας και μες στα αγκάθια βρίσκαμε μανιτάρια και τα τρώγαμε ωμά και άπλυτα. Δίπλα ήταν ένα αμπέλι και ψάχναμε για κανά καμπανάρι και βρίσκαμε λίγες ρώγες και τρώγαμε.

Άλλο που είναι αξέχαστο, τα μεσημέρια που έτρωγαν οι Ιταλοί στρατιώτες πολλά παιδιά πήγαιναν στα κάγκελα του σχολείου και τα χτυπούσαν με κάτι κουτάκια από κονσέρβες που κρατούσαν φωνάζοντας δυνατά στους στρατιώτες που έτρωγαν «σινιόρε τοκοπάνε, σινιόρε τοκοπάνε», «κύριε λίγο ψωμί, λίγο ψωμί». Και οι Ιταλοί από τα αποφάγια τους, τους έβαζαν στα κουτάκια τους λίγο φαγητό. Επίσης, έξω από το σχολείο υπήρχε ένα ρέμα όπου άδειαζαν τα καζάνια τους για να τα πλύνουν και πέταγαν σκουπίδια κι αποφάγια. Εκεί πηγαίναμε και ψάχναμε να βρούμε κάτι να φάμε, κανένα κομμάτι ψωμί, καμιά φλούδα, κανά κουκούτσι.

Τώρα όσο για το σχολείο, τελείωσα το Δημοτικό το 1946, αλλά καλά που θυμάμαι που έβγαλα τις πρώτες τάξεις στις αρχές του πολέμου. Πήγαμε λίγο σχολείο, κατά την Κατοχή θυμάμαι κάναμε σε ένα καφενείο, είμασταν τόσα πολλά παιδιά και νομίζω κάναμε δύο τάξεις μαζί. Το πόσο καθίσαμε εκεί δεν θυμάμαι. Μετά πήγαμε στην αίθουσα του Χριστιανικού Συλλόγου και κάναμε εκεί μάθημα. Μετά την απελευθέρωση πήγαμε στο σχολείο μας. Τσάντες όλοι είχαμε πάνινες που μας έραβαν οι μάνες μας, βιβλία σχεδόν μόνο το αναγνωστικό και θυμάμαι ένα μικρό βιβλίο ζωολογίας, κάνα δύο τετράδια, ένα μολύβι, ξύστρα και γόμα. Στην έκτη τάξη είχαμε βιβλίο γραμματικής, παπούτσια παλιά που λίγοι είχαν και πολλές φορές ήμασταν ξυπόλυτοι. Ο πατέρας μου είχε φτιάξει τσόκαρα και αυτά είχα για παπούτσια, πολύς κόσμος με τσόκαρα κυκλοφορούσε. Στην πέμπτη τάξη, πολλοί αρχίσαμε να γράφουμε με πένα και μελάνι. Το μελάνι ήταν ακριβό και το φτιάχναμε μόνοι μας. Ξύναμε μελανί μολύβι το κάναμε σκόνη και το ανακατεύαμε με νερό και έτσι γινόταν μελάνι. Όσο από ρούχα δεν είχαμε πολλά, ήταν βέβαια όλα καθαρά αλλά μπαλωμένα.

Κάτι ακόμη που πρέπει να αναφέρω κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήταν η αντιμετώπιση του κρύου. Γνωρίζαμε πού πετούσαν τα τρένα τα καμένα κάρβουνα, τη στάχτη. Τη στάχτη αυτή τη μαζεύαμε και τη ζυμώναμε με ασπρόχωμα και φτιάχναμε στρογγυλές πίτες και της αφήναμε στον ήλιο να ξεραθούν.

Μετά στη φουφού, ντενεκές πετρελαίου εντοιχισμένος στα πλάγια με λάσπη, στο κάτω μέρος βάζαμε φωτιά και στο πάνω μέρος στη σχάρα κόβαμε μικρά κομμάτια από τις πίτες και τα αφήναμε να πιάσουν αμέσως φωτιά που διαρκούσε αρκετή ώρα. Έτσι ζεσταινόμασταν.

Κάτι που δεν μπορώ να το ξεχάσω από την κατοχή πιτσιρίκος τότε ίσως 10 χρονών είδα μέσα στην Κόρινθο ένα κρεμασμένο άνθρωπο, σε ένα δέντρο. Δεν φοβήθηκα αλλά πάντα σαν περνάω από εκεί στο νου μου έρχεται το γεγονός αυτό.

Πολλά είναι τα της Κατοχής αλλά θα αναφέρω κάτι που είναι αξιόλογο. Από την πείνα πολλοί αψηφούσαν και τη ζωή τους, σε φορτηγά αυτοκινήτων των κατακτητών που μετέφεραν τρόφιμα, έτρεχαν από πίσω και κρυφά σκαρφάλωναν επάνω και πετούσαν κάτω ψωμιά και άλλα τρόφιμα. Αυτή ήταν η περίφημη και ονομαστοί σαλταδόροι. Είχαμε και στον Συνοικισμό έναν, που μια φορά πηδώντας από το αυτοκίνητο, χτύπησε το πόδι του και μετά κούτσαινε όλη του τη ζωή. Ήταν ασφαλώς ένας ήρωας.» (Την επιμέλεια της εργασίας είχε η εκπαιδευτικός Ευγενία Καλομοίρη)

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης