Η Άλκη Ζέη αφηγείται την ιστορία της…

Μέσα στο 2023 συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση της Άλκης Ζέη. Η αγαπημένη συγγραφέας μικρών αλλά και μεγαλύτερων αναγνωστών έφυγε από τη ζωή το 2020, ωστόσο το έργο και η μνήμη της παραμένουν ολοζώντανα. Το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, για να την τιμήσει, ανακηρύσσει το 2023 ως “Λογοτεχνικό Έτος Άλκης Ζέη“.

Η ζωή της Άλκης Ζέη κομμάτι της ιστορίας

«Από τα μικρά μου χρόνια έως σήμερα, ας μην πω με ακρίβεια πόσα είναι γιατί θα τρομάξω κι εγώ η ίδια, έζησα έναν πόλεμο, δύο εμφύλιους πολέμους, δύο δικτατορίες και δύο προσφυγιές. Δεν τα έζησα σαν απλός παρατηρητής αλλά παίρνοντας ενεργό μέρος κάθε φορά, κι έτσι και να ήθελα δεν θα μπορούσε το συγγραφικό μου έργο να μην επηρεαστεί από τα γεγονότα αυτά που συγκλόνισαν τον τόπο μας. Άθελά μου η ζωή μου μπλέχτηκε μέσα στην Ιστορία κι έγινα κι εγώ ένα κομμάτι της. Το συγγραφικό μου, λοιπόν, έργο, θέλω δεν θέλω, είναι γεμάτο Ιστορία… Αν πέτυχα να κάνω τα παιδιά να την ακούσουν τουλάχιστον, το μέλλον θα δείξει»

Η αφετηρία της

«Όλοι έχουν μια αφετηρία στη ζωή τους. Εμένα δεν ξέρω γιατί, μου πέσανε πάρα πολλές και κάθε φορά άρχιζα από έναν καινούριο δρόμο. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, τον θυμάμαι στη Σάμο. Ενώ δεν γεννήθηκα εκεί, πήγα τριών χρονών με την αδερφή μου επειδή είχε πάθει η μητέρα μας φυματίωση. Για μένα όλος ο κόσμος ήταν η Σάμος. Αυτή ήταν η Ελλάδα. Τα πεύκα, η θάλασσα, ο παππούς που νομίζαμε ότι είναι αρχαίος Έλληνας γιατί ήταν καθηγητής αρχαίων ελληνικών και μόνο για θεούς και μύθους μάς μιλούσε. Νιώθαμε ότι αυτός είναι ένας ευτυχισμένος τόπος που δεν θέλαμε καθόλου να τον χάσουμε».

Η σχέση της με το βιβλίο

«Εκείνο που κυρίως πίστευα τότε είναι ότι μέσα στη ζωή, όπως βάζεις τα παπούτσια σου κάθε πρωί, έτσι πρέπει να πάρεις και ένα βιβλίο. Γιατί πάντα βλέπαμε τον παππού μας να κρατάει ένα βιβλίο στο χέρι, ακόμα και όταν πήγαινε περίπατο στην παραλία, διάβαζε περπατώντας. Έτσι κι εγώ, μικρή έπαιρνα ένα βιβλίο και περπατούσα πάνω-κάτω, έτσι νόμιζα ότι έπρεπε να κάνουμε. Από αυτόν τον ωραίο τόπο φύγαμε, γιατί η μητέρα μας έγινε καλά και μας πήγανε στο Μαρούσι. Μας φάνηκε ότι πήγαμε σε μια ξένη γη, με δυο ξένους ανθρώπους που μας είπαν ότι ήταν οι γονείς μας και όταν έφυγε ο παππούς μας, νόμιζα ότι πήρε τα πάντα μαζί του. Ήταν μια καινούρια αφετηρία».

Η γνωριμία της με τη Ζωρζ Σαρρή

«Στο σχολείο στην Αθήνα, γνώρισα τη Ζωρζ Σαρρή και ως την τελευταία της στιγμή που έφυγε για πάντα μείναμε φίλες. Και αυτό που λέω πάντα στους νέους είναι ότι η φιλία παίζει μεγάλο ρόλο στη ζωή. Με την αδερφή μου μας άρεσε πολύ να διαβάζουμε ποίηση και κυρίως ποιήματα λυπητερά του Παλαμά, του Πολέμη… Τα διαβάζαμε κάθε βράδυ και κλαίγαμε. Και έτσι κάτι μού μπήκε μέσα μου, μήπως γράψω κι εγώ ποιήματα».

Η γνωριμία της με τη Διδώ Σωτηρίου

«Ο δίδυμος αδερφός της μητέρας μου είχε αρραβωνιαστεί μια κοπέλα. Αυτή η κοπέλα, που είχε και λίγο στραβή μύτη αλλά και κάτι μάτια που έβγαζαν φλόγες, ήταν η μεγάλη μας συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου. Όποιος δεν την έχει γνωρίσει σαν άνθρωπο έχει χάσει πολλά κι εμείς κερδίσαμε πάρα πολλά ζώντας μαζί της. Μας έκανε να θέλουμε ν’ αγαπάμε κάτι, να ενδιαφερόμαστε για κάτι και να διαβάζουμε βέβαια. Στον γάμο της, της έγραψα ένα ποίημα. Η Διδώ το πήρε. Ήμουν 9 χρονών. Χαμογέλασε αλλά όταν κοίταξα τα μάτια της, μου φάνηκαν τόσο λυπημένα και πήρα απόφαση στη ζωή μου ότι δεν θα γίνω ποτέ ποιήτρια».

Η Άλκη Ζέη την περίοδο της Κατοχής

(Όταν μπήκε ο πόλεμος). «Όσο έλειπε ο πατέρας μου στην τράπεζα, που δούλευε το πρωί, το σπίτι μας γινόταν γιάφκα. Έφερνε η Διδώ τις γυναίκες της αντίστασης, την Ηλέκτρα Αποστόλου που εκτέλεσαν οι Γερμανοί, τη Μέλπω Αξιώτη, τη Ζέρβου, τη Σβόλου και όταν έφευγαν -γιατί κάπνιζαν σαν τεκέδες- η πρώτη μας αντιστασιακή πράξη με την αδερφή μου ήταν να ανοίγουμε την μπαλκονόπορτα και με τραπεζομάντιλα να αερίζουμε τον χώρο, ώστε να φύγει η μυρωδιά του καπνού, μη γυρίσει ο πατέρας μας και καταλάβει τίποτα.

Η Διδώ συνήθιζε να μας λέει τότε: “Μη νομίζετε ότι δεν είναι τίποτα, είναι κάτι σπουδαίο”. Μετά οργανωθήκαμε στην ΕΠΟΝ. Στην ΕΠΟΝ κάναμε και πάρτι ολονύχτια, γιατί δεν μπορούσαμε να γυρίζουμε αργά στα σπίτια, απαγορευόταν η κυκλοφορία. Και βάζαμε ένα γραμμόφωνο και κάναμε ότι χορεύαμε για να μπορούμε να τυπώνουμε παράνομες εφημερίδες, προκηρύξεις κ.ά. Στο πιάνο έπαιζε ένα παιδί όλη τη νύχτα και του βάζαμε στο στόμα μαύρες σταφίδες για να μην πεινάει. Αυτό το παιδί ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις.

Πολλές φορές με τη Ζωρζ -όσο ζούσε ακόμα- καθόμασταν και λέγαμε: “Μην το πούμε πουθενά αλλά τα χρόνια της κατοχής ήταν ευτυχισμένα χρόνια”, γιατί πιστεύαμε σε κάτι, είχαμε ένα όραμα, πιστεύαμε ότι πραγματικά και εμείς βοηθούμε στο να απελευθερωθεί η Ελλάδα. Λέγαμε, όταν τελειώσει η Κατοχή, θα ζήσουμε αυτό το όραμα. Τώρα αν δεν μας βγήκε, είναι άλλο θέμα…».

Η ημέρα της απελευθέρωσης

«Η 12η Οκτωβρίου που δεν γιορτάζεται στην Ελλάδα ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου, η μέρα που πιστέψαμε ότι όλα τα όνειρά μας θα γίνουν πραγματικότητα. Αλλά δεν βάστηξε πολύ. Ήρθε ο Δεκέμβρης του 1944, που θα ‘θελα να μην είχε υπάρξει ούτε στην ιστορία ούτε στη ζωή μου.
Εκεί κατάλαβα τι θα πει εμφύλιος, τι θα πει να χωριζόμαστε στα δύο, τι θα πει η διπλανή μου στο θρανίο, όταν φτάσαμε στον Βόλο που πηγαίναμε με τα πόδια και της χτύπησα την πόρτα, να με κοιτάζει σαν να βλέπει τον μεγαλύτερό της εχθρό. Και εκεί είπα “δεν είναι δυνατόν πια να μην αγαπάμε ο ένας τον άλλον, τον άνθρωπο που ήμασταν κοντά”.

Όλη αυτή την αγριάδα που είχε ο Δεκέμβρης, δεν την έχω ξεχάσει. Και τώρα, όταν βλέπω τους πρόσφυγες που περπατούν χιλιόμετρα για να φτάσουν, θυμάμαι πώς περπατούσαμε εμείς για να ξεφύγουμε όταν τέλειωσε ο Δεκέμβρης. Δεν φοβήθηκα ποτέ στη ζωή μου, όσο φοβήθηκα τότε».

Η Σάμος

«Στο σπίτι του παππού στη Σάμο, στο σαλόνι, υπήρχε μια βιτρίνα και μέσα ήταν ένας τίγρης, το καπλάνι. Έτσι το έλεγα εγώ στη Σάμο και νόμιζα πως το ξέρουν όλοι στην Ελλάδα όταν έγραφα το βιβλίο. Ούτε το καπλάνι ήξερε τότε, ούτε εγώ τι ρόλο θα παίξουμε στη ζωή μας και οι δύο. Το βιβλίο μεταφράστηκε, πήρε βραβεία, μπήκε στα σχολεία (κυρίως από πείσμα των δασκάλων, γιατί πολλοί ήταν και εκείνοι που πάλεψαν για να μην μπει) και αυτό μου δίνει μίαν ανάταση. Όταν το έγραφα, δεν ήξερα ότι γράφω βιβλίο για παιδιά. Ήθελα να πω τις αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια».

Από την έκθεση «Άλκη Ζέη 1923 – 2020. Ο μεγάλος περίπατος της Άλκης» στο Μουσείο Μπενάκη

Από την έκθεση «Άλκη Ζέη 1923 – 2020. Ο μεγάλος περίπατος της Άλκης» στο Μουσείο Μπενάκη

Γράφοντας το καπλάνι της βιτρίνας

Όταν άρχισα να γράφω το Καπλάνι της βιτρίνας το έκανα, γιατί ήθελα να διηγηθώ στα παιδιά μου για το πώς μεγάλωσα εγώ με την αδελφή μου. Πάντα ιστορίες από τη ζωή μου τους έλεγα. Ποτέ παραμύθια. Τότε ήμασταν πολιτικοί πρόσφυγες στη Μόσχα και ήθελα τα παιδιά μου να μάθουν για την Ελλάδα. Δεν ήθελα να τους λέω παραμύθια και έτσι άρχισα να τους λέω για το τι έκανα εγώ και η αδελφή μου. Και όταν τελείωσα και το έστειλα στην Ελλάδα, και ο εκδότης δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν και έγραψε πως είναι βιβλία για νέους. Τότε δεν είχαν συνηθίσει βιβλία που να μιλάνε για δικτατορία. Κυνηγήθηκε πολύ το βιβλίο. Μετά τη μεταπολίτευση πήρε την κανονική του θέση. Εγώ δεν είχα καταλάβει ότι έκανα πολιτική. Έγραφα για τα παιδικά μου χρόνια. Πάντα ήθελα να γυρίσω. Και πάντα έφευγα»

«Το καπλάνι της βιτρίνας». Οι εντυπώσεις μου.

Η υπόθεση έχει να κάνει με δυο μικρές αδερφές που ζουν σ’ ένα νησί το 1936, ακούνε τις ιστορίες του καπλανιού που τους διηγείται ο ξαδερφός τους, ο Νίκος και ανταμώνουν με τους φίλους, μόλις έρχεται το καλοκαίρι. Mε άγγιξαν η υποθεση και οι ήρωες του βιβλίου. Οι ήρωες είναι ιδιαίτερες προσωπικότητες με διαφορετικές απόψεις, ιδέες και τρόπο ζωής και μέσω αυτών θίγονται σημαντικά και ενδιαφέροντα ζητήματα, όπως η ελευθερία άποψης, η φιλία και η ειλικρίνεια. Το πιο ενδιαφέρον για μένα είναι το πως αποτελεί μια αξιόπιστη πηγή ιστορίας, καθώς  μας μεταφέρει σε εκείνη την εποχή  δίνοντας πληροφορίες για την σύγχρονη ελληνική ιστορία, την καθημερινότητα των παιδιών και το πώς επηρεάστηκαν οι υποστηρικτές και μη της χούντας. Πληροφορίες που δεν θα μάθαινα από αλλού.

Ένα παιδί από το πουθενά. Το τελευταίο της βιβλίο.

Η ιστορία είναι για ένα δεκάχρονο αγόρι, τον Ίκαρο Λαμπρίδη ο οποίος μένει στο Παγκράτι με τη θεία του Ελένη Ιοκάστη Καποδίστρια. Ζηλεύει που η θεία αποκαλεί αγόρι της τον παπαγάλο. Φίλοι και μέντορες του είναι δύο πρόσωπα, ένας άστεγος και ο γυμναστής του. Το τελευταίο της βιβλίο καταπιάνεται με τα σύγχρονα προβλήματα των νέων. Όπως και σε κάθε της βιβλίο, αγγίζει σημαντικά ζητήματα μέσα από την επιλογή των πρωταγωνιστών της, όπως η μετανάστευση και ο εκφοβισμός. Αγαπημένα μου στοιχείο  στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι το πως αναλύεται η ψυχολογία των σημερινών νέων και το πως δίνεται στον αναγνώστη η ευκαιρία να δει τις αντιδράσεις απέναντι στις καθημερινές καταστάσεις από την παιδική, αθώα σκέψη και οπτική.

 

 

Από την έκθεση «Άλκη Ζέη 1923 – 2020. Ο μεγάλος περίπατος της Άλκης" στο Μουσείο Μπενάκη

Από την έκθεση «Άλκη Ζέη 1923 – 2020. Ο μεγάλος περίπατος της Άλκης» στο Μουσείο Μπενάκη

Τα μολύβια Φάμπερ της Άλκης Ζέη

Τα μολύβια Φάμπερ της Άλκης Ζέη

Η ευχή της…

 «Να είστε μαζί, να αγαπιέστε και να βοηθάει ο ένας τον άλλον. Αυτό είναι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε σήμερα, να παρασταθούμε ο ένας στον άλλον και υλικά αλλά και ψυχικά, για να μην μας πάρει η κατάθλιψη. Είναι πολύ φοβερό να πάθουμε κατάθλιψη σαν λαός, γι’ αυτό νομίζω ότι πρέπει μέσα μας να έχουμε μια μικρή φλόγα, μια μικρή χαρά και τότε θα δείτε πως όλα θα είναι πιο ανάλαφρα. Είναι δύσκολα χρόνια, όσο κρίση και αν υπάρχει όμως, έστω και σε ένα πολύ μικρό πράγμα να ελπίζετε, σιγά σιγά θα γίνει ένα μεγάλο παζλ».

Γράφει ο Νίκος Τζιόλας Γ4

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης