Μια από τις σημαντικότερες γιορτές του Χριστιανισμού είναι το Πάσχα. Οι Χριστιανοί βρίσκονται σε όλες τις περιοχές του κόσμου, μία από αυτές τις περιοχές είναι ο Πόντος. Ο Πόντος από την αρχαιότητα υπήρξε έντονο πεδίο ελληνικού αποικισμού και ύστερα μία από τις σημαντικότερες περιοχές, στην οποία υπήρχε πλειοψηφία Ορθόδοξων Χριστιανών με αποτέλεσμα να υπάρχουν Χριστιανικά έθιμα.
Η εβδομάδα των Παθών είναι πολύ σημαντική για την Ορθόδοξη Εκκλησία, ιδιαίτερα η Κυριακή των Βαΐων, διότι τότε γιορτάζεται η Θριαμβευτική υποδοχή που έγινε στον Ιησού στα Ιεροσόλυμα, όταν μπήκε στην πόλη καθισμένος «επί πώλον όνου» (πάνω σε γαϊδουράκι)
και τον υποδέχτηκαν οι κάτοικοι μετά των βαΐων και κλάδων. Το βάγιο είναι το γνωστό σε όλους θαμνώδες φυτό, που κοινώς το λέμε δάφνη. Η λέξη ‘το βαΐον’ βρίσκεται στην Αμισό, Σαμψούντα, Κερασούντα, Ορντού, Τραπεζούντα και Σάντα. Στον Πόντο επικράτησε το έθιμο να βαΪζουν, δηλαδή αυτή τη μέρα νέα παιδιά, κρατώντας καλαθάκια στολισμένα με βάγια γυρνούσαν, σταματούσαν, μπροστά από σπίτια και τραγουδούσαν το εξής τραγούδι:
«Θεία! Θεία! και των Βαΐων!
Εμέν κερκέλ, κι εσέν ωβόν!
Έρθεν ο Λάζαρος με το Βαΐον
Αεθόδωρον κι Αεδημήτρης¨
Η Μεγάλη Πέμπτη
Όπως σε όλη τη μητροπολιτική Ελλάδα, έτσι και στους Έλληνες του Πόντου η Μ. Πέμπτη ήταν μεγάλημέρα, μεγάλη γιορτή , μέρα πένθους. Την Μ. Πέμπτη κάθε οικογένεια πρόσφερε στην εκκλησία λίγο αλάτι, ψημένα αυγά και ένα ψωμί. Όλα τα έβαζαν κάτω από την Αγία Τράπεζα. Και έπειτα, αφού ο παπάς τελείωνε την ανάγνωση των 12 Ευαγγελίων και τη λειτουργία της Ανάστασης, ο παπάς τα επέστρεφε στους κατόχους του, αφού είχε κρατήσει από κάθε οικογένεια ένα αυγό και το κέντρο του άρτου, όπου υπήρχε η σφραγίδα.
Ένα άλλο έθιμο είναι ότι πήγαιναν νωρίς στην εκκλησία για να κοινωνήσουν και να πάρουν την ευλογία του παπά, ώστε να μπορέσουν να μαγειρέψουν για το Πάσχα. Όταν γύριζαν από την εκκλησία, έβαφαν τα αυγά με κόκκινο χρώμα ή με κρομμυδότσουφλα ή με μωβ μελάνι, τα οποία τα πήγαιναν στα νεκροταφεία, ή με φύλλα δέντρων. Και έπειτα κατασκεύαζαν τα κερκέλια, δηλαδή τσουρέκια, στα οποία έβαζαν 6-7 κόκκινα αυγά πάνω τους και τα πήγαιναν στην εκκλησία.
Η Μεγάλη Παρασκευή
Και στον Πόντο γιορτάζονταν με μεγάλη Θρησκευτική κατάνυξη και τη θεωρούσαν όλοι μέρα βαρύτατου πένθους. Στα Σούρμενα την Μ. Παρασκευή ήταν μέρα πένθους. Τα μαγαζιά και τα εργαστήρια έμεναν κλειστά και κανείς δε δούλευε, ήταν αμαρτία. Οι καμπάνες από το πρωί χτυπούσαν πένθιμα. Τα κορίτσια από το βράδυ της Μ. Πέμπτης στόλιζαν με λουλούδια τον Επιτάφιο.
Κατά το μεσημέρι, πήγαινε ο κόσμος νηστικός για να προσκυνήσει, ενώ οι μητέρες έβαζαν τα παιδιά τους να περάσουν τρεις φορές κάτω από τον Επιτάφιο για να έχουν καλή υγεία. Επίσης, την Μ. Παρασκευή μικροί-μεγάλοι νήστευαν μέχρι την ακολουθία των Ωρών και μάλιστα πού αυστηρά, ώστε έλεγαν:<< Τη Μεγάλη Παρασκευήν εφτά χρονών παιδίν εφτά φοράς ελιγώθεν και νερόν ‘κι έδωκαν ατο να πίν’>>. (Δηλαδή εφτά χρονών παιδί εφτά φορές λιποθύμησε από τη δίψα και νερό δεν επέτρεψαν να του δώσουν.) Έτσι οι γυναίκες το πρωί πήγαιναν και καθάριζαν την εκκλησία μοιρολογώντας.
Στα Κοτύωρα όλη την εβδομάδα και ιδιαίτερα τη Μ. Παρασκευή ακουγόταν απ’ όλα τα σπίτια το παρακάτω μοιρολόγι:
Σήμερον μαύρος Ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα, σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται
Σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι, οι άνομοι και τα σκυλιά κι’ οι τρισκαταραμένοι για να σταυρώσουν το Χριστό, των πάντων Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.
Κι’ η Παναγιά, η Δέσποινα καθόταν στο θρονί της, τας προσευχάς της έκανε για τον Μονογενή της.
Φωνή της ήρθ’ εξ Ουρανού απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι’ οι μετάνοιες, το γιο σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε, και στου Πιλάτου τις αυλές εκεί τον τυραγνάνε.
-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια. Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.[…]
-Συ Φαραέ, που τά ‘φτιασες πρέπει να μας διδάξεις. Κύριε Ιησού Χριστέ, Έλεος Έλεος Έλεος
Η Λαμπρή ονομάζονταν από τους Πόντιους το Πάσχα και γενικά ό,τι είχε σχέση με αυτό. Την παραμονή της ημέρας στόλιζαν όλα τα σημεία της εκκλησίας, τον αυλόγυρο, την είσοδο, τις κολώνες, το τέμπλο, το δεσποτικό θρόνο κ.α. με φύλλα δάφνης και κλαδιά από μυρτιά και πύξο, που ήταν αυτοφυή και άφθονα στην περιφέρεια της Τραπεζούντας. Ο κλήρος φορούσε τις πιο πλούσιες φορεσιές του και γενικά όλοι φορούσαν τα καλά τους, ιδίως την διπλανάσταση. Στον Πόντο το Πάσχα δεν ήταν μόνο Θρησκευτική γιορτή αλλά και εθνική γιορτή, γιατί τους έδινε την ευκαιρία να συγκεντρωθούν σε μεγάλες ομάδες.
Πάσχα στην Κοζάνη
Η Σαρακοστή
Σαράντα μέρες κράταγε η νηστεία πριν το Πάσχα, γιατί τόσες νήστεψε και ο Χριστός στην έρημο. (Αν τις μετρήσουμε από την Καθαρή Δευτέρα έως και το Μεγάλο Σάββατο είναι σαράντα οκτώ [48])! Τις τρεις πρώτες της Μεγάλης Εβδομάδας, μάλιστα, μερικές γυναίκες δεν έβαζαν στο στόμα τους τίποτα, ούτε καν ψωμί ή νερό και την τέταρτη έτρωγαν μόνο ειδικά φαγητά – καρυδόπιτα, σούπα με φασόλια, πετιμέζι.
Η “κυρά Σαρακοστή” ήταν το ημερολόγιό τους. Την παρίσταναν ως καλογριά. Έπαιρναν μια κόλλα χαρτί και σχεδίαζαν μια γυναίκα. Δεν της έκαναν στόμα γιατί συνέχεια νήστευε και τα χέρια της ήταν σταυρωμένα γιατί όλο προσευχόταν. Είχε 7 πόδια, τις 7 βδομάδες της Σαρακοστής. Κάθε Σάββατο έκοβαν και ένα πόδι. Το τελευταίο το έκοβαν το Μεγάλο Σαββάτο.
Το Σάββατο του Λαζάρου
Το Σάββατο του Λαζάρου, ο λαός μας γιορτάζει την πρώτη Λαμπρή. Την έγερση του φίλου του Χριστού του «αγέλαστου» Λάζαρου. Είναι η μέρα που ο Χριστός νίκησε το θάνατο. Το Σάββατο του Λαζάρου θεωρείται μέρα του θανάτου και της ζωής. Σε κάποια χωριά, μάλιστα, οι αγρότες δεν μαζεύουν τη σοδιά τους, γιατί φοβούνται ότι οι καρποί της γης φέρουν τον θάνατο μέσα τους.
Οι Λαζαρίνες
Σε πολλά μέρη της Ελλάδας γιορτάζουν τους Λαζάρους. Στην περιοχή του Τσιαρτσιαμπά (νότια της Κοζάνης) συναντούμε τις «ΛΑΖΑΡΙΝΕΣ». Την παραμονή της γιορτής, οι Λαζαρίνες ξεχύνονταν στα χωράφια έξω από τα χωριά για να μαζέψουν λουλούδια που με αυτά θα στόλιζαν το καλαθάκι τους την άλλη μέρα ντυμένες με τοπικές ενδυμασίες φορώντας ειδική στολή. Γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το Λάζαρο και εισέπρατταν μικρό φιλοδώρημα, χρήματα, αυγά, φρούτα ή άλλα φαγώσιμα.
Κυριακή των Βαΐων
Η Κυριακή της Μεγάλης Εβδομάδας ονομάζεται έτσι, γιατί “μετά Βαΐων και κλάδων” έγινε η υποδοχή του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Ο Χριστός μπαίνει στην πόλη χωρίς την βασιλική πολυτέλεια, καθισμένος επί πώλου όνου, αντί για ροδοπέταλα και τελετές, τα μικρά παιδιά κουνούν τα βάγια των φοινίκων, αντί να τον υποδεχτούν οι πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες του τόπου.
Χαρακτηριστικό έθιμο της ημέρας είναι ο στολισμός των εκκλησιών με βάγια, ενώ μετά τη λειτουργία ο παπάς ευλογεί και δίνει στους πιστούς σταυρούς από βάγια, τους οποίους βάζουμε στα εικονίσματα ή όπου αλλού χρειαζόμαστε προστασία.
Όλοι οι Κοζανιώτες εκκλησιάζονται και παίρνουν Βάια (βάγια) από τον Παπά της ενορίας τους. Με αυτά στολίζουν όλα τα υπάρχοντά τους. Τα σπίτια, τα μαγαζιά, τα χωράφια ακόμη και τα κάρα τους (αυτοκίνητα σήμερα)! Την Κυριακή των Βαΐων τρώγεται ψάρι, συνήθως γριβάδι ή αν δεν βρεθεί μπακαλιάρος.
Η Μεγάλη Εβδομάδα
Από το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων, οι Κοζανιώτες παρακολουθούν στην εκκλησία τις ακολουθίες του Θείου Δράματος. Οι γιαγιάδες, κυρίως, έπαιρναν τα παιδιά του σπιτιού στην εκκλησία. Όλα τους κουβαλούσαν μικρά καρεκλάκια ή σκαμνάκια και όλα τους είχαν καλάθια. Τα καλάθια δεν ήταν τίποτε άλλο από κεριά περίτεχνα φτιαγμένα σε διάφορα σχήματα καλαθιού, σταυρού, αυγού κλπ. που τα άναβαν και τα ξετύλιγαν σιγά – σιγά μέχρι το τέλος της ακολουθίας. Ήταν ένα «σόφισμα» των μεγάλων για να μην κάνουν αταξίες τα μικρά, γιατί ήταν συνεχώς προσηλωμένα στο ξετύλιγμα του κεριού.
Γράφει η Ελένη Ιωαννίδου Γ2