“ ΑΡΝΟΥΜΑΙ…” Μικρές Ιστορίες.

ΑΠΟ: 8ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΓΛΥΦΑΔΑΣ - Ιουν• 25•21

 

Antonis_Samarakis_-_Arnoymai_Page_001

 

Ιστορία πρώτη:

Το γεγονός ότι πολλοί μαθητές στο σχολείο δέχονται εκφοβισμό από άλλα μεγαλύτερα παιδιά σε ηλικία, είναι αρκετά σοβαρό.

Ο Μιχάλης περπατούσε αργά, με την τσάντα του στον ώμο  και δειλά προς την έξοδο του σχολείου. Δεν τον γνώριζα και πολύ καλά, ήταν συνήθως σιωπηλός και δεν είχε πολλές παρέες. Ήταν μαθητής της Πρώτης κι εγώ της Τρίτης τώρα πια, εξάλλου εμείς της Τρίτης δεν κάναμε παρέα με τα μικρά.

Εκείνο το μεσημέρι, περίμενα στην πόρτα του σχολείου τη μητέρα μου. Είχε αργήσει λίγο, γιατί είχε κίνηση στο δρόμο, έτσι κάθισα στο παγκάκι, παρατηρώντας τα παιδιά που έφευγαν. Έτρεχαν χαρούμενα, γελώντας και κάνοντας αστεία. Όλα, εκτός από τον Μιχάλη. Τότε θυμήθηκα ότι πάντοτε ο Μιχάλης έφευγε τελευταίος, σαν να μην ήθελε να συναντήσει κανέναν… Έτσι κι αυτό το μεσημέρι περπατούσε αργά, σκυμμένος, κοντά στον τοίχο της αυλής, σαν αόρατος. Κάποια στιγμή, μείναμε οι δυο μας στο πεζοδρόμιο… ούτε που με πρόσεξε! Ξαφνικά εμφανίστηκε μια παρέα τριών παιδιών της δευτέρας. Προτού να καταλάβω τι γίνεται, έτρεξαν προς τον Μιχάλη, του άρπαξαν τη τσάντα κι άρχισαν να τον σπρώχνουν. Ο Μιχάλης, έμεινε ανέκφραστος, σαν να το περίμενε αυτό. Τα παιδιά γελούσαν και τον κορόιδευαν, αλλά γιατί;

Μετά από λίγο, δεν μπορούσα να συγκρατήσω τις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου. Ένα αδύναμο παιδί να αντιμετωπίσει την επίθεση τριών μεγαλύτερων! Τόσο άδικο, αφού δεν πείραξε ποτέ κανέναν! Τότε κατάλαβα γιατί δεν μιλούσε και πέρναγε πάντα απαρατήρητος… φοβόταν πάρα πολύ.

Τα τρία αγόρια είχαν κάνει την τσάντα του μπάλα κι ο Μιχάλης στεκόταν σε μια άκρη στενοχωρημένος. Δεν άντεξα άλλο. Έπρεπε να κάνω κάτι, αφού δεν ήταν κανείς άλλος εκεί για να τον βοηθήσει. Σηκώθηκα από το παγκάκι και τους πλησίασα. Μόλις με είδαν, σταμάτησαν να κλωτσάνε την τσάντα και γύρισαν προς το μέρος μου.

«Αυτό που κάνετε είναι απαράδεκτο!» τους φώναξα. «Θα αφήσετε την τσάντα του Μιχάλη αμέσως και θα ζητήσετε συγγνώμη! Κι αν δεν το κάνετε αμέσως, θα ειδοποιήσω τον Διευθυντή και τους γονείς σας. Ήρθατε ποτέ στη θέση αυτού του παιδιού;»

Αμέσως έδωσαν την τσάντα στον Μιχάλη, με ντροπή. Ίσως κατάλαβαν τι έκαναν, ίσως και να ντράπηκαν που είμαι μεγαλύτερός τους. Έτσι ζήτησαν συγγνώμη κι έφυγαν τρέχοντας!

«Κανείς ποτέ δεν ασχολήθηκε μαζί μου», μου είπε ο Μιχάλης.

«Αλήθεια, γιατί το έκανες αυτό;»

«Κι όμως» του είπα «Δεν είναι δύσκολο».

Έτσι τον χαιρέτησα και του είπα ότι δεν πρέπει να ανεχόμαστε την αδικία.

Αρνούμαι! Κι αυτή είναι μία καλή άρνηση…

 

               Λεωνίδας Σταυρόπουλος-Κοραής (Γ3)

Ιστορία δεύτερη:

Η Κωνσταντίνα θαυμάζει τη γαλήνη της φύσης! Βρίσκεται στην ομορφότερη περιοχή της Ιθάκης! Σκέφτεται και αναρωτιέται γιατί οι άνθρωποι παρουσιάζονται τόσο σκληροί. Γιατί εκμεταλλεύονται τη φύση σε τέτοιο βαθμό, ενώ γνωρίζουν ότι έχουν ανάγκη αυτά που τους προσφέρει. Ωστόσο, η υπερβολή και η υπερκατανάλωση αυτών των αγαθών, οδηγεί στην στροφή της φύσης, αντί υπέρ μας εναντίον μας.

Σκεπτόμενη τα παραπάνω, η Κωνσταντίνα αποφασίζει να αναλάβει δράση. Απευθύνεται σε περιβαλλοντικές οργανώσεις. Έρχεται όμως αντιμέτωπη με την αδιαφορία της κοινωνίας για τη ζοφερή πραγματικότητα που διαμορφώνεται στο περιβάλλον με ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς. Συνειδητοποιεί πως οι οργανώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος είναι απλά ένα όνομα. Δεν τα παρατάει όμως! Ερευνά όσο μπορεί περισσότερο και καταλαβαίνει πως είναι δυνατό να συμβάλλει στην προστασία του περιβάλλοντος, όχι μόνο με τη συμμετοχή της σε αυτές τις οργανώσεις, αλλά και με την ατομική της δράση. Αρνείται να τα παρατήσει… Συνεχίζει να προσπαθεί…

Χριστίνα Ντόγια (Γ3)

Ιστορία τρίτη:

Ημέρα Δευτέρα. Οχτώ και δεκαέξι π.μ. Η Αθηνά κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα του σχολείου και κοίταζε το γκρίζο κτήριο. Το κουδούνι χτύπησε. Η Αθηνά έτρεξε μέσα και ανέβηκε στην τάξη της. Το μάθημα άρχισε και η καθηγήτρια άρχισε να φωνάζει με το που μπήκε μέσα στην αίθουσα. Δεν είπε καν καλημέρα. Δεν ήξερε καν γιατί φωνάζει. Φώναζε χωρίς ουσιαστικό λόγο και δίσταζε να κοιτάξει την Αθηνά στα μάτια. Το μάθημα τελείωσε, το κουδούνι χτύπησε, κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της Αθηνάς…

Όταν τελείωσε και η τελευταία ώρα, η μητέρα της Αθηνάς την περίμενε έξω από το σχολείο. Ξαφνικά, άρχισε να φωνάζει, χωρίς λόγο, απλά ήθελε να ξεσπάσει και αποφάσισε να το κάνει στην Αθηνά. Δύο δάκρυα κύλησαν στο μάγουλο της Αθηνάς.

Η Αθηνά, μόλις τελείωσε με τις υποχρεώσεις της, πήγε μια βόλτα. Είδε τόσους διαφορετικούς ανθρώπους! Ένας άνδρας φώναζε στο σκυλί του που έκανε την ανάγκη του μισό μέτρο παραπέρα από εκεί που του είπε το αφεντικό του. Μια γυναίκα φώναζε που έπεσε το κουβερλί της από την απλώστρα στο μπαλκόνι της γειτόνισσάς της. Ένας εργάτης άκουγε το αφεντικό του να φωνάζει, επειδή του έφυγε από τα χέρια μια άδεια κούτα.

Τρία δάκρυα κύλησαν στο μάγουλο της Αθηνάς… τρία δάκρυα που έκαψαν το πρόσωπό της. ..τρία δάκρυα γεμάτα πίκρα και πόνο. Πόνο για την κατάντια της ανθρωπότητας. Πόνο για τον θυμό που έχει κατακλύσει τις καρδιές του κόσμου και τις έχει δηλητηριάσει. Πόνο που όλοι βλέπουν τα λάθη των άλλων, αφήνοντας κατά μέρος τα δικά τους… Τότε στάθηκε στη μέση της πλατείας και φώναξε: «ΑΡΝΟΥΜΑΙ». Δεν άκουσε καν τη φωνή της και δεν φάνηκε και κανένας άλλος να την έχει ακούσει. Παρόλο που αρνήθηκε να δεχτεί την οδυνηρή αυτή κατάληξη της ανθρωπότητας, έπρεπε να ζει σε αυτή, χωρίς να μπορεί ν’ αλλάξει τίποτα…

Εύα Τσιτηρίδου (Γ3)

 

Ιστορία τέταρτη:

«Αρνούμαι», τιτίβισε το αηδόνι «Αρνούμαι να σταματήσω να τραγουδώ» κελάηδησε παραπονεμένο. Δεν άντεχε άλλο, δεν ήταν ζωή αυτή που του είχαν επιβάλει. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πως θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του δίχως να τραγουδά, δίχως να χορεύει στον ρυθμό που ο άνεμος  πρόσταζε…  Του στερούσαν αυτό που ήταν γεννημένο να κάνει. Πόσο βάναυσο ήταν! Ήταν τότε που η καλή του φίλη, η λεύκα, λίκνισε λίγο τα κλαδιά της με τον μοναδικό τρόπο που μόνο εκείνη ήξερε να το κάνει. Ήταν πάντα μόνη της στον κόσμο, δίπλα από το παράθυρο του αρχοντικού αυτού σπιτιού, του χτισμένου από πέτρα και την ανάμνηση της χαράς, που κάποτε ξεχείλιζε μέσα του. Το δέντρο ήξερε, θυμόταν αμυδρά, μα πάντα το ένιωθε. Το αηδόνι ήταν νέο, όμορφο πριν λίγα χρόνια είχε γεννηθεί και σε λίγα χρόνια θα χανόταν πάλι. Για την ώρα ήταν η μοναδική παρέα της λεύκας, από τότε που η σιωπή απλώθηκε στο παλιό πετρόχτιστο αρχοντικό… Το αηδόνι δεν ήξερε, δεν είχε δει, δεν είχε ζήσει αυτά που είχε ζήσει η λεύκα, δεν μπορούσε να ξέρει γιατί το τραγούδι του προκαλούσε τόσο πόνο σε αυτό το αρχοντικό που είχε βυθιστεί στον πικρό και θλιβερό κόσμο της σιωπής.

Το αηδόνι λάτρευε το τραγούδι του, ήταν ο σκοπός της ζωής του. Μα τώρα είχε φιμωθεί, του είχαν απαγορεύσει να τραγουδά, να κελαηδά, να τιτιβίζει και να χορεύει την ώρα που ο ήλιος ανατέλλει και οι αχτίδες του χαϊδεύουν τα φτερά του. Και τώρα τι του συνέβαινε; Ήταν φορές που δεν μπορούσε… Έκλαιγε κάθε φορά που δεν μπορούσε να τραγουδήσει, όσο και να το ζητούσε η καρδιά του. Δεν μπορούσε. Και ήρθε μια στιγμή που δεν άντεξε άλλο και γι’ αυτό φώναξε, με όλη τη δύναμη που είχε μέσα του «Αρνούμαι». Αρνούνταν να ζήσει φιμωμένο, αρνούνταν να σταματήσει αυτό που λαχταρούσε η καρδιά του. Άρχισε να πετά. Πέταξε όσο πιο μακριά μπορούσε. Αρνήθηκε να φιμωθεί και τραγούδησε, τραγούδησε μέχρι να σταματήσει να χτυπά η καρδιά του.

Η λεύκα το άκουσε, μα δε μίλησε. Είχε σταματήσει να μιλά εδώ και χρόνια. Δε θυμόταν πια πώς είναι να μιλάς. Και η λεύκα είχε φιμωθεί μα δεν τολμούσε  να αρνηθεί την προσταγή. Όχι γιατί δεν ήθελε και αυτή να τραγουδήσει, όχι γιατί είχε βαρεθεί να μιλά, όχι γιατί δεν είχε τη δύναμη να αρνηθεί, αλλά γιατί είχε δει το τέρας κατάματα και της είχε πάρει τη λαλιά. Είχε δει το τέρας της σιωπής.

Μαρία Δαμηλάκη (Γ3)

Ιστορία Πέμπτη:

Δεν ξέρω πώς μπόρεσα και αναγνώρισα τη μορφή του Πέτρου, έτσι όπως περπατούσα στο δρόμο, ύστερα από τόσα πολλά χρόνια… Ίσως σε αυτό βοήθησε η εξωτερική του εμφάνιση, η οποία είχε μείνει σχεδόν ίδια και για την οποία ο Πέτρος είχε υποφέρει τόσο στα σχολικά χρόνια του Γυμνασίου, που ήμασταν συμμαθητές… Το μόνο που διέφερε όμως πάνω του πλέον ήταν ένα σχεδόν μόνιμο πλατύ χαμόγελο και ένας αέρας αυτοπεποίθησης που απέπνεε. Στην αρχή ξαφνιάστηκα και αναρωτήθηκα πώς μετά από τα δύσκολα σχολικά χρόνια που είχε περάσει ο παλιός μου συμμαθητής, είχε καταφέρει να έχει αυτή τη θετική όψη και στάση. Έπειτα από μια μεγάλη συζήτηση που είχα μαζί του σε μία καφετέρια, κοντά στο σημείο της τυχαίας μας συνάντησης, κατάλαβα πολλά. Ο Πέτρος, όχι μόνο δέχτηκε να μου μιλήσει και να πιει έναν καφέ με κάποιον που τότε τον είχε στοχοποιήσει και του είχε κάνει την κάθε μέρα στο σχολείο «πονοκέφαλο», αλλά προθυμοποιήθηκε να μου αποκαλύψει και τη συνταγή της επιτυχίας του: Όσο στεναχωριόταν την ώρα που δεχόταν όλη αυτή την άσχημη συμπεριφορά, άλλο τόσο επαναλάμβανε μέσα του μία λέξη: «Αρνούμαι!»… «Αρνούμαι να δεχτώ ότι είμαι μόνο αυτό που μου λένε ότι είμαι. Είμαι αυτό που ξέρω για μένα και αυτό που θέλω να κάνω στη ζωή μου για εμένα και για όσους με αγαπάνε και με δέχονται όπως είμαι». Για μένα δεν χρειάστηκε να πει τίποτε άλλο…

Γιάννης Αρμάος (Γ3)

Σχολιάστε

Top