Ψωμί και φαγητό: Παροιμίες

Αλίμονο του που πεινά κι ελπίζει στη γειτονιά.
[Ελληνική]

Άλλοι τρώνε ό,τι θέλουν κι άλλοι έχουν.
[Ελληνική]

Αλλού παχνίζει, αλλού φουρνίζει… (απροσεξία)
[Ελληνική]

Άμα βρεις φαΐ, φάε. Αν βρεις ξύλο φύγε.
[Ελληνική]

Αναστενάζει και δειπνεί, κλαίει και γευματίζει. (δυστυχία)
[Ελληνική]

Άπραγος στο ζύμωμα, στραβά κουλούρια πλάθει. (αρχάριος)
[Ελληνική]

Απ’ όσα λες κυρά μου, χορτασμένη είναι η κοιλιά μου. (Άχρηστες υποσχέσεις)
[Ελληνική]

Βγάζει από κρύο φούρνο ζεστό ψωμί. (ικανός)
[Ελληνική]

Βράζει στο ζουμί του/της… (Έχει νεύρα. Τον/την τρώει το σαράκι.)
[Ελληνική]

Βράζει το τσουκάλι. Τι θα βγει, δεν ξέρουμε… (Άγνωστη έκβαση)
[Ελληνική]

Βράσε ρύζι. (και μη χειρότερα)
[Ελληνική]

Βρεγμένο το θέλει το παξιμάδι…
[Ελληνική]

Για να ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνισε. (προετοιμασία)
[Ελληνική]

Δε θέλει ρύζι με νερό. Θέλει νερό με ρύζι. (ιδιότροπος)
[Ελληνική]

Δε φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι. (ταλαιπωρίες)
[Ελληνική]

Δεν έχει ψωμί αυτή η δουλειά. Δε βγαίνει βούτυρο… (κέρδος)
[Ελληνική]

Εγώ ψοφώ για το ψωμί κι ο άντρας μου δανείζει..
[Ελληνική]

Εκεί που ’ναι τα δόντια λείπουν τα παξιμάδια. (Όσοι μπορούν να απολαύσουν κάτι, το στερούνται.)
[Ελληνική]

Εκείνος που περιμένει από άλλον, πολύ αργά δειπνεί. (Στηρίζεται στους άλλους – καλύτερα να στηρίζεται στις δυνάμεις του.)
[Ελληνική]

Εμείς ψωμί δεν είχαμε και ραπανάκια γυρεύαμε.
[Ελληνική]

Εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα πίτα τρώει.
[Ελληνική]

Εννιά νομάτοι, εννιά ψωμιά κι εγώ ο έρμος ένα… (αδικία)
[Ελληνική]

Η πείνα κάστρα πολεμά και κάστρα καταπίνει.
[Ελληνική]

Θα φάμε αέρα κοπανιστό. (τίποτα)
[Ελληνική]

Κάλλιο να ’χει η τσέπη μου, παρά η κοιλιά μου.
[Ελληνική]

Κάλλιο το σημερινό ψωμί παρά η αυριανή πίτα. (τα σίγουρα)
[Ελληνική]

Κάποιος φούρνος γκρεμίστηκε… (ξαφνικό- απρόοπτο)
[Ελληνική]

Κοιλιά γεμάτη αυτιά δεν έχει. (Οι χορτάτοι δεν νοιάζονται ή οι τακτοποιημένοι)
[Ελληνική]

Λόγια της καραβάνας… (αναξιόπιστα – χαζομάρες)
[Ελληνική]

Με το μέλι τρως πιο πολύ ψωμί παρά με το ξίδι. (με το καλό)
[Ελληνική]

Μήδε ωμός τρώγεσαι, μήδε ψημένος… (δύστροπος)
[Ελληνική]

Μου ’ταξε φούρνους με καρβέλια.
[Ελληνική]

Μπουκιά και συχώριο… (Όμορφη κοπέλα – κάτι καλό)
[Ελληνική]

Να τρώμε και να πίνουμε να ’χουμε και το νου μας.
[Ελληνική]

Ξένο ψωμί και δικό σου μαχαίρι.
[Ελληνική]

Ο άνθρωπος ο νηστικός μπορεί να τραγουδήσει.
[Ελληνική]

Ο αχόρταγος κι ο λαίμαργος σκάβουν το μνήμα τους με τα δόντια τους.
[Ελληνική]

Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται. (επιθυμίες)
[Ελληνική]

Ο φαγάς κλέβει…
[Ελληνική]

Ο χορτάτος το νηστικό δεν τον πιστεύει. (πλούσιοι – φτωχοί)
[Ελληνική]

Οι πολλοί μάγειροι χαλούν τη σούπα. (Οι πολλές γνώμες – αποτυχία)
[Ελληνική]

Οι πολλοί οι μάγειροι χαλούν τη σούπα.
[Ελληνική]

Όλα είναι υφάδια της κοιλιάς μα το ψωμί στημόνι. (βασικό – απαραίτητο)
[Ελληνική]

Όλα τα τζάκια που καπνίζουνε μαγειρεύουνε;
[Ελληνική]

Όποιος βαριέται να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινίζει.
[Ελληνική]

Όποιος γλείφει τα πιάτα αλείφει τα μούτρα του.
[Ελληνική]

Όποιος μαγειρεύει, ξέρει να τρώει.
[Ελληνική]

Όποιος τρώει λίγο, τρώει πιο πολύ.
[Ελληνική]

Όποιος χορταίνει ύπνο, δε χορταίνει ψωμί.
[Ελληνική]

Όπου σου λεν να φας, φάε κι όπου δέρνουν φύγε…
[Ελληνική]

Όταν έχεις ψωμί είσαι έξυπνος. (πλούσιος – με δουλειά)
[Ελληνική]

Όταν κοιμάται ο γιόκας μου ψωμί δε μου γυρεύει. (φαγάς)
[Ελληνική]

Παίζει η κοιλιά του ταμπουρά. (πεινάει)
[Ελληνική]

Πάτησε το ψωμί που έφαγε… (τον όρκο)
[Ελληνική]

Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα…
[Ελληνική]

Περί ορέξεως ουδείς λόγος… (Ο καθένας σκέφτεται όπως θέλει)
[Ελληνική]

Πέσε πίτα να σε φάω. (Ο τεμπέλης τα θέλει όλα έτοιμα.)
[Ελληνική]

Πίτα που δεν τρως τι σε μέλει κι αν καεί; (Μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις – μην είσαι περίεργος.)
[Ελληνική]

Πολλά τζάκια καπνίζουν, λίγα μαγειρεύουν.
[Ελληνική]

Ρίχνει αλάτι σ’ όλα τα φαγιά. (ανακατεύεται)
[Ελληνική]

Σαν σκλάβος δούλευε και σαν αφέντης τρώγε.
[Ελληνική]

Σε τάβλα που δεν έστρωσες το χέρι μην απλώσεις.
[Ελληνική]

Στο ξένο φαΐ ούτε λάδι ούτε ξίδι.
[Ελληνική]

Στον αχόρταγο αν δώσεις το δάχτυλό σου, σου κόβει (παίρνει) και το χέρι.
[Ελληνική]

Τα μάτια του νηστικού δε χορταίνουν.
[Ελληνική]

Το πεινασμένο στομάχι, δεν έχει αυτιά…
[Ελληνική]

Το φαΐ των εννιά φτάνει για δέκα.
[Ελληνική]

Το χωράφι το άκαρπο, ποτέ του να καρπίσει.
[Ελληνική]

Το ψωμί γερό και το σκυλί χορτάτο.
[Ελληνική]

Του ήρθε λουκούμι… (Νόστιμο – χρήσιμο – ήρθε στην ώρα του.)
[Ελληνική]

Του κρέμασαν το κουτάλι… (Άργησε στο γεύμα)
[Ελληνική]

Τρώγοντας έρχεται η όρεξη.
[Ελληνική]

Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
[Ελληνική]

Τ’ αγόρασε για ένα κομμάτι ψωμί. (ευκαιρία)
[Ελληνική]

Φάγαμε ψωμί κι αλάτι… (Ζήσαμε μαζί. Είμαστε φίλοι)
[Ελληνική]

Χίλια μαντήλια και να ’χεις, χίλια πρόσωπα δεν τρέφεις.
[Ελληνική]

Χωρίς προζύμι, ψωμί δε γίνεται. (προετοιμασία – οικονομίες)
[Ελληνική

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης