Θωμάς Παπαδόπουλος
Θεσσαλονίκη, πυρκαγιές, Ερνέστ Εμπράρ, Διεθνής Επιτροπή Σχεδιασμού. Τι σχέση έχουν οι παραπάνω έννοιες με το πολεοδομικό σύστημα της πόλης και πώς συνδέονται με τη σημερινή της εικόνα;
Το 1890 εκδηλώθηκε πυρκαγιά στον περιβάλλοντα χώρο της Αγίας Σοφίας με αποτέλεσμα τη σύνταξη και υλοποίηση ενός οργανωμένου σχεδίου ανάπλασης. Παράλληλα, βελτιώνονται οι υλικοτεχνικές υποδομές της πόλης. Ειδικότερα, αναπτύσσονται τροχιόδρομοι, γραμμές λεωφορείων, αστικής ακτοπλοΐας, δρομολογείται η χάραξη λεωφόρων (Νίκης, Εθνικής Αμύνης) και εξελίσσονται οι υπάρχουσες (Βενιζέλου, Εγνατίας).
Ωστόσο, τη ριζική αλλαγή στο πολεοδομικό σύστημα της πόλης σηματοδότησε η μεγάλη πυρκαγιά γνωστή και ως «πυρκαγιά του αιώνος» το 1917 που, με επίκεντρο ένα σπίτι πίσω από το διοικητήριο, κατέκαψε το ιστορικό κέντρο για τριάντα δύο (32) ολόκληρες ώρες!
Η ελληνική κυβέρνηση άδραξε την ευκαιρία για μια «εκ βάθρων» πολεοδομική ανασυγκρότηση αναθέτοντας το έργο στη Διεθνή Επιτροπή Σχεδιασμού. Υπεύθυνος ορίζεται ο Γάλλος αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και αρχαιολόγος Ερνέστ Εμπράρ, ο οποίος αξίζει να σημειωθεί πως υπηρέτησε στο μακεδονικό μέτωπο με τη στρατιά της Ανατολής. Όραμα του ήταν μια Θεσσαλονίκη νέα, μοντέρνα χωρίς όμως να αναπτυχθεί εις βάρος του ιστορικού χαρακτήρα της.
Το πρωτοποριακό, για την εποχή του, πολεοδομικό σύστημα προέβλεπε την οργάνωση των κτηρίων σε οικοδομικά τετράγωνα παράλληλα με τη θάλασσα προκειμένου να επωφεληθεί η πόλη των θαλάσσιων ρευμάτων και επομένως να «αναπνέει». Το σχέδιο περιλάμβανε επίσης, τόσο την υποχρεωτική μεταφορά της βιομηχανίας έξω από την πόλη, με τη δημιουργία «ανεξάρτητων» βιομηχανικών περιοχών, όσο και τη μέριμνα για χώρους πρασίνου και ψυχαγωγίας με έμφαση και προσοχή στα βυζαντινά μνημεία και τις γραφικές γειτονιές. Τέλος, περιείχε και σχέδιο ανάπτυξης έξω από τη πυρίκαυστο ζώνη.
Όμως, το πλάνο δεν εφαρμόστηκε στο σύνολό του, εξαιτίας της έλλειψης κονδυλίων και της γραφειοκρατίας – που διαχρονικά χαρακτηρίζει το ελληνικό δημόσιο – αλλά αποκλειστικά στο ιστορικό κέντρο. Τι θα γινόταν όμως με την υπόλοιπη πόλη που είχε ανάγκη την αναβάθμιση των υποδομών; Αν εξαιρέσουμε τα ενδιάμεσα χρόνια που δεν διαδραματίστηκε κάποια σπουδαία αλλαγή, απάντηση σε αυτό το ερώτημα έδωσε ο σεισμός του 1978 που έγινε η αφορμή διορθωτικών κινήσεων στο προηγούμενο πολεοδομικό σύστημα και κατασκευής δημοσίων έργων (νοσοκομεία, αθλητικά κέντρα κ.λπ.) στο μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Παράλληλα, η ταχύτατη ανέγερση οικοδομών, όπως έγινε και τη δεκαετία του 60, οδήγησε στην αντιπαροχή με αποτέλεσμα να οικοδομηθούν εκτρωματικές κατασκευές εις βάρος αρχιτεκτονικών αριστουργημάτων, τα οποία και κατεδαφίστηκαν. Έτσι, αλλοιώθηκε και θυσιάστηκε το ιστορικό στοιχείο της πόλης στον βωμό της ταχύτητας και της ανάγκης.
Βέβαια, ακολούθησαν και τα «μεγάλα έργα» στις δεκαετίες του 1980 και 1990 (επέκταση βιομηχανικής ζώνης, αναπλάσεις στους ιστορικούς χώρους, δημιουργία εμπορικής ζώνης στον χώρο του αεροδρομίου) που εν τέλει οδήγησαν στη σημερινή πολεοδομική εικόνα της πόλης.
Ουσιαστικά, ορισμένες καταστροφές – φυσικές και μη - λειτούργησαν ευεργετικά (αν εξαιρέσουμε τον νόμο της αντιπαροχής) για την πόλη της Θεσσαλονίκης από πολεοδομική και υλικοτεχνική σκοπιά. Πιθανόν χωρίς αυτές η σημερινή εικόνα της πόλης να διέφερε και να απείχε αρκετά από τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Βιβλιογραφία: Χασιώτης Ι. Κ. , Θεσσαλονίκη. Ιστορία και πολιτισμός, Θεσσαλονίκη 1997