Πουέντ στον αέρα (Διήγημα)

Στυλιανός Κοντέλης

Έπιασε και τράβηξε απαλά με τα ακροδάχτυλα της την βαριά κουρτίνα της αυλαίας. Κρυφοκοίταξε στο βάθος.

Τα φώτα κλειστά. Όλη η αίθουσα γεμάτη και μόνο μερικά φλας των κινητών μαρτυρούσαν τις κατειλημμένες θέσεις.

Άφησε τα δάχτυλα της και έκανε ένα βήμα πίσω στα σκοτεινά παρασκήνια. Πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Αχ εδώ πρέπει να είναι! Αχ μακάρι… Πρέπει να βάλω τα δυνατά μου» σκέφτηκε και κοιτάχτηκε σε έναν τζάμι λίγο πιο δίπλα για να διορθώσει τις τελευταίες ατέλειες.

Μια τεντωμένη ροζ φούστα, το ίδιο χρώμα καλσόν, η άσπρη κορδέλα που στερέωνε με τέχνη σφιχτά τα μαλλιά, και η μόνη επαφή με το έδαφος γινόταν με τα γυαλιστερά πουεντ που έδειχναν να είχαν τσακίσεις παντού προδίδοντας την εμπειρία της μπαλαρίνας.

Έστρωσε λίγο το «κορμάκι» με τις παλάμες της πάνω στο λυγερό της σώμα και έριξε ένα χαμόγελο στον καθρέφτη.

«Όλα έτοιμα νομίζω»

Έσιαξε πρόχειρα με τις άκρες των δαχτύλων τις τα σφιχτοδεμενα μαλλιά της και πήρε την θέση της πίσω από την σκηνή.

«… Κυρίες και κύριοι, σας αφήνουμε να τους απολαύσετε!»

Σιωπή.

Χαμήλωσαν τα φώτα και έπαυσαν οι τελευταίοι ψίθυροι.

Οι προβολείς εστίασαν στο κέντρο της σκηνής.

Η μουσική ξεκίνησε δειλά να γεμίζει τον χώρο και οι κουρτίνες άνοιξαν διάπλατα. Σε απόλυτη παράταξη, σαν απαλός ελαφρύς άνεμος, μια σειρα απο μικρές φούστες απλώθηκε στην σκηνή. Φούστες απόλυτα συγχρονισμένες που βαστούσαν πάνω τους μικροκαμωμένα σώματα γεμάτα χαμόγελο και φινέτσα.

Η όμορφη νεαρή κοπελίτσα πήρε την θέση στο κέντρο της σκηνής. Ο ρόλος πρωταγωνιστικός και τα μάτια των θεατών στέκονταν όλα πάνω της.

Κινήσεις με ιδιαίτερη πλαστικότητα που θύμιζε κούκλα, όμως ταυτόχρονα τόσο ελαφριές.

Κάνοντας τις επιδέξιες στροφές και τα λυγίσματα με τον κορμό της, που και που προσπαθούσε να ρίξει κλεφτές ματιές στο κοινό, μήπως και τον δει.

«Έλα δεν μπορεί, αφού είπε θα έρθει! Καλά, μάλλον δεν βλέπω επειδή έχει σκοτάδι. Αχ, θα μου φέρει μια ανθοδέσμη και θα του δώσω..» και έκοψε απότομα τις σκέψεις, μαλώνοντας τον εαυτό της που αφέθηκε απο την αφοσίωση που επιτάσει ο ρόλος της μπαλαρίνας.

10.35 μμ

Κανείς δεν κατάλαβε πώς κύλησαν εκείνες οι δύο ώρες της παράστασης. Ήταν για όλους κάτι το σαγηνευτικό. Σε κάθε υπόκλιση και ένα κύμα χειροκροτημάτων ξεσπούσε προδίδοντας τον ενθουσιασμό και την ικανοποίηση των θεατών. Οι κόποι ανταμείφθηκαν και η κούραση αναπληρώθηκε απο τις επευφημίες. Η παράσταση ήταν μαγευτική.

Ο κόσμος άρχισε να αραιώνει κοιτώντας δεξιά – αριστερά μήπως αφήσει «απολεσθέντα».

Όλες οι μπαλαρίνες πίσω από την σκηνή αγκαλιάζονταν και φιλιόντουσαν. Η χαρά έλαμπε στα μάτια της κάθε μιας. Σε λίγο μπήκαν στα καμαρίνια συγγενείς και αγαπητά πρόσωπα.

Ξέσπασαν μερικές κοριτσίστικες τσιρίδες και δάκρυα χαράς. Όλες είχαν κάνει κάποιον περήφανο και όλοι ήταν περήφανοι για αυτές. Ο μικρός χώρος γέμισε ευχάριστες κουβέντες και γέλια.

Η νεαρή κοπελίτσα σε μια γωνιά περίμενε σκυφτή. Που και που χάριζε ένα γλυκό χαμόγελο σε όσους περνούσαν από μπροστά της και την συνέχαιραν.

«Αχ να ΄στε καλά, ευχαριστώ πολύ για τα όμορφα λόγια σας!»

«Ευχαριστώ πολύ, ναι καλή ξεκούραση. Και συ ήσουν εξαιρετική σήμερα. Και πάλι ευχαριστώ γεια!»

Οι χαιρετισμοί μειώνονταν μαζί με τις ελπίδες της να αντικρίσει αυτόν που τόσο περίμενε. Συχνά σήκωνε το σώμα της με τις άκρες των ποδιών της μήπως και τον ξεχωρίσει μέσα στο πλήθος.

«Α μήπως είναι αυτός, χμ όχι… δεν είναι… όχι»

Μετά από λίγο ψαχούλευσε την τσάντα της και έβγαλε το κινητό της.

«Τουτ… τουτ… ο συνδρομητής που καλέσατε δεν…»

Η κλήση τερματίστηκε και πλέον ο αριθμός 5 στην οθόνη, μαρτυρούσε τις μάταιες προσπάθειές της.

Το ρολόι συνέχισε για πολύ ώρα την προκαθορισμένη πορεία του.

11.55μμ

Ένιωσε ένα τραχύ χέρι να της ακουμπά τον ώμο.

«Κορίτσι μου πρέπει να καθαρίσουμε και να κλείσουμε σε λίγο, καλύτερα να πηγαίνεις» της είπε μια ευγενική κυρία που απο το ντύσιμο και τα φτωχά εργαλεία της κατάλαβε ότι ήταν η καθαρίστρια.

«Ναι… με συγχωρείτε ξεχάστηκα. Φεύγω ναι..».

Άλλαξε. Φόρεσε σφιχτά το χοντρό πουπουλένιο μπουφάν της και έσυρε τα πόδια της προς τον κεντρικό δρόμο. Τα φώτα του πεζοδρομίου αποτύπωναν ακόμα πιο θλιβερά την απογοήτευση στο πρόσωπο της.

…….

10.05 μμ.

«Έλα Νίκο, άντε τελειώνεις με την εργασία, αύριο πρωί λήγει η προθεσμία και περιμένει ο Καλογρίδης να του την δώσουμε, τελειώνεις ;»

«Ε σχεδον, πρέπει να ενημερώσω όλη την κατάσταση και αυτό έχει να γίνει εδώ και πόσους μήνες θα μου πάρει πάρα πολύ, δεν μπορούμε να το συνεχίσουμε και αύριο; Σε παρακαλώ»

Τον κοίταξε με αυστηρό και ανέκφραστο βλέμμα.

«Αν προλαβαίνεις να την ετοιμάσεις αύριο πρωί πριν την παραδώσουμε, τι να σου πώ..»

Ο νεαρός γραμματέας έσκυψε και πάλι πάνω από το πληκτρολόγιο του με εμφανή δυσανασχέτηση. Σήκωσε τις κόρες των ματιών του για να δει το ρολόι στην άλλη άκρη του γραφείου.

«Να σε πάρει…» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του και συνέχισε να πιέζει το ποντίκι με νευρικότητα και βιασύνη.

Η καρέκλα βαστούσε το γερό κορμί του και η οθόνη του υπολογιστή φώτιζε το αρυτίδιαστο πρόσωπο του.

11.05μμ

«Καλά ρε πόσα είναι ; ατελείωτα. Πωω. Καλά εντάξει δεν πειράζει, τι να κάνω. Θα αργήσω λίγο, αλλά τουλάχιστον θα τελειώσω» μονολόγησε.

Ξανακοίταξε νευρικά το ρολόι. Ήξερα πως είχε αργήσει πολύ. Ακόμα και να βιαζόταν δύσκολο να προλάβει.

 

11.35μμ

«Έλα Παναγιώτη, άντε έτοιμα , τα αποθηκεύω και φεύγω. Βιάζομαι πολύ κλείσε εσύ τα φώτα και τον γενικό. Καλό βράδυ»

«Καλά… τα λέμε αύριο»

Δεν πρόλαβε να ακούσει την απάντηση του διαλόγου του καθώς δρασκέλιζε με βιασύνη τα σκαλιά της πολυκατοικίας.

Έσπρωξε απότομα την εξώπορτα. Έβαλε τα χέρια του στα μανίκια του δερμάτινου μπουφάν και κινεισαι προς το απέναντι πεζοδρόμιο που βρισκόταν και το μηχανάκι του. Έβγαλε γρήγορα τα κλειδιά και τα έστριψε μέσα στην εσοχή.

Σε λίγα δευτερόλεπτα βρισκόταν στον κεντρικό δρόμο.

Είχε μερικά λεπτά για να σκεφτεί. Τι θα πεί. Πως θα πάει και πως θα πρέπει να αντιδράσει.

Όμως γενικά αυτό δεν του συνέβαινε συχνά. Σπάνια βιαζόταν. Από μικρός πίστευε πως όταν αφοσιώνεσαι σε κάτι πρέπει να αφιερώνεις χρόνο. Και κυρίως χρόνο χωρίς άγχος ή πίεση. Αυτό βέβαια ήταν οξύμωρο αν σκεφτείς το πόσο καλή μηχανή είχε πάρει, όντας λάτρης της ριψοκίνδυνης αδρεναλίνης της ταχύτητας. Ωστόσο αυτή η «αναισθησία»  του έβγαινε πολλές φορές σε βάρος. Πολλές φορές είχε θυσιάσει όμορφες στιγμές με την παρέα για να διαβάσει αυτό το λίγο παραπάνω που ήθελε. Συχνά ξεχνίοταν πάνω από εργασίες και πτυχιακές με ένα μισοάδειο ποτήρι καφέ μέχρι τα χαράματα. Οικογενειακές εκδρομές και διακοπές είχαν παραγκωνιστεί για να τελειώσει εκείνο το μεταπτυχιακό που ονειρευόταν. Λίγο ακόμα και θα έπαιρνε ένα ιδανικό πόστο στην εταιρεία.

11.54μμ

Συνέχισε να διασχίζει την λεωφόρο προσπερνώντας κάθε αυτοκίνητο στο πέρασμά του. Ελισσόταν γύρω από τα οχήματα σκύβοντας ελαφρώς το κεφάλι με το κράνος του προς τα μπροστά.

Τα φανάρια ήταν απλώς μια φωτεινή επιβεβαίωση πως η ταχύτητα του αύξανε. Δεν τον επηρέαζε το ερυθρό χρώμα τους.

Έστριψε στον επόμενο παράδρομο και μπήκε σε ένα παράλληλο της λεωφόρου.

Πλέον τα φώτα του δρόμου λιγόστευαν και η κούραση πίεζε εκνευριστικά τα μηνίγγια του. Τουλάχιστον ας έφτανε, και όλα μετά θα τα βόλευε. Έτσι έκανε πάντα άλλωστε.

Έστριψε τον καρπό του πάνω στο τιμόνι της μηχανής και επιτάχυνε.

11.55

Ο δρόμος μπροστά του άδειος μα και αδύναμα φωτισμένος.

Λίγα μέτρα και θα έκοβε στην επόμενη στροφή.

Όμως δεν πρόλαβε. Μια φιγούρα εμφανίστηκε μπροστά του και τα φρένα στάθηκαν ανίκανα να ελαττώσουν έγκαιρα την ιλιγγιώδη ταχύτητα του.

Το μικροκαμωμένο σώμα, που του στάθηκε αιφνίδιο εμπόδιο, τινάχτηκε με δύναμη στον αέρα και ο ίδιος έσκασε με την πλάτη στο έδαφος.

Τα επόμενα δευτερόλεπτά ήταν χαοτικά και οι επόμενες ώρες άγνωστες μέσα στο βαθύ σκοτάδι της απώλειας των αισθήσεων.

Στο βάθος σειρήνες και συντρίμμια.

«Πρέπει να χειρουργηθεί άμεσα, δεν ξέρουμε αν το πόδι του θα αντέξει. Καταλαβαίνετε και σεις το πως η πρόσκρουση ήταν τρομερή. Ωστόσο κάποια στιγμή θα πρέπει να του πείτε και για την κοπέλα που… .Α άνοιξε τα μάτια του. Νίκο ; Πώς αισθάνεσαι ;»

Ο Νίκος έκανε να ανασηκωθεί απο τον βαθύ λήθαργο, μα ήταν αδύνατο. Κοίταξε γύρω του και το μόνο που παρατήρησε ήταν η λευκή στολή του γιατρού που περιτριγυριζόταν από συγγενείς και φίλους.

«Πού … πού είναι ..»

«Ήσυχα, ήσυχα αγόρι μου, μην κουράζεσαι. Ηρέμησε και θα στα εξηγήσουμε όλα αργότερα. Και είναι πολλά» είπε με το πιο πονετικό της βλέμμα η μεγάλη του αδερφή και τον φίλησε στο μέτωπο.

Σήκωσε ελαφρώς τον αυχένα του και έριξε ένα βλέμμα στο σώμα του, κάτω από το σεντόνι. Γεμάτος γάζες και επιδέσμους με έναν ορό στο χέρι του. Μα το πιο φριχτό το πόδι του, που έστεκε αναίσθητο και τυλιγμένο ποτισμένο στο αίμα. Φαντάστηκε τα χειρότερα. Όλοι τον κοιτούσαν βουρκωμένοι μη μπορώντας να μαρτυρήσουν ποιά απ όλες ήταν η μεγαλύτερη απώλεια, το μεγαλύτερο τραύμα.

Πήρε μια ανάσα και τους κοίταξε στα μάτια.

Έβλεπε τις απορίες και τις απαντήσεις του σαν αινίγματα στα μάτια τους.

Κοίταξε με αγωνία στο διπλανό τραπεζάκι. Είδε το μισοσπασμένο κινητό του.

Το περιεργάστηκε και παρατήρησε το λαμπάκι των ειδοποιήσεων ανοιχτό.

Ξεκλείδωσε αργά και με δυσκολία την οθόνη του.

Βούρκωσε.

Γέμιζαν τα μάτια του πλέον από τα δάκρυα που χύνονταν καυτά μέχρι το στήθος του.

Άφησε το μικρό αντικείμενο να γλιστρήσει στο πάτωμα.

Στο φόντο φαινόταν, πλέον, καθαρά: 5 αναπάντητες κλήσεις.

……

Λίγα πιο δίπλα στην εντατική, η καρδιά της νεαρής κοπέλας δεν άντεχε να δίνει και άλλες ελπίδες στον παλμογράφο.

Μόνο ζωγράφισε μια ευθεία γραμμή και ένα μονότονο ήχο που σίγουρα θα αντηχούσε φρικτά στα αυτιά οποιασδήποτε μπαλαρίνας.

Άφησε μια πνοή και έφυγε για πρώτη φορά στη ζωή της χωρίς υπόκλιση.

Μονάχα περιμένοντας, μια αγκαλιά ή έστω μια απάντηση σε μια κλήση που δεν αποκρίθηκε ποτέ.

«Ο συνδρομητής που καλέσατε έχει πιθανώς το τηλέφωνό του απενεργοποιημένο, παρακαλώ καλέστε αργότερα…»

Πηγή εικόνας: Εδώ

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης