Των Μαριάννα Χατζηκαμάρη
Παναγιώτα Αλεξιάδου
Αλεξάνδρα Ποτίδου
Κύπρος, η λαμπρή ευρωπαϊκή νήσος, που έχει καταφέρει μέσα από αιώνες ιστορίας και αξιοθαύμαστου πολιτισμού να διατηρήσει ακόμα και ύστερα από χρόνια κατάληψης και υποδούλωσης από άλλους λαούς την ελληνική πτυχή της ταυτότητάς της. Ένα καθοριστικό, για την ιστορία της Κύπρου γεγονός, το οποίο κλήθηκε να αντιμετωπίσει με γενναιότητα ο Κυπριακός λαός, ήταν η εισβολή της Κύπρου το 1974, όπως, σίγουρα, γνωρίζουμε. Ένα ιστορικό γεγονός που συγκλόνισε όχι μόνο τον ελληνικό λαό αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Είναι ευνόητο πως ένα τόσο τραγικό γεγονός, με εξίσου τραγικές συνέπειες, συγκίνησε και κινητοποίησε συναισθηματικά πολλούς λογοτέχνες που αφιέρωσαν ολόκληρο ή μέρος του έργου τους στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Τέτοια κείμενα είναι άξια μελέτης μιας και είναι βγαλμένα από εμπειρίες και από το τραύμα που βίωσαν συνάνθρωποί μας. Αναλαμβάνουμε, λοιπόν, να μυήσουμε τους αναγνώστες μας στο λογοτεχνικό αυτό ταξίδι που μας πάει πίσω αρκετά χρόνια, για να βιώσουμε μέσα από τις αφηγήσεις συγγραφέων και ποιητών τα γεγονότα της εισβολής της Κύπρου αλλά και τις συνέπειες που είχε αυτή στο Κυπριακό έθνος και κατά κύριο λόγο στις καρδιές των ανθρώπων που είδαν τη ζωή τους να καταρρέει.
Αυτό που ξεχωρίζει ένα λογοτεχνικό κείμενο που μιλάει για την ιστορία από ένα σύνηθες ιστορικό κείμενο είναι η εστίαση στα συναισθήματα των ανθρώπων. Κύριος λόγος γίνεται για την πληγή που αφήνει ένα συμβάν στις ψυχές αυτών που το ζουν και όχι για ποιον λόγο έμπηξε το μαχαίρι αυτός που το έκανε. Η εισβολή στην Κύπρο, όπως και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα που έχει συμβεί κάτι αντίστοιχο, δεν σήμαινε απλώς την καταπάτηση του ξένου τόπου αλλά πολύ περισσότερα. Αυτά για τα οποία μιλάει ο Σπύρος Επαμεινώνδας στο μυθιστόρημά του «Οι μεγάλες σκιές» και εξιστορεί τα γεγονότα μέσα από τα μάτια τα δικά του και όχι μόνο. Οι λεηλασίες των περιουσιών και ο ξεριζωμός ολόκληρων οικογενειών από τα σπιτικά τους δίχως ίχνος δισταγμού ή έστω λύπησης για όλους τους αθώους που υπέμειναν χωρίς επιλογή όλα αυτά. Σκιαγραφείται, επίσης, ο εξευτελισμός ενός υπερήφανου κράτους, που φανερώνει ο φόβος στα μάτια χιλιάδων ανθρώπων που έβλεπαν σιωπηλά τις ζωές τους και τα όνειρά τους να βυθίζονται και η ανασφάλεια όλων αυτών που έμειναν ξαφνικά να αιωρούνται σαν ένα κομμάτι χαρτί στον αγριεμένο άνεμο.
Δεν θα μπορούσαν ποτέ να λείπουν τα πολλαπλά διηγήματα που έχουν γραφτεί γύρω από τον άξονα της κυπριακής τραγωδίας. Αξίζει να αναφέρουμε αυτά του Κώστα Λυμπούρη με τίτλο «Διηγήματα της Εισβολής» και το διήγημα «Το μικρό είναι όμορφο» του Χριστόφορου Μηλιώνη που μεταφέρουν τη δυσκολία και τον πόνο των γεγονότων, καθώς προκαλούν την συμπάθεια του αναγνώστη με τον πιο άμεσο τρόπο, όπως ακριβώς πρέπει να κάνει κάθε διήγημα. Να μας πλημμυρήσει δηλαδή με συναισθήματα και σκέψεις για τη ζωή και τον άνθρωπο ως οντότητα.
Τροφή για σκέψη αποτελεί και το μυθιστόρημα του Βασίλη Γκουρογιάννη «Κόκκινο στην πράσινη γραμμή» που ακολουθεί μερικούς βετεράνους του πολέμου του 1974 στην Κύπρο που καλούνται να πολεμήσουν ξανά έπειτα από 30 χρόνια. Το έργο θίγει τις ανώφελες και άσκοπες αιματοχυσίες απλών ανθρώπων κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Κύπρο αλλά και γενικότερα για σκοπούς που, στο τέλος της ημέρας, δεν αφορούν την ευζωία ή την επιβίωση έστω, των καθημερινών ανθρώπων, σαν όλους εμάς, που αναζητούμε την ειρήνη και την ευτυχία σε έναν κόσμο γεμάτο από τη φρίκη και την αθλιότητα που μπορεί να προκαλέσει το ανθρώπινο είδος. Ο Γκουρογιάννης θέτει ερωτήματα υπαρξιακά, ερωτήματα περί πολέμου και ειρήνης και αφήνει τον αναγνώστη να τα απαντήσει μέσα από την προσωπική του πρόσληψη και ανταπόκριση.
Αυτό το μέρος της λογοτεχνίας το οποίο περιστρέφεται γύρω από την εισβολή στην Κύπρο, όμως που μας κέντρισε το ενδιαφέρον και κέρδισε αδιαμφισβήτητα την προσοχή μας, είναι η ποίηση που αφορά την τραγωδία των Κυπρίων. Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης διακρίνεται για τα ποιήματα του, τα οποία είναι αναμφίβολα συναισθηματικά φορτισμένα και εκφραστικά, καθώς λέει πολλά, δίχως να γράφει πολλά. Ευαισθητοποιεί υποσυνείδητα τον αναγνώστη και αφήνει αυτό το συναισθηματικό κενό έπειτα από την ανάγνωση που κάνει το στομάχι να σφίγγεται οδηγώντας στη συνειδητοποίηση της σοβαρότητας της κατάστασης, αλλά και του γεγονότος ότι όλα όσα διαβάζεις είναι η σκληρή πραγματικότητα και όχι απλά μυθοπλασία. Ξεχωρίσαμε έτσι τα εξής:
Γλυκό του κουταλιού
Να ιδώ ποιος είμαι ζύγωσα και πούθε
το χώμα μου κρατά. Μπήκα και στάθηκα
στο σπίτι τ” αλμυρό, σιμά σε λάκκο.
Μια μαντιλοδεμένη μου “φερε νερό,
μου πρόσφερε γλυκό· ευχαριστώ την.
Έκοψε και καρπούς από τον Κήπο
του ποθητού σπιτιού μου, φρούτα λαμπερά
ό,τι λογής, διάχυτα με χείλη
πραγματικά και μέλη εμποτισμένα
στην καλοσύνη της χαράς αντιδωρήματα.
Της είπα ευχαριστώ, αναθάρρησα και ζήτησα
το σπίτι μου να ιδώ, αν επιτρέπεται.
«Και βέβαια επιτρέπεται», μου λέει·
«μπορείς να “ρθεις και στην κρεβατοκάμαρα».
Μπαίνω, θωρώ τη μάνα μου στον τοίχο
να με κοιτάει από “να κάδρο. Αφήνω
την εντροπή και γύρεψα να πάρω
τη μάνα μου ο δόλιος απ” την Τροία.
«Πάρτηνε», λέει αυτή σαν καλογέλαστη,
«τι να την κάνω τώρα πια που ξέρω;
Να πούμε την αλήθεια, τη νομίσαμε
ηθοποιό με κείνη την κοτσίδα
και τα λουλούδια γύρω της και με τη χάρη
που την ομπρέλα της κρατεί».
Άξιζε βέβαια να προσθέσει και το χέρι
που γαντοφορεμένο, ραδινό
σε καναπέ ακουμπούσε· αλλά τι περιμένεις;
Σάμπως γνωρίζει πόσοι αιώνες κύλησαν
ίσαμε που να φτάσουμε στη σύνταξη
γλυκό του κουταλιού; μεγάλο θέμα.
Πάλι καλά που μ” άφησε και μπήκα
στο σπίτι μου το πατρικό η γυναίκα.
Μη συνεχίσουμε άλλο και αγριέψει.
Το μόνο που εύχομαι: από καιρού εις καιρό
να “χω την άδειά της να ξανάβλεπα
την όψη τη γλυκιά του ποθητού μου.
Παιδί με φωτογραφία
Παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι
με μια φωτογραφία στα μάτια του βαθιά
και κρατημένη ανάποδα με κοίταζε.
Ο κόσμος γύρω του πολύς· κι αυτό
είχε στα μάτια του μικρή φωτογραφία,
στους ώμους του μεγάλη και αντίστροφα —
στα μάτια του μεγάλη, στους ώμους πιο μικρή,
στο χέρι του ακόμα πιο μικρή.
Ήταν ανάμεσα σε κόσμο με συνθήματα
και την κρατούσε ανάποδα· μου κακοφάνη.
Κοντά του πάω περνώντας πινακίδες
αγαπημένων είτε αψίδες και φωνές
που ’χαν παγώσει και δε σάλευε καμιά.
Έμοιαζε του πατέρα του η φωτογραφία.
Του τηνε γύρισα ίσια κι είδα πάλι
τον αγνοούμενο με το κεφάλι κάτω.
Όπως ο ρήγας, ο βαλές κι η ντάμα
ανάποδα ιδωμένοι βρίσκονται ίσια,
έτσι κι αυτός ο άντρας ιδωμένος ίσια
γυρίζει ανάποδα και σε κοιτάζει.
Στο πρώτο ποίημα, αναφέρεται ένα παιδί που επισκέπτεται το πατρικό του σπίτι ως ενήλικας μετά την εισβολή στην Κύπρο από τους Τούρκους. Μια μουσουλμάνα, η νέα κάτοικος του σπιτιού τον υποδέχεται και τον αφήνει να μπει στο σπιτικό που πλέον της ανήκει. Ο άντρας βλέπει ένα πορτρέτο της μητέρας του και η γυναίκα που μένει στο σπίτι τον παροτρύνει να τον πάρει μαζί του. Αυτό το ποίημα βοηθά στην κατανόηση με τον πιο ομαλό και όμορφο τρόπο, πως παρά την αδικία που μαστίζει τους Ελληνοκύπριους που έχασαν τα σπίτια τους και εξαναγκάστηκαν να αφήσουν τον τόπο τους, δυστυχώς η σκληρή αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα που μπορούμε να κάνουμε. Το να μισούμε τους νέους κατοίκους είναι, επίσης ,ανώφελο και παιδαριώδες μιας και το γεγονός ότι το κράτος που έτυχε να γεννηθούν αποφάσισε για το που θα πάνε, δεν τους κάνει τους «κακούς» της υπόθεσης. Εξάλλου, μπορεί να είναι και πολύ δοτικοί και συμπονετικοί άνθρωποι, όπως και η γυναίκα στο ποίημα. Παρόλ’ αυτά πρέπει να κρατάμε επαφή με τις ρίζες μας και την ιστορία μας όσο και αν πονάει το γεγονός ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε, εύκολα, τη στροφή που πήραν τα πράγματα. Το ποίημα μας άφησε ένα γλυκόπικρο αίσθημα, με το ποιητικό υποκείμενο να εκπληρώνει την επιθυμία του, για μία στιγμή μονάχα, χωρίς να μπορεί να κρατήσει αυτό που δικαιωματικά του ανήκει.
Το δεύτερο ποίημα κάνει λόγο για τους αγνοούμενους που υπήρξαν μετά την εισβολή της Κύπρου, το 1974. Ένα ζήτημα που απασχολεί και θλίβει μέχρι και σήμερα την κοινή γνώμη αλλά και τις ίδιες τις οικογένειες των αγνοουμένων. Το πρόβλημα δεν είναι απλό. Οι ουλές που έχουν αφήσει οι πληγές στις καρδιές των ανθρώπων είναι βαθιές και στιγματίζουν ανθρώπινες ψυχές. Ο πατέρας φεύγει να πολεμήσει για την πατρίδα αλλά όχι μόνο δεν επιστρέφει ποτέ, αλλά δεν δίνεται ούτε η ολοκληρωτική δυνατότητα να τον θρηνήσουν, μιας και το σώμα του δεν βρίσκεται ποτέ. Ζει το υπόλοιπο της ζωής με ένα κενό και ένα ερωτηματικό χαραγμένο στα βάθη μυαλού και καρδιάς. Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, μα σε αυτή τη περίπτωση απλά εύχεται να πεθάνει γιατί είναι εκείνη που το κρατάει ξάγρυπνο τις νύχτες να αναρωτιέται και να περιμένει κάτι που πιθανώς δεν θα απαντηθεί ποτέ. Οι αγνοούμενοι της εισβολής είναι θα λέγαμε, ίσως και η πιο πονεμένη ιστορία που αφορά το συμβάν. Είναι μια απώλεια αόρατη, που είναι αυτό που την κάνει και την πιο ορατή.
Η τραγωδία αυτή που έζησε το κυπριακό έθνος είναι από όλες τις μεριές κάτι που όλοι θα θέλαμε να μην είχε συμβεί ποτέ. Ωστόσο, δεν ξεχνάμε ποτέ τις ωμότητες που συνέβησαν και τιμούμε με τη μνήμη μας όλους αυτούς που υπέφεραν. Γιατί όσο θυμόμαστε όλα όσα έγιναν, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον πόνο, τον τρόμο, την απελπισία και τα βάσανα όσων ήταν εκεί και επιτρέπουμε σε αυτούς που χάθηκαν να ζήσουν λίγο παραπάνω μέσα στη θύμησή μας. Η λήθη είναι μια άβυσσος και αν χαθείς μέσα σε αυτή είναι αδύνατο να υπάρξεις. Δεν πέφτουμε στην παγίδα της λήθης. Δεν ξεχνάμε.
-20 Ιουλ 1974 – 18 Αυγ 1974-