Σε εννιά μέρες τα συναισθήματα των ανθρώπων θα παγώσουν. Ένας κομήτης θα πέσει στη Γη και εξαιτίας τους οι άνθρωποι θα αισθάνονται για το υπόλοιπο της ζωής τους ακριβώς όπως αισθάνονταν την ώρα της σύγκρουσης. Ο Αλέξανδρος, φοιτητής στην Αθήνα, θα σκάψει βαθιά μέσα και γύρω του και θα πασχίσει να κατανοήσει τους ανθρώπους, τον έρωτα, τον πόνο και τη νοσταλγία, αγωνιώντας να προφτάσει να ανακαλύψει την ευτυχία, ώστε να την εξασφαλίσει για πάντα.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο Αλέξανδρος με τους φίλους του οργανώνουν μια εκδρομή στο βουνό, για να διασκεδάσουν την αγωνία τους και κυρίως, για να είναι μαζί….
Έβγαλε τα τσιγάρα του από την εσωτερική του τσέπη, όπου τα είχε χώσει βιαστικά όταν έτρεχαν λόγω της βροχής. 0 αναπτήρας του όμως είχε παραμείνει στην τσέπη τού παντελονιού του. Δοκίμασε μία. δύο, δέκα φορές να τον ανάψει και τελικά πέταξε νευριασμένα τσιγάρο και αναπτήρα κάτω, δίπλα στο κινητό του Σπύρου. Ο Σπύρος γέλασε αχνά.
«Νομίζω πως όσο πίστευα, υποσυνείδητα, ότι δεν ζούσα κανονικά ακόμη, ότι ήταν ακόμη νωρίς, πίστευα ότι η πραγματική ζωή έρχεται όταν τα έχεις βρει όλα. Τη δουλειά που θες, τον σύντροφο, τον εαυτό σου, όλα μαζί, όλα ταυτόχρονα. Το οποίο προφανώς είναι ηλίθιο. Νομίζω πως για πάντα θα είμαστε χαμένοι. Δεν θα έχουμε ιδέα τι κάνουμε. Αυτή είναι η πραγματική ζωή, που συμβαίνει τώρα, και τα πάντα είναι καθοριστικά, και εμείς δεν έχουμε ιδέα. Θα πεθάνουμε μπερδεμένοι» είπε και γέλασε.
Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει ακόμη και ο Σπύρος κοίταζε το κινητό του. Υπάρχει κάτι βαθύτερο που συνδέει τους ανθρώπους, πέραν της συνύπαρξης, και είναι οι κοινές πληγές. Οι διαφορετικές ζωές που συνδέονται από ίδιους πόνους. Όταν έχουμε πονέσει με τον ίδιο τρόπο, είμαστε μαζί. Στα μάτια μας υπάρχει κατανόηση και ανακούφιση, επειδή για λίγο έχουμε σταματήσει να νιώθουμε μοναξιά. Με αυτό το βλέμμα κοίταζε ο Σπύρος το κινητό του, νεκρό στο πάτωμα, γιατί φοβόταν πως εάν κοίταζε τον Αλέξανδρο στα μάτια θα έκλαιγε σπαρακτικά.
«Και ξέρεις, κανονικά τώρα θα πάθαινα απανωτές κρίσεις πανικού επειδή μεθαύριο είναι η μέρα και εγώ σκέ- φτομαι αυτά τα πράγματα τώρα για πρώτη φορά, αλλά ξαφνικά σήμερα αδιαφορώ. Ας γίνει ό,τι θέλει να γίνει. Ας είμαι χάλια για πάντα, κουράστηκα. Οριακά θέλω να γελάσω με την κατάσταση μου. Κι εσύ. Σπύρο, αν νιώθεις ότι έχεις κουραστεί με τη ζωή σου, αν θες να αλλάξεις κάτι. καν” το. Χώρισε, άλλαξε Σχολή, γίνε αστροναύτης, κάνε ό,τι γουστάρεις. Δεν έχει σημασία, ας μην είμαστε καλά ποτέ. Κάνε ό,τι θέλεις και μην περιμένεις να καταλάβεις κάτι παραπάνω, έτσι πιστεύω. Εγώ εδώ θα είμαι πάντως, μαζί σου».
Ο Σπύρος, με το κεφάλι ακόμη σκυμμένο, μειδίασε και έγνεψε. Ύστερα θυμήθηκε κάτι. Έψαξε στην τσέπη της ζακέτας του και έβγαλε ένα άθικτο κουτάκι σπίρτα. Το έδωσε στον Αλέξανδρο. Εκείνος, ανακουφισμένος, πήρε το τσιγάρο του από το δάπεδο και το άναψε.
Ξαφνικά, μετά από λίγα ακόμα λεπτά ησυχίας και βροχής, στο βάθος από όπου είχαν ανέβει εμφανίστηκε μια σιλουέτα. Σάρωσε με το βλέμμα της την περιοχή, εντόπισε τους δυο τους στο κιόσκι και άρχισε να τρέχει καταπάνω τους με τρομερή ταχύτητα. Ο Σπύρος σκούντηξε τον Αλέξανδρο και πάγωσαν μέχρι να καταλάβουν ότι ήταν ο Παναγιώτης.
Έφτασε στην είσοδο στο κιόσκι, και έμεινε εκεί να βρέχεται. Έσκυψε με τα χέρια στα γόνατα του για να σταματήσει να λαχανιάζει.
«Έπρεπε να σας βρω οπωσδήποτε» ξεκίνησε να λέει μεταξύ αναστεναγμών. «Μάγκες, κατάλαβα!»
«Τι κατάλαβες;» είπε ο Σπύρος και γέλασε με το θέαμα.
«Ξυπνήσαμε από τη βροχή με τον Μάρκο, ήρθε και ο Πέτρος στη σκηνή και καθόμασταν μέσα για να μη βραχούμε…»
«Καλά πήγε αυτό» αστειεύτηκε ο Αλεξ. «Ε; Α, ναι. Και που λέτε, στρίψαμε ένα τσιγάρο και αρχίσαμε τη συζήτηση και… κατάλαβα! Το βρήκα!» «Τι βρήκες, μωρέ;»
«Δεν υπάρχει ευτυχία! Έπρεπε να σας το πω! Δεν μπορεί να υπάρξει για παραπάνω από μια στιγμή, για το όριο μιας στιγμής! Είναι απροσδιόριστη! Ένα δευτερόλεπτο παραπάνω, και επιστρέφουμε στην κανονικότητα! […] Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος. Δεν είναι απίστευτο;»
Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε με την απόλυτη έκσταση στην οποία βρισκόταν ο φίλος του.
«Ας πεθάνουμε όλοι μεθαύριο, ας πεθάνουμε. Αλλά να είμαστε μαζί!» κατέληξε ο Παναγιώτης και έτρεξε πάλι προς τα πίσω. να σωθεί από τη βροχή.
Άσκηση δημιουργικής γραφής
Δημιουργήστε ένα ακόμα πρόσωπο/χαρακτήρα που συμμετέχει στην παραπάνω σκηνή και αποδώστε τις σκέψεις , τα συναισθήματα, την οπτική του με τη μορφή διαλόγου ή εσωτερικού μονόλογου. Ο ήρωας/ηρωίδα σας μπορεί να εκφράζει δικές σας σκέψεις, ανησυχίες, επιθυμίες, φόβους και διαθέσεις ή να είναι εντελώς φανταστικός.
Είχα παραμείνει κρυμμένη πίσω από το κιόσκι,επομένως είχα ακούσει ολόκληρη την συζήτηση των φίλων μου. Είχα φύγει από εκεί οπού κάθονταν ο Άλεξ και ο Σπύρος εδώ και ένα εικοσάλεπτο. Με είχε κουράσει το να πρέπει να δείχνω χαρούμενη και γεμάτη ελπίδα, ήθελα να αφήσω πίσω αυτό το προσωπείο έστω για μερικά λεπτά ,ήταν ένα προσωπείο που είχα δημιουργήσει μόλις μάθαμε για τον κομήτη και είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως δεν θα το άφηνα να πέσει, προκειμένου να δίνω δύναμη στους φίλους μου και ίσως και σε εμένα. Όταν όμως άκουσα τα λόγια του Παναγιώτη συνειδητοποίησα πόσο δίκιο είχε…Όλον αυτό τον καιρό κυνηγάμε την ευτυχία και πιστεύουμε πως μόνο όταν την βρούμε ξεκινά η ζωή , όμως αυτή είναι μία εντελώς λάθος προσέγγιση ,ή και μία δικαιολογία επειδή δεν μπορούμε να δεχτούμε πως στην πραγματικότητα η παντοτινή ευτυχία δεν υπάρχει. Είναι απλώς μία στιγμή ,διαφορετική για τον καθένα και όχι μία συνθήκη ζωής. Ευτυχία είναι να είσαι με ανθρώπους που αγαπάς και να περνάτε μαζί χρόνο,μία στιγμή.Ευτυχία είναι να ξυπνάς το πρωί και να βλέπεις την ανατολή του ήλιου που σηματοδοτεί ένα νέο ξεκίνημα με νέες ευκαιρίες,μία στιγμή. Ευτυχία είναι μια ματιά και ένα χαμόγελο που ανταλλάσεις με κάποιον στον δρόμο,μία στιγμή. Ευτυχία είναι να στέκεσαι κάτω από την βροχή χωρίς να σε νοιάζει αν θα βραχείς. Δεν είναι αυτό που πιστεύαμε τόσο καιρό, ένα επάγγελμα, ένα ταίρι, μια οικογένεια και μία “πετυχημένη” ζωή ,αλλά αυτές οι μικρές στιγμές που δεν αντιλαμβανόμαστε.Αποφάσισα πως έπρεπε να πάω πίσω στην παρέα μου και να περάσω μαζί τους το διάστημα μέχρι την πτώση του κομήτη, μέχρι να μας καταβάλει μόνο ένα συναίσθημα. Όμως δεν με ένοιαζε ποιο συναίσθημα θα ήταν εκείνο, ήθελα να απολαύσω το τώρα, τα συναισθήματα του τώρα ,να λυπηθώ,να ενθουσιαστώ,να θυμώσω χωρίς περιορισμούς. Καθώς προχωρούσα στην βροχή ένιωθα τα σταγόνες σαν χάδια και το απολάμβανα, δεν έμενα στην ουσία ,δηλαδή το ότι βρεχόμουν αλλά προσπαθούσα να βρω την ευτυχία μέσα από αυτό. Άρχισα να κάνω κύκλους γύρω από τον εαυτό μου στραμμένη προς τον ουρανό με κλειστά τα μάτια ,χασκογελώντας χωρίς ουσιαστικό λόγο. Τότε αντίκρισα τους φίλους μου.
Φώναξα στον Σπύρο και τον Αλέξανδρο όσο πιο δυνατά μπορούσα για να ακουστώ μέσα από την βροχή. Οι δύο τους κοιτάχτηκαν και μετά άρχισαν να κατευθύνονται προς τα εμένα,προς την βροχή, προς κάτι φαινομενικά άγνωστο αλλά δεν τους πείραζε,ούτε και εμένα βέβαια, όχι από την στιγμή μου είμασταν μαζί. Το προσωπείο είχε πέσει, είχε μείνει πίσω από το κιόσκι και δεν θα επέστρεφε. Είμασταν έτοιμοι να υποδεχτόυμε τον κομήτη και ποιος ξέρει, μπορεί και αυτή να είναι μία στιγμή ευτυχίας…
Προσπαθώ να προφτάσω τον Παναγιώτη αλλά είναι γρήγορος σαν σίφουνας. Πάντα έτσι ήταν. Ενεργητικός, με μια απρόσμενη χαρά, καταφέρνοτας πάντα να ελαφρύνει το κλίμα και να κάνει όλους μας να ξεχαστούμε από τις καθημερινές μας έγνοιες. Δυσκολεύομαι να φτάσω εκεί που σταμάτησε κι αυτός λόγω τις βροχής που έχει γεμίσει τα παπούτσια μου με λάσπη. Αποφασίζω να συνεχίσω περπατώντας, κοιτάζοντας την παρέα μου να χασκογελάει με κάτι που είπε λογικά ο Παναγιώτης. Έτσι που τους βλέπω να χαίρονται τις πολύτιμες στιγμές που είμαστε όλοι μαζί, ενωμένοι, ένα συναίσθημα με κατακλύζει και κάνει την καρδιά μου να γεμίζει που δεν μπορώ εύκολα να προσδιορίσω. Είναι ένα συναίσθημα ασφάλειας και ευγνωμοσύνης γνωρίζοντας πως στη ζωή μου έχω ανθρώπους που μπορώ να εμπιστευτώ και να ξέρω πως ό,τι και να γίνει θα είναι πάντα δίπλα μου να με στηρίζουν. Φτάνω και βλέπω τους φίλους μου να μου χαμογελάνε πονηρά. «Τι;» λέω με απορία. Θα ετοιμάζουν κάτι σκέφτηκα. «Ε Μάρκο! Πού χάθηκες φίλε! Έκανες τσιγαράκι χωρίς εμάς έμαθα ε;» αστειεύτηκε ο Αλέξανδρος.» Πώς και τόση χαρά;»ρωτάω.» Ε, να! Εδώ ο Παναγιώτης μας έλεγε ότι δεν υπάρχει αληθινή ευτυχία, ότι είναι στιγμιαία, γι΄ αυτό για τις δύο μέρες που έχουν απομείνει θα προσπαθήσει να είναι συνέχεια χαρούμενος. Μειδίασα και είπα: «Ααα!Γι” αυτό έτρεχε σαν τρελός; Και τρόμαξα!». Η βροχή δυνάμωσε ακόμη παραπάνω και πήγαμε να καθίσουμε εκεί που ήταν ο Παναγιώτης. Τότε ο Σπύρος με ρώτησε αν είμαι καλά καθώς με κοίταζε έτσι συνοφρυωμένος που ήμουν. Τον κοίταξα και είδα πόσα συναισθήματα αντικατοπτρίζονταν στα σκούρα μάτια του. Λύπη, άγχος ,ανησυχία όλα αυτά και άλλα εξίσου επίπονα συναισθήματα. Σκέφτηκα να τον ρωτήσω εγώ αν εκείνος ήταν καλά καθώς αυτός φαινόταν να το είχε περισσότερο ανάγκη αλλά ήξερα ότι δεν θα απαντούσε ειλικρινά. Θα τον έφερνα σε δύσκολη θέση. Αντίθετα, είπα:»Δεν ξέρω… Σκέφτομαι όλα αυτά που έχουμε ζήσει…Ως παιδιά και έφηβοι τόσα πολλά αλλά ταυτόχρονα και τόσο λίγα…Νιώθω ότι έχουμε τόσο πολλά ακόμα πράγματα να δούμε να νιώσουμε, να ζήσουμε. Δε θέλω να πεθάνω ούτε να ζω για πάντα με ένα μόνο συναίσθημα ούτε αρνητικό αλλά ούτε και θετικό. Άλλωστε γι” αυτό , όπως είπε και ο Παναγιώτης, η ευτυχία είναι στιγμιαία. Είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα στη μονοτονία της ρουτίνας. Αν ήμασταν συνέχεια χαρούμενοι θα βαριόμασταν έπειτα από λίγο και θεωρώντας το δεδομένο δε θα το εκτιμούσαμε πια και θα θέλαμε όλο και κάτι παραπάνω, κάτι διαφορετικό. Οπότε λέω να ζήσουμε αυτές τις τελευταίες μέρες στο έπακρο δίχως να σκεφτόμαστε το μετά. Ας αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν μόνα τους και όταν περάσουν αυτές οι δύο μέρες που θα είναι γεμάτες με αδρεναλίνη και ευχάριστες στιγμές, και δεν έχουμε πεθάνει…Τότε, όλοι μαζί, ενωμένοι, όπως πάντα άλλωστε, θα βρούμε την άκρη.» Όταν τελείωσα τον μονόλογό μου περίμενα τις αντιδράσεις των φίλων μου. Τους κοίταξα όλους , έναν προς έναν, πρώτα τον Σπύρο με βουρκωμένα μάτια να κοιτάει το πάτωμα προσπαθώντας να μην κλάψει, κουνώντας το κεφάλι του ελαφρά δείχνοντας να συμφωνεί με όσα είπα. Μετά κοίταξα τον Παναγιώτη. Η ευθυμία είχε χαθεί από το πρόσωπό του και ένα σοβαρό ύφος την είχε αντικαταστήσει. Έδειχνε σα να σκεφτόταν αυτά που είπα. Τέλος, όταν γύρισα προς τον Αλέξανδρο εκείνος μίλησε:» Έχεις δίκιο, Μάρκο. Κουράστηκα να έχω μια συνεχή ανησυχία στο κεφάλι μου. Αυτές οι μέρες που μας απομένουν θα είναι από τις καλύτερες της ζωής μας και θα τις ζήσουμε όλοι μαζί όπως όλα τα άλλα!». Αυτά είπε και αρχίσαμε να ζητωκραυγάζουμε έτσι ώστε να μας ανέβει το ηθικό. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή έφτασε και ο Πέτρος. Μας είδε όλους μαζί σε μια κατάσταση έξαψης και κατάλαβε. Ένα πλατύ χαμόγελο πήρε τη θέση της νωρίτερα απορημένης έκφρασής του. Μας είπε: «Ήρθα να σας βρω γιατί ανησύχησα που δεν είχατε γυρίσει με τόση βροχή που είχε και τώρα που κόπασε είπα να έρθω κι εγώ.» Τον βεβαιώσαμε ότι όλα είναι καλά και έτσι σηκωθήκαμε όλοι μαζί με προορισμό την επόμενη μας περιπέτεια των τελευταίων αυτών ημερών.
Ο Ιάκωβος περπατούσε από μακριά προς το κιόσκι όπου μιλούσαν ο Σπύρος και ο Αλέξανδρος.»Ποτέ δεν έχω δει τον Σπύρο να είναι τόσο ανοιχτός,να μιλάει με τόση άνεση» σκέφτηκε καθώς πλησίαζε.Όταν έφτασε πιο κοντά, άκουσε τον Παναγιώτη να εκφράζει την ευτυχία του,με τρόπο τόσο αυθόρμητο που τον έκανε να χαμογελάσει.Ο Παναγιώτης άρχισε να τρέχει καταπάνω του φωνάζοντας «Επιτέλους!Το βρήκα,το βρήκα» και κατόπιν κατευθύνθηκε προς τη σκηνή για να βρει τον Μάρκο και τον Πέτρο.Ο Ιάκωβος πλησίασε τους δύο φίλους του οι οποίοι καθόντουσαν κάτω από το κιόσκι και κάπνιζαν ακούγοντας τον ήχο της βροχής.
«Τι έγινε ρε παιδιά;Τι έπαθε αυτός»ρώτησε ο Ιάκωβος.Ο Σπύρος άρχισε να γελάει.»Πρέπει να ακούσεις τι μας είπε!Ανακάλυψε πως δεν υπάρχει ευτυχία και οτι αν υπάρξει,είναι στιγμιαία».»Και γιατί γελάτε;΄Ισως να έχει δίκιο.Ευτυχία είναι η ικανότητα να εκτιμούμε και να απολαμβάνουμε τις μικρές στιγμές της ζωής, χωρίς να προσπαθούμε να τις κρατήσουμε αιώνιες.Εγώ αυτή την στιγμή νιώθω ευτυχισμένος.Ναι.Είμαι σίγουρος γι αυτό.Βρίσκομαι παρέα με τους φίλους μου και δεν με τρομάζει κανένας κομήτης.Ό,τι και αν συμβεί,ξέρω πως τη στιγμή που θα πέσει στη Γη θα αισθάνομαι ακριβώς ό,τι αισθάνομαι και τώρα.» Τα λόγια του Ιακωβου άγγιξαν τους δύο φίλους και αμέσως όλα τα συναισθήματα φόβου και ανησυχίας που τους κατέκλυζαν και έκρυβαν βαθιά μέσα τους χάθηκαν.Κατάλαβαν πως πρέπει να είναι παρόντες στο παρόν και να εκτιμάνε αυτά που έχουν τώρα, χωρίς να ανησυχούν πολύ για το αύριο.Έτσι,οι τρεις φίλοι, γεμάτοι αισιοδοξία, σηκώθηκαν από το κιόσκι και ξεκίνησαν να περπατούν προς τη σκηνή, ελπίζοντας να βρουν τους υπόλοιπους φίλους τους. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει, αλλά οι καρδιές τους ήταν γεμάτες θετική ενέργεια.
Η Κατερίνα, μια ξανθιά κοπέλα με πράσινα μάτια και ένα χαμόγελο που φωτίζει το πρόσωπό της, ήρθε στο κιόσκι από ένα μικρό μονοπάτι που οδηγούσε στο βουνό. Είχε σταματήσει να βρέχει και παρατηρούσε την παρέα με απορία και περιέργεια. Εκείνο το βράδυ ήταν η συνάντηση ήταν περίεργη, αλλά η Μαρία ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στο να ενωθεί με αυτούς.
Ακούγοντας τις σοφίες του Αλέξανδρου και του Σπύρου, η Μαρία άρχισε να χαμογελά. Πλημμύρισε η καρδιά της με μια αίσθηση απελευθέρωσης και σύνδεσης. Ένιωθε πως κατανοούσε τον κόσμο, γύρω της με έναν νέο τρόπο. Καθώς ο Παναγιώτης έτρεχε προς το κιόσκι, η Μαρία αντάλλαξε βλέμματα με τον Αλέξανδρο. «Κι εγώ είμαι ευτυχισμένη,» ψιθύρισε στον εαυτό της. Σκέφτηκε για τις κοινές πληγές που συνδέουν τους ανθρώπους και πώς αυτές μπορούν να δημιουργήσουν δεσμούς ακόμα και μεταξύ αγνώστων.
Όταν ο Παναγιώτης έφτασε αναστενάζοντας, η Μαρία τον χαιρέτισε με ένα φιλικό χαμόγελο. «Είναι απίστευτο πώς η ζωή μας μπορεί να αλλάξει με μια απλή συνάντηση στη βροχή,» είπε και οι τρεις τους γέλασαν. Καθώς συνεχιζόταν η συζήτηση, η Μαρία σκέφτηκε πόσο τυχερή ήταν που βρέθηκε εκεί εκείνο το βράδυ. Ένιωθε πως αυτή η στιγμή ήταν ακριβώς αυτό που της έλειπε για να αισθανθεί πραγματικά ζωντανή.
Παναγιώτης Θεοδωρίδης
Έπειτα από λίγο εμφανίστηκα και εγώ, βρεγμένος από την βροχή.
‘’Γεια σας παιδιά- τι έχασα; γιατί είστε τόσο προβληματισμένοι;’’
Ο Παναγιώτης μού εξήγησε ό,τι προαναφέρθηκε.
Κατάλαβα ότι είχε απόλυτο δίκιο. Όλοι μας προσπαθούμε να ζούμε συνεχώς στιγμές χαράς, θεωρώντας δεδομένες τις μικρές στιγμές ευτυχίας. Έκατσα για λίγο με τους υπόλοιπους να σκεφτώ. Συνειδητοποίησα πως οι άνθρωποι πιστεύουν πως την ευτυχία την αποκτούν από ασήμαντα πράγματα όπως υλικά αγαθά, όχι από εμπειρίες ή αναμνήσεις. Επίσης κατάλαβα πως τόσο καιρό περιμένω η ζωή μου να ‘’αρχίσει’’, και πως μόνο τότε θα αρχίσω να νιώθω χαρά. Τώρα που σε μερικές μέρες ο κομήτης θα πέσει, άρχισα να εκτιμώ όλες τι βόλτες που έκανα με την παρέα, τις συζητήσεις που κάναμε, τα παιχνίδια που παίζαμε, τα μυστικά που μοιραστήκαμε και ό,τι άλλο κάναμε εδώ και τόσα χρόνια. Τόσο καιρό ήμουν χαρούμενος χωρίς να το καταλάβω. Κρίμα που δεν το συνειδητοποίησα πιο νωρίς.
Ο Σπύρος μου έδωσε ένα σπίρτο και άναψα το τσιγάρο μου. Σε μερικές μέρες αποφασίσαμε… θα βλέπαμε τον κομήτη όλοι μαζί…
Ήμουν λίγο πιο πίσω από τον Παναγιώτη. Εκείνος έφτασε πρώτος στο κιόσκι, ενώ εγώ πήγα πέντε λεπτά αργότερα. Φτάνοντας στην είσοδο είδα τους φίλους μου στο βάθος να συζητούν. Πηγαίνοντας εκεί μου είπαν όλα όσα είχαν ειπωθεί. Ήμουν μπερδεμένη, δεν ήξερα τι να πω. Ξέρετε προσπαθούσα να παραμείνω ψύχραιμη, όσο και αν στη πραγματικότητα δεν ήμουν, αφού το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να μείνω δυνατή για τους φίλους μου. Τότε , ο Σπύρος φανερά απεγνωσμένος, επανέλαβε μια φράση που είχε πει αρχικά στον Αλέξανδρο:Τα πάντα έχουν καθοριστεί, θα πεθάνουμε μπερδεμένοι. Εκείνη τη στιγμή, ένιωσα να με κατακλύζουν χιλιάδες συναισθήματα και σκέψεις, τόσες που ποτέ δεν είχα στη ζωή μου. Τότε, συνειδητοποίησα πως σταμάτησα για πρώτη φορά να βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων, σταμάτησα να είμαι αισιόδοξη και τότε ήταν που κατέρρευσα. Βρισκόμουν στο απόλυτο σκοτάδι. Ωστόσο, βλέποντάς με ο Παναγιώτης άρχισε να μας μιλάει για την έννοια της ευτυχίας, κάτι που αμέσως με έκανε να νιώσω και πάλι ο εαυτός μου. Ξέρετε συνειδητοποίησα μέσα από τα λόγια του πως η ευτυχία δεν προσδιορίζεται, δεν είναι ένα μόνιμο χαρακτηριστικό, αλλά αντιθέτως είναι μια φευγαλέα, μεταβλητή κατάσταση. Συχνά, συνδέουμε την ευτυχία με την ικανοποίηση που νιώθουμε σε διαφορετικές πτυχές στη ζωή μας, όπως παραδείγματος χάρη οι προσωπικές μας σχέσεις ή τα επιτεύγματα μας , κάτι το οποίο στη πραγματικότητα δεν ισχύει. Η ευτυχία για κάποιους είναι επιλογή, ενώ κάποιοι άλλοι μπορεί να χρειαστεί να βρουν το σκοπό της ζωής τους , ψάχνοντας μέσα από όλα όσα τους κάνουν ευτυχισμένους. Τότε, κατάλαβα πόσο σημαντικό είναι να μην ψάχνουμε την ευτυχία, γιατί στη πραγματικότητα η ευτυχία είναι μέσα μας και εμείς την καθορίζουμε. Χαρούμενη πια τους είπα:Ευτυχία είναι στη ζωή να βρεις ανθρώπους που θα σε κάνουν να νιώθεις ευτυχισμένος και, ναι λοιπόν, εγώ νιώθω τυχερή που νιώθω μαζί σας αυτό το συναίσθημα. Για αυτό πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τα αρνητικά συναισθήματα και να αισθανόμαστε ευγνώμονες που είμαστε μαζί σε όλο αυτό, γιατί ακόμη και αν δεν τα καταφέρουμε, θα είμαστε από τους λίγους που έχουν ζήσει την πραγματική ευτυχία.
Κριτή Έλενα
Παρακολουθούσα σιωπηλή την συζήτηση που λάμβανε χώρα μπροστά στα μάτια μου. Πραγματικά δεν ήξερα τι να πω. Λες και δεν με αφορούσε το θέμα ! Στην πραγματικότητα ξυπνούσα και κοιμόμουν σκεπτόμενη το ίδιο θέμα. Τι να εννοούσε άραγε ο Παναγιώτης; Κρατούσε πράγματι η ευτυχία μονάχα μια στιγμή; Αν είναι έτσι, τότε περνάμε όλη μας την ζωή χτίζοντας ένα καστράκι στην άμμο που σε δευτερόλεπτα θα το γκρεμίσει και θα το παρασύρει στην αγκαλιά της η θάλασσα. Και η κανονικότητα που επιστρέφουμε μετά την στιγμή ευτυχίας τι είναι ; Μήπως δεν έχει τόση αξία η στιγμή της ευτυχίας αλλά το ταξίδι μέχρι εκεί; Μήπως οι άνθρωποι που έχουμε δίπλα μας , μας προσφέρουν καθημερινές στιγμές ευτυχίας τις οποίες εμείς, βυθισμένοι στους γρήγορους ρυθμούς της ζωής, δεν παρατηρούμε;Γιατί να μην διαρκεί περισσότερο η ευτυχία και τόσο σύντομα να επιστρέφουμε στην παθητικότητα, στην ρουτίνα , στην καθημερινότητα; Οι σκέψεις μου διαδέχονταν η μια την άλλη χωρίς εγώ να προλαβαίνω να αναλύσω καμία από αυτές. Και η αλήθεια είναι πως δεν θα προλάβαινα. Άνθρωποι πριν από μας πέρασαν όλη τους την ζωή αναλύοντας τα ανθρώπινα συναισθήματα. Όμως ήθελα πραγματικά να χαραμίσω την ζωή μου κάνοντας τόσο θεωρητικές σκέψεις; Ούτως η άλλως δεν υπήρχε χρόνος . Σε λίγες ώρες όλα θα είχαν τελειώσει. Το συναίσθημα που θα ένιωθε ο καθένας θα το κουβαλούσε μαζί του όπως ο κάθε ταξιδιώτης την βαλίτσα του και θα πορευόταν έτσι για όλη του την ζωή. Αν περάσουμε τις τελευταίες μας ώρες μαζί , σίγουρα θα είμαστε ευτυχισμένοι . Αν όχι ευτυχισμένοι, ας είμαστε τουλάχιστον χαρούμενοι. Και ας έρθει και η συντέλεια του κόσμου , αν είμαστε όλοι μαζί κάτι θα καταφέρουμε . Αρκετά είπα και δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Ας χαρούμε τις τελευταίες μας στιγμές συναισθηματικής ελευθερίας και ας νιώσει ο καθένας όπως τον εκφράζει . Θα τον βρούμε τον δρόμο μας , αρκεί να είμαστε ενωμένοι.
Ο Ανδρέας, ένας λαμπρός νεαρός με κομψότητα στο βήμα του και ένα χαμόγελο που φωτίζει το πρόσωπό του, επέστρεφε από το πανεπιστήμιο μαζί με τους φίλους του, τον Αλέξανδρο και τον Σπύρο. Καθώς προσπαθούσε να ανάψει το τσιγάρο του με τον αναπτήρα που δεν συνεργαζόταν, ένιωθε μια ανεξήγητη ανησυχία να τον πνίγει.
«Έχεις πρόβλημα με τον αναπτήρα, φίλε;» ρώτησε ο Αλέξανδρος, καθώς ένιωσε την ατυχία του Ανδρέα.
Ο Ανδρέας, με έναν ελαφρώς απογοητευμένο τόνο, απάντησε: «Δυστυχώς, φαίνεται να μην συνεργάζεται. Κάτι σαν τη ζωή μας εν ολίγοις. Πάντα προσπαθούμε να ανάψουμε το φως, αλλά μερικές φορές απλά δεν είναι εκεί.»
Ο Σπύρος, που ακούγοντας τη συζήτησή τους διακριτικά, άρχισε να σκέφτεται και προσέθεσε: «Ναι, μπορεί να είναι σαν αυτή τη στιγμή που ζούμε. Όλοι προσπαθούμε να βρούμε τον τρόπο να ανάψουμε τη φλόγα της ευτυχίας μέσα μας, αλλά πολλές φορές η ζωή φαίνεται να μας σβήνει τη φλόγα ανελέητα.»
Ο Ανδρέας, αφού άκουσε τις λέξεις των φίλων του, ένιωσε μια αίσθηση ανακούφισης. Ήταν σαν να καταλάβαινε ότι δεν ήταν μόνος του στις αναζητήσεις του για ευτυχία και νόημα.
«Καταλαβαίνω τι λέτε», είπε τελικά ο Ανδρέας με ένα πιο λαμπερό χαμόγελο. «Πρέπει να συνεχίσουμε να προσπαθούμε, ακόμα κι όταν η ζωή φαίνεται να μας δυσκολεύει. Και πάντα είναι καλό να έχουμε στο πλευρό μας φίλους που μοιράζονται το φως μαζί μας.»
Και με αυτά τα λόγια, ο Ανδρέας άναψε το τσιγάρο του με το κουτάκι σπίρτα που του έδωσε ο Σπύρος και ακολούθησε τους φίλους του προς τη σκέψη και την ελπίδα.
Κριτή Παρασκευή
Καθώς παρακολουθούσα από μακριά τη σκηνή στο κιόσκι, αισθανόμουν μια ανάμεικτη αίσθηση φόβου και προσμονής. Με το βλέμμα μου καρφωμένο στην παρέα των φίλων μου, μπορούσα να αναγνωρίσω την απόλυτη ευφορία στα πρόσωπά τους. Κάτι μέσα μου με τραβούσε να πλησιάσω, αλλά η αντίδραση των άλλων μόλις έβλεπαν τον φόβο στα μάτια μου με άγχωνε ακόμη περισσότερο.
Οι σκέψεις έχουν κατακλύσει το μυαλό μου και με κάνουν να συνειδητοποιώ πως, η ευτυχία δεν είναι μια σταθερή κατάσταση. Είναι μια στιγμιαία εμπειρία που προκύπτει από την αλληλεπίδραση με τους άλλους και τον κόσμο γύρω μου. Καθώς παρακολουθώ τους φίλους μου να μοιράζονται αυτήν την εμπειρία, την ευτυχία, αρχίζω να νιώθω και εγώ στιγμιαία ευτυχισμένη. Καθόλου δε θα με πείραζε να νιώθω έτσι για πάντα. Με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, κατευθύνθηκα προς το κιόσκι, αποφασισμένη να μπω στον κύκλο και να μοιραστώ τη στιγμή με τους φίλους μου. Αν και ο φόβος εξακολουθεί να παραμένει, η γνώση ότι η ευτυχία είναι εφήμερη με ενθαρρύνει να απολαύσω την στιγμή όσο μπορώ. Όποιο συναίσθημα και να μας μείνει, ξέρουμε πλέον πολύ καλά πως μπορεί πάντα να ξεφυτρώσει από κάπου η ευτυχία.
Ο Αγαπίας, ένας νεαρός με ατίθαση πνευματικότητα και πάθος για τη ζωή, εισέρχεται σιωπηλά στο κιόσκι όπου βρίσκονται οι φίλοι του Αλέξανδρος, Παναγιώτης και Σπύρος. Καθώς παρακολουθεί τη συζήτησή τους, η καρδιά του χτυπάει δυνατά από αγωνία και ανυπομονησία.
Αγαπίας: Πόσο τυχεροί είναι αυτοί οι άνθρωποι, που μπορούν να μιλούν με τέτοια ανέμελη ελευθερία και αληθινότητα. Εγώ, που πάντα αισθανόμουν ότι κρύβω μέσα μου μια φωτιά που ποτέ δεν μπορούσε να σβήσει, πώς μπορώ να βρω τον τρόπο να την απελευθερώσω; Η ευτυχία φαίνεται τόσο μακριά…
Τα λόγια του Παναγιώτη και του Σπύρου τον συγκίνησαν βαθιά και η ανακούφιση που αισθάνθηκε ήταν σαν ένας λυτρωτικός αέρας. Καθώς ακούει τον εαυτό του να ρωτάει πώς μπορεί να αγκαλιάσει αυτήν την απροσδιόριστη ευτυχία, αισθάνεται μια ανυπέρβλητη προσδοκία.
Αγαπίας: Μπορεί να μην υπάρχει ευτυχία για μας, για παραπάνω από μια στιγμή, αλλά εγώ είμαι έτοιμος να πάρω αυτήν τη στιγμή και να την κρατήσω στην αγκαλιά μου για πάντα. Ας έρθει ο θάνατος αύριο, ας έρθει η ανακούφιση ή η αγωνία. Αλλά εγώ θα είμαι εδώ, πάντα με τους φίλους μου.
Καθώς ο Παναγιώτης τρέχει να σωθεί από τη βροχή, ο Αγαπίας αισθάνεται μια νέα αίσθηση αποφασιστικότητας να αγκαλιάσει τη ζωή με όλες τις αντιφάσεις της. Και μέσα σε αυτήν τη στιγμή, βρίσκει την πραγματική ευτυχία που αναζητούσε για τόσο καιρό.
Εκεί περιπλέκεται και η Ξένια η οποία παράκουσε την συζήτηση στο κιόσκι καθώς προσπαθούσε να τοποθέτησει στο αυτοκίνητο κάτι λαμπάκια τα οποία θα χαλούσαν με την βροχή.
Πρόκειται για ένα χαρακτήρα ευαίσθητο και με πολύπλοκη φαντασία η οποίο καλπάζει σε διάφορες σκέψεις για ώρες, δίνοντας της, την ευκαιρία για να σκεφτεί και να προβληματιστεί.
Η Ξένια αφουγκράστηκε τα λόγια των φίλων της μέσα στο αμάξι, ανοίγοντας ελάχιστα το παράθυρο, ώστε να νιώθει τον αέρα να χτυπά το μάγουλο της, αλλά και να επιτρέψει τα δάκρυα της γης να της φιλέψουν λίγη παρηγοριά για αυτό που ήταν επρόκειτο να συμβεί.
Η ηρωίδα βρίσκει το κουράγιο να σταθεί στα πόδια της και να βγει έξω από το αυτοκίνητο μέτα από ώρες συλλογισμού και ώρες σπαρακτικού κλάματος, έτσι πήρε κουράγιο και έτρεξε στο κιόσκι γρήγορα για να μην βραχεί και να μιλήσει στους φίλους της πως όλο αυτό ήταν κάτι το οποίο επέτρεπε στον κόσμο να αφήσουν πίσω τις υποχρεώσεις τους και τα πρέπει και να επικεντρωθούν στα θέλω. Έτσι με θάρρος ανέβηκε πάνω στο πάγκο με τα σεμεδάκια λερώνοντας τα με τις λάσπες που κουβαλούσαν τα παπούτσια της και είπε · πως καλό θα ήταν να σκεφτούν τι θα προλάβαιναν να κάνουν μέσα σε αυτές τις ημέρες όλοι μαζί που θα ένιωθαν πληρότητα και που θα ήταν αντάξιο των τελευταίων ημέρων ζωής. Έτσι και έγινε, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε η παρέα να δει το τέλος του πλανήτη. Μετά από αυτή την στιγμή που η Ξένια σήκωσε το ανάστημα των φίλων της στο κιόσκι, φύγανε να πάνε να βρουν και τους υπόλοιπους και να ταξιδέψουν με τα τελευταία λεφτά που τους είχαν απομείνει στην άκρη για την αγορά εξοπλισμού για καταδύσεις.
Στις τελευταίες στιγμές της παρέας 50 μέτρα κατω από την επιφάνεια της γης μέσα σε μια σπηλιά με λιγότερο οξυγόνο από ότι ήταν απαραίτητο για να βγουν στην επιφάνεια. Αναρωτήθηκαν, κάτι που έμεινε αναπάντητο από όλους, αν ήταν ευτυχισμένοι με την ζωή τους μέχρι το τέλος της.