ΠΑΝΑΓΙΑ ΦΙΛΩΤΙΤΙΣΣΑ

Ένας όμορφος ενοριακός ναός βρίσκεται στο κέντρο του χωριού «Φιλώτι» (Φιλώτιον) στο νησί της Νάξου, μεταξύ των οικισμών Κλέφαρος και Ραχίδι, τιμώμενος υπό το όνομα της Κοίμησης της Θεοτόκου (15 Αυγούστου). Η προσωνυμία του είναι «Παναγία η Φιλωτίτισσα», προερχόμενη ξεκάθαρα από το όνομα του χωριού. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς δόθηκε αυτό το όνομα στην εκκλησία. Φαίνεται πιθανό ότι δόθηκε από πολύ παλιά, ίσως από την αρχική ίδρυση του ναού, λαμβάνοντας υπόψη ότι το όνομα του χωριού είναι αρχαίο.

Filoti,_Panagia_Fioliotissa_-_panoramio

 

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Σύμφωνα με τον Νίκο Κεφαλληνιάδη («Παναγία η Φιλωτίτισσα» 1971, σ.7), καθώς και τις ιστορικές πηγές που παρέχει, η αρχή της κατασκευής του ναού πρέπει να θεωρηθεί κατά την περίοδο του αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού (1081-1118) ή, γενικότερα, κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Κομνηνών (1071-1204). Η συγκεκριμένη εκκλησία, σύμφωνα με τις ίδιες ιστορικές πηγές, ήταν υπαρκτή μέχρι το 1544, όταν καταστράφηκε από πειρατές, παραμένοντας έκτοτε ερείπιο για αρκετό καιρό. Στη θέση αυτή αργότερα ανεγέρθη ο σημερινός ναός, ο οποίος κατασκευάστηκε, όπως περιγράφεται παρακάτω, στις 1 Αυγούστου 1718. Ουσιαστικά, πρόκειται για την ανέγερση ενός νέου, όμορφου κτιρίου στη θέση του παλιού ναού, υπό το ίδιο όνομα και υπό τον ίδιο άγιο, δηλαδή την Παναγία τη Φιλωτίτισσα. Είναι ενδιαφέρον πριν από την περιγραφή του σημερινού ναού, να εξεταστεί το συναρπαστικό ιστορικό της ανέγερσης αυτού του ναού, συμπεριλαμβανομένων και των εθνικών εκδηλώσεων των Ελλήνων κατά την περίοδο της δουλείας και του μεγαλείου της ελληνικής ψυχής, όπως προκύπτει από το προαναφερόμενο βιβλίο του Νίκου Κεφαλληνιάδη.

«Κάνε το καλό και ρίξ΄το στον γιαλό»

Το 1690 και ειδικότερα την ημέρα του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου), στην αγροτική περιοχή του Καλαντού (στο νότιο άκρο της νήσου), ξέσπασε μία ξαφνική και ασυνήθιστη κακοκαιρία, κατά την οποία άγριος νότιος άνεμος με καταρρακτώδη βροχή σάρωνε τα πάντα. Οι κάτοικοι, κυρίως ποιμένες, τρόμαξαν και καταφύγανε στις καλύβες τους, προσευχόμενοι και ικετεύοντας τον Θεό να τους σώσει από την καταστροφή που τους απειλεί. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Στέφανος Ψαρράς ή Λούμπας, από το Φιλώτι, ο οποίος είχε κτήματα εκεί και τα γίδια και πρόβατά του. Ήταν γενναίος και φιλόξενος άνθρωπος και από τους πρώτους νοικοκυραίους του Φιλωτίου. Τον έλεγαν ακόμα και «Αναγνώστη», επειδή γνώριζε λίγα γράμματα και βοηθούσε τον ιερέα του χωριού στη λειτουργία της Εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια της κακοκαιρίας, στράφηκε προς τη θάλασσα μεταξύ της Νάξου και της Ίου και παρατήρησε ένα ιστιοφόρο πλοίο να κλυδωνίζεται στα πελώρια κύματα και να σπρώχνεται προς τα βράχια της ακτής. Συνειδητοποίησε αμέσως ότι το πλοίο αντιμετώπιζε άμεσο κίνδυνο να προσκρούσει στα βράχια και να καταστραφεί. Χωρίς να χάσει χρόνο, βγήκε αμέσως από την μιτάτο του, κάλεσε και άλλους γείτονες του ποιμένα και όλοι έτρεξαν προς το μέρος όπου σπρώχνονταν το πλοίο. Παρόλα αυτά, δεν κατάφεραν να το προλάβουν, και το σκάφος, μετά από πάταγο, έπεσε στα βράχια και διασπάστηκε στα τρία. Όλοι οι επιβάτες έπεσαν στη θάλασσα και από τους τριάντα επιβάτες σώθηκαν μόνο δέκα, οι οποίοι ήταν τραυματισμένοι. Το πλοίο ήταν τουρκικό και οι επιβάτες Τούρκοι. Ψαρράς με τους δύο συντρόφους του, χωρίς να γνωρίζει ότι οι ναυαγοί ήταν παλαιοί εχθροί, τους συνέλεξαν, τους βοήθησαν και τους οδήγησαν στις καλύβες, όπου τους προσέφεραν ρούχα, φαγητό και φροντίδα. Μεταξύ των ναυαγών ήταν και ένα Τουρκοπαίδι δώδεκα ετών, το οποίο είχε τραυματιστεί σοβαρότερα από τους άλλους και αισθανόταν πολύ αδύναμο. Ονομαζόταν Χουσεΐν και ο Ψαρράς τον φρόντισε καλύτερα από τους άλλους, σαν να ήταν δικό του παιδί. Την επόμενη μέρα, οι ναυαγοί, αφού ανέκτησαν το ηθικό τους, αποφάσισαν να φύγουν και μετά από τον οδηγό τους Ψαρρά, πώς θα φτάσουν στην Χώρα της Νάξου, όπου θα συναντήσουν το βοεβόδα, για να τους βοηθήσει να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, και μετά αφού τους προμήθευσε με τροφή για το δρόμο, ξεκίνησαν ευγνωμονούντες για τη φιλοξενία και την βοήθεια. Ο Ψαρράς, παρόλα αυτά, παρακάλεσε τους ναυαγούς να αφήσουν το παιδί για μερικές μέρες, μέχρι να αναρρώσει από τα τραύματά του και την κόπωσή του, υποσχόμενος ότι θα το παραδώσει ασφαλώς στον βοεβόδα, όταν γίνει καλά. Δυστυχώς, για τους αναχωρήσαντες ναυαγούς, η μοίρα τους επέφερε το μοιραίο. Όταν πλησίασαν στο χωριό Σαγκρί, αντιμετωπίστηκαν ως πειρατές και, αφού ήταν ανυποψίαστοι, σφαγιάστηκαν από τους Σαγκριώτες, προς μεγάλη λύπη όλων και πάνω απ΄όλα του Ψαρρά. Οι Σαγκριώτες ζήτησαν συγγνώμη από τον βοεβόδαν και το θέμα τελείωσε εκεί, χωρίς να ακολουθήσουν αντίποινα από τους Τούρκους. Εν τω μεταξύ, ο Ψαρράς οδήγησε τον μικρό Χουσεΐν στο χωριό (Φιλώτι), όπου όμως η σύζυγός του Πλυτή δεν τον είδε με καλό μάτι, γιατί ήταν Τουρκάκι. Την εποχή εκείνη υπήρχε μίσος ανεξέλεγκτο μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων και οι Έλληνες απεχθάνονταν τους Τούρκους. Ο Ψαρράς, καλοκάγαθος όπως ήταν, προσπαθούσε να πείσει τη σύζυγό του για τον Χουσεΐν, ο οποίος φαινόταν παιδί με καλή ανατροφή και ευγενικά αισθήματα. «Κάνε το καλό και ρίξ” το στο γιαλό», έλεγε σταθερά στην Πλυτή, που και αυτή άρχισε σιγά σιγά να συμπαθεί τον Χουσεΐν. Campanile_della_chiesa_Panagia_Filiotissa_-_panoramio Ψαρράς τον είχε πάντα μαζί του στο Καλαντό και ο Χουσεΐν τον βοηθούσε σε όλες τις δουλειές (στα γιδοπρόβατα, στα χωράφια και παντού). Τον θεώρει σαν παιδί του και εκείνος τον αισθανόταν ως πατέρα του και μάλιστα τον αποκάλεσε «πατέρα». Το ίδιο συνέβη και με την Πλυτή, η οποία μετέβαλε την αρχική προδιάθεση και αγάπησε τον Χουσεΐν ως ιδικό της παιδί. Έμαθε τα ελληνικά και ζήτησε να βαπτιστεί, να γίνει Χριστιανός και να φοιτήσει στο σχολείο με τα άλλα παιδιά του χωριού. Και πράγματι τον βάπτισαν και του έδωσαν το όνομα Γεώργιος, επειδή η σωτηρία του από το ναυάγιο έλαβε χώρα την ημέρα της εορτής του Αγίου Γεωργίου. Πέρασαν έξι χρόνια και ο Γεώργιος (Χουσεΐν) έγινε 18 ετών, όταν ξαφνικά μία μέρα εμφανίστηκε ο βοεβόδας της Νάξου στο Φιλώτι, συνοδευόμενος από Τούρκο απεσταλμένο από την Κωνσταντινούπολη και αναζήτησε τον Χουσεΐν (Γεώργιο) από τον Ψαρρά, λέγοντάς του ότι είναι γιος προερχόμενος από Τούρκο και ότι έχει διαταγή να τον αποστείλει στον πατέρα του. Ο Ψαρράς και η σύζυγός του στενοχωρήθηκαν πολύ, διότι τον είχαν αγαπήσει ως ιδικό τους παιδί και δεν ήθελαν να τον αποχωριστούν. Ο βοεβόδας προσπάθησε να προσφέρει χρηματικό ποσό ως ανταμοιβή στον Ψαρρά, αλλά η σύζυγός του δεν το δέχθηκε, λέγοντάς του: «Εμείς θέλουμε το παιδί και δεν θέλουμε τα χρήματα». Τελικά, μέσα στα δάκρυα αμφοτέρων, ο Χουσεΐν-Γεώργιος αποχαιρέτησε τους γονείς του και επέστρεψε στην Πόλη. Αρχίζοντας τη δίκη, ο δικαστής άνοιξε το δικόγραφο και ανάγνωσε το όνομα του κατηγορούμενου: Αναγνώστης Στέφανος Ψαρράς. Έκπληκτος, ύψωσε την κεφαλή του και ατένισε προς το εδώλιο του κατηγορούμενου, αναγνωρίζοντας τον ψυχοπατέρα του από το Φιλώτι και σωτήρα του στο ναυάγιο του Καλαντού. Ήταν το δωδεκάχρονο Τουρκάκι εκείνο, το οποίον ο Ψαρράς είχε φροντίσει κατά την ημέρα του ναυαγίου, ήταν ο Γιώργης (Χουσεΐν) που διέμεινε στην οικία του Ψαρρά ως πραγματικό παιδί του για έξι χρόνια και το οποίον έγινε δικαστής. Η Παναγία τον έστειλε εις την κρίσιμη αυτήν ώρα του Ψαρρά; Ο δικαστής διέταξε αμέσως να λυθεί ο γέροντας κατηγορούμενος και κάλεσε τον Μπαρότζι να αναπτύξει την κατηγορία του. Καθώς ο Μπαρότζι ομιλούσε, ο δικαστής Χουσεΐν μπέης είχε στραμμένα τα μάτια του προς τον κατηγορούμενο, με μεγάλη συγκίνηση, χωρίς να παρακολουθεί τα όσα του καταθέτει ο Μπαρότζι· αναπολούσε ίσως στιγμές που έζησε μαζί με τον ψυχοπατέρα του, την ψυχομητέρα του, τα άλλα παιδιά του Φιλωτίου, ακόμα και με τα γιδοπρόβατα στο Καλαντό. Ο δικαστής μόλις ολοκλήρωσε την κατηγορία, χωρίς καν να καλέσει τον κατηγορούμενο να απολογηθεί. Σηκώθηκε και με φωνή που τρέμει ανακοίνωσε την απόφασή του. Σε άλλη περίπτωση θα έλεγε απλώς «ένοχος» και θα επιβάλλονταν θάνατος. Αντ” αυτού, είπε τα εξής: «Εξ ονόματος του Σεβαστού μας Αυτοκράτορα Σουλτάνου Αχμέτ του Γ” (Σελίμ) δηλώνω αθώο τον κατηγορούμενο και αποφασίζω να ολοκληρωθεί η εκκλησία του χωριού του χωρίς κανέναν να τον εμποδίσει. «Μετά την ανακοίνωση μιας τέτοιας απόφασης, ο Μπαρότζι και ο Γάλλος διπλωμάτης αποχώρησαν ενοχλημένοι, «με την ουρά κάτω από τα πόδια τους», ενώ ο γέροντας Ψαρράς παρέμεινε σοκαρισμένος και συγκινημένος, με ανάμεικτα συναισθήματα αναρωτημένος και χαρούμενος. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς έφτασε το θεϊκό δώρο. Ενώ προηγουμένως το θολό και απελπισμένο βλέμμα του έβλεπε το σκοτάδι, τώρα ένα ακτινοβόλο φως έλαμψε στο πρόσωπό του. Έμεινε ακίνητος, μην μπορώντας να καταλάβει ποιος άγιος «τον πήρε από το χέρι», μέχρι που τον πλησίασε ο δικαστής με γεμάτα χαρά και συγκίνηση μάτια και του είπε: «Κάνε το καλό και ρίξ” το στη θάλασσα!», «Πατέρα Στέφανε, δεν με αναγνωρίζεις;»· «Είμαι ο Χουσεΐν, ο Γιώργης, το αγόρι σου». Ο Ψαρράς έμεινε άφοβος. Ακολούθησαν σκηνές από συγκινήσεις μεταξύ των δύο ανδρών. Έμειναν αγκαλιασμένοι κλαίγοντας από χαρά και συγκίνηση. Το βλέμμα του «γερόλυκου» Ψαρρά έλαμψε και τότε κατάλαβε από πού προήλθε η σωτηρία του. Ευχαρίστησε τον Θεό και την Παναγία, γιατί του έστειλαν τον Σωτήρα του και μάλιστα στο πρόσωπο αυτού του παιδιού του. «Μεγάλε, είσαι θαυμάσιος και τα έργα σου είναι θαυμαστά», ψιθύρισε ο γέρο-Ψαρράς.Ο Χουσεΐν Μπέης οδήγησε τον Ψαρρά στο παλάτι του και τον φιλοξένησε για ένα μήνα. Κατά την αναχώρησή του για τη Νάξο, του έδωσε δύο «κασέλες» γεμάτες δώρα, ένα σακί με χρήματα, ένα μαχαίρι και ένα διάταγμα του σουλτάνου για να τον προστατεύσει. «Πατέρα», του είπε, «με τα χρήματα θα χτίσεις την εκκλησία με έναν μεγάλο καμπαναριό, και με το διάταγμα πάρε όσο χώρο θέλεις και όταν βγεις στη Χώρα ρίξε μερικές μαχαιριές για να αποκρούσεις τους Φράγκους, και αν σε πειράξει Τούρκος δείξε το διάταγμα». Του ενοικίασε ένα μεγάλο καΐκι και τον κατευθύνει προς τον προορισμό του. Όταν ο Ψαρράς έφτασε στη Νάξο και εμφανίστηκε καλοντυμένος, με την ζώνη του στη μέση, προσήλθε στον βοεβόδα, ο οποίος με δύο τουρκικούς στρατιώτες τον πλησίασαν, για να του ζητήσουν το φόρο για τα αγαθά που έφερνε (τελωνειακός δασμός) και για να του πάρουν τη ζώνη που φορούσε στη μέση του. Μόλις όμως ο Ψαρράς τους έδειξε το έγγραφο του Σουλτάνου, εκείνοι κάθισαν και τον προσκύνησαν. Η είδηση ότι ο Ψαρράς έφτασε στη Νάξο διαδόθηκε σε όλο το νησί και οι Φιλωτίτες τον υποδέχθηκαν ενθουσιωδώς με τσαμπούνες, τουμπάκια, τραγούδια και πυροτεχνήματα. Την επόμενη μέρα, ο Ψαρράς κατέλαβε ολόκληρο τον λαχανόκηπο του Μπαρότζι και τον ανακήρυξε ως κτήμα της Εκκλησίας, καθώς και ένα άλλο κτήμα για νεκροταφείο. Έτσι, με τα χρήματα του Χουσεΐν Μπέη που έφερε ο Ψαρράς, κατασκευάστηκε ο πανέμορφος ναός της Παναγίας της Φιλωτίτισσας με τον εξαιρετικό κωδωνοστάσιο και τα άλλα διακοσμητικά, ενώ η κοινότητα εν τέλεια ευγνωμοσύνη προς τον πατριώτη Στέφανο Ψαρρά, εντοίχισε μαρμάρινη πλάκα με το πρόσωπό του πάνω στο κωδωνοστάσιο. Αυτή η πλάκα βρίσκεται ακόμη και σήμερα στον προαύλειο χώρο του ναού, υπενθυμίζοντας τη φράση του απλοϊκού και γενναίου αυτού συγχωριανού, που βρήκε τόση επιβεβαίωση: «κάνε το καλό και ρίξ” το στον γιαλό». Η Παναγία η Φιλωτίτισσα είναι τρίκλιτη βασιλική και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά μνημεία της Νάξου. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν τα ψηλά τρία κωδωνοστάσια. Το κεντρικό, επάνω στο οποίο, όπως προαναφέρεται, έχει εντοιχιστεί η πλάκα με τη μορφή του Στεφάνου Ψαρρά, φέρει τη χρονολογία 1810 και γλυπτή εικόνα της Παναγίας βρεφοκρατούσας· επάνω δεξιά αναγράφεται η χρονολογία 1873, ενώ επάνω αριστερά υπάρχει η επιγραφή: «Δωρεά Μ.Α. Λεοντίου 1958″. Στον εξωτερικό τοίχο υπάρχει εντοιχισμένη εντυπωσιακή γλυπτή εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου, όπου στο πάνω μέρος παριστάνονται άγγελοι, στο μέσο η Κοίμηση και η χρονολογία 1779, και στο κάτω μέρος ο δικέφαλος βυζαντινός αετός, πλαισιωμένος από διακοσμητικά φυτά. Στην κεντρική πύλη του ναού αναγράφεται η χρονολογία 1874, ενώ στα αριστερά η χρονολογία 1718, η οποία, σύμφωνα με τα προηγούμενα, είναι η χρονολογία των εγκαινίων του ναού.

2024-05-29 23_15_35-bye-myself_greece_naxos_filoti-1648.webp (1024×683)

 

 

ΠΑΡΑΡΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ (Α2)

ΨΑΡΡΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (Α2)