Κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής στη Θράκη η συμπεριφορά των Βουλγάρων κατακτητών ήταν αρκετά σκληρή απέναντι στους κατοίκους της ορεινής Ξάνθης. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με μαρτυρία του Ι.Κ.Σ. από την Πάχνη, ανάγκαζαν τα μικρά παιδιά μερικές φορές να εκτελούν εργασίες. Επίσης, προσπάθησαν να αλλάξουν τα ονόματα στους κατοίκους (μαρτυρία Α.Σ. από Γλαύκη, μάρτυρες από Κένταυρο), ενώ προσπάθησαν να περιορίσουν ό,τι είχε σχέση με τη μουσουλμανική θρησκεία. Η Κ.Φ. από τη Γλαύκη αναφέρει ότι οι Βούλγαροι «όταν ήρθαν στο χωριό έβγαλαν όλα τα μαντίλια από τις γυναίκες και … έκλεισαν και το τζαμί», ενώ άλλη κάτοικος του ίδιου χωριού λέει πως «παίρνανε τις κοπέλες και τις παντρεύανε με Βούλγαρους, οι άντρες φορούσαν καπέλα βουλγαρικά». Επιπλέον, ένας κάτοικος του Κενταύρου αποκαλύπτει ότι δεν τους άφηναν να διαβάζουν το Κοράνι, να κάνουν προσευχή και όποιος τύχαινε να μην υπακούει, δεχόταν βίαιες τιμωρίες.
Ως προς την εκπαίδευση κάτοικοι της Γλαύκης και του Κενταύρου αναφέρουν ότι τα σχολεία είχαν αλλάξει χαρακτήρα, διδάσκονταν μαθήματα στη βουλγαρική γλώσσα από Βούλγαρους καθηγητές. Σκοπός αυτής της πολιτικής ήταν να διευκολυνθεί ο εκβουλγαρισμός του πληθυσμού. Γι’ αυτό και έρχονταν δάσκαλοι από τη Βουλγαρία που έπαιρναν 50% περισσότερο μισθό και παρακολουθούσαν ειδικά σεμινάρια για να λειτουργήσουν ως προπαγανδιστές του βουλγαρικού πολιτισμού[1]. Παράλληλα, με στόχο τον θρησκευτικό έλεγχο των Πομάκων της Θράκης, ιδρύθηκε η οργάνωση «Ροντίνα» (δηλ. «Πατρίδα») με επικεφαλής το Μουφτή της Ξάνθης Κάμεν Μπολιάρσκι (Αρίφ Μπέισκι)[2]. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης φαίνεται πως κάποιοι κάτοικοι αναγκάζονταν να φύγουν από την περιοχή τους. Συγκεκριμένα οι μάρτυρες από τον Κένταυρο αναφέρουν πως μέλη των οικογενειών τους είχαν μετακομίσει προσωρινά στην Ξάνθη και άλλα γειτονικά χωριά (Γλαύκη, Εχίνο).
Αρναούτ Μελήζ

