Παράθυρο στον Χρόνο

mmmm

Διήγημα

Γιάννης Πουσκούλογλου

 —————————–

Το πατρικό του πατέρα μου στεκόταν για σχεδόν 50 χρόνια ανέγγιχτο και ατάραχο στη γαλήνη του χωριού. Η απόφασή του να το ανακαινίσει μου προκάλεσε έκπληξη, αλλά και μια γλυκιά νοσταλγία. Ήταν λοιπόν φυσικό να κάθομαι τώρα στην παλιά σοφίτα του σπιτιού και να ανατρέχω στις αναμνήσεις μέσω των άλμπουμ — και ξαφνικά, ενός θησαυρού: το ημερολόγιο της προγιαγιάς μου.

Μου προξένησε ενδιαφέρον η αψεγάδιαστη εικόνα του, που με ενθάρρυνε να το διαβάσω. Ανοίγοντάς το, διαπίστωσα ότι ήταν πράγματι το ημερολόγιο της προγιαγιάς μου. Ξεφυλλίζοντάς το, στεκόμουν σε διαφορετικά χρονικά σημεία που χρωμάτιζαν το παρελθόν με θλίψη. Το ημερολόγιο ξεκινούσε το καλοκαίρι του 1915, όταν η προγιαγιά μου ήταν περίπου 16 χρονών.

15/06/1915

Σήμερα ήταν η τελευταία μέρα της σχολικής χρονιάς και αποφάσισα να γράψω σε σένα, αγαπητό μου ημερολόγιο, για να κρατήσεις τις αναμνήσεις μου — καλές και κακές. Ξεκίνησε ως μία εκπληκτική μέρα. Με τα απολυτήρια στα χέρια, αντί να γυρίσουμε σπίτι, η Άννα μάς προκάλεσε να παραβγούμε μέχρι την προβλήτα, όπου έφτασα πρώτη με κομμένη την ανάσα. Η Μαρία ακολούθησε και, χωρίς να πει λέξη, έβγαλε τα ρούχα της, έμεινε με το κομπινεζόν και βούτηξε στη θάλασσα.

«Φρόσω, πέσε! Μην είσαι κότα!» μου φώναξε η Μαρία.

Ακολούθησε η Άννα, συνοψίζοντας τις ενέργειες της Μαρίας, πέφτοντας κι αυτή στη θάλασσα. Τα κορίτσια φώναζαν σαν τρελά να πέσω κι εγώ, αλλά σκεφτόμουν την αντίδραση του πατέρα μου αν με έβλεπε.

Με τον ήλιο να μου καίει το δέρμα και τα κορίτσια να φωνάζουν ένα σωρό ασυναρτησίες, πήρα την απόφαση να μπω. Το αίσθημα ήταν υπέροχο — για λίγο ξέχασα τις φωνές του πατέρα μου, την ανησυχία και τους προβληματισμούς της μητέρας μου και τις συνεχείς συμβουλές των αδελφών μου. Η ανεμελιά μου, όμως, έληξε όταν μία παρέα αγοριών άφησαν τα πράγματά τους και βούτηξαν στη θάλασσα. Μας πλησίασαν με μία μπάλα και μας πρότειναν να παίξουμε.

 «Εμπρός, ας τους δείξουμε τι πάει να πει βόλεϊ!» αναφώνησε η Μαρία.

«Εγώ πρέπει να φύγω», είπα διστακτικά, φοβούμενη την αντίδραση των γονιών μου.

Εκείνη την ώρα με πλησίασε ο Πέτρος — όπως έμαθα αργότερα ότι τον λένε — και με ρώτησε γιατί έφευγα. Δεν δίστασα να του πω την αλήθεια, αλλά με έπεισε να μείνω. Αγαπητό ημερολόγιο, δεν πιστεύω στους έρωτες, αλλά νιώθω το στομάχι μου να έχει πεταλούδες και τα γόνατά μου να κόβονται. Βέβαια, όταν επέστρεψα στο σπίτι δεν ήταν αυτό το συναίσθημα που επικρατούσε. Το σφοδρό χαστούκι του πατέρα μου (δεν ήταν η πρώτη φορά) και οι φωνές του πάγωσαν για λίγο το όνειρο.

28/07/1915

Ο Πέτρος ήρθε ξανά σήμερα στην παραλία. Δεν το περίμενα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά πιο δυνατά, όταν τον είδα να πλησιάζει. Καθίσαμε στο ίδιο βράχο και μιλήσαμε για ώρες. Δεν ένιωσα ποτέ τόσο ελεύθερη με κάποιον. Μου μίλησε για τα όνειρά του, να ανοίξει ένα μαγαζί με βιβλία και να διαβάζει κάθε βράδυ στην ταράτσα. Ήταν σαν να ζούσαμε σε έναν άλλο κόσμο, μακριά από τη Σμύρνη, μακριά από τις φωνές του πατέρα μου.

02/09/1915

Οι μέρες με τον Πέτρο έγιναν η κρυφή μου ευτυχία. Τα βράδια συναντιόμασταν στα κρυφά. Δεν έπρεπε να μάθει κανείς. Όταν ο πατέρας μου έμαθε ότι βλέπομαι με κάποιο αγόρι, έγινε έξαλλος. Με αποκάλεσε ντροπή της οικογένειας. Μου είπε:

«Δεν έχει λεφτά ο Πέτρος. Με τι θα σε ταΐσει; Με τα παραμύθια του;»

Η μητέρα μου με κοίταξε χωρίς να πει τίποτα. Ίσως καταλάβαινε. Ίσως ήξερε τι θα πει να αγαπάς και να μην μπορείς.

01/09/1922

Η Σμύρνη πια δεν είναι η ίδια. Οι δρόμοι που γελούσαμε έγιναν δρόμοι τρόμου. Οι φλόγες καίνε την πόλη, οι κραυγές των ανθρώπων με τρυπούν σαν μαχαίρι. Πολλοί φεύγουν, άλλοι δεν προλαβαίνουν. Ο Πέτρος έφυγε για να βοηθήσει. Μου είπε πως θα γύριζε γρήγορα. Μα δεν γύρισε ποτέ. Τον είδαν, λέει, να πέφτει χτυπημένος κοντά στο λιμάνι. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Δεν θέλω. Δεν πρόλαβα καν να του πω πόσο τον αγάπησα. Κλείνω τα μάτια και όλα έρχονται μπροστά μου: το πρώτο βλέμμα, τα κρυφά μας ραντεβού, τα όνειρα που κάναμε ψιθυριστά κάτω απ’ τα αστέρια. Τώρα σιγή.

Μονάχα ο θόρυβος του πολέμου.

13/09/1922

Η φωτιά πλησιάζει. Δεν έχουμε επιλογή. Φεύγουμε. Η μητέρα, ο πατέρας, τα αδέλφια μου κι εγώ. Στη βάρκα, στριμωγμένοι, χωρίς τίποτα δικό μας πια. Ο πατέρας κρατάει σφιχτά μια εικόνα της Παναγίας. Η μάνα δεν σταματά να τρέμει. Εγώ δεν έχω δάκρυα, μόνο σιωπή. Ο Πέτρος… ο Πέτρος δεν είναι μαζί μας. Η θάλασσα ήταν μαύρη εκείνο το βράδυ. Σαν να ένιωθε κι αυτή το βάρος της απώλειας. Πείνα, φόβος, αρρώστιες — κι όμως, κρατηθήκαμε. Κάπου μέσα μου ήξερα ότι δεν επιτρεπόταν να χαθώ. Όχι ακόμα.

27/10/1922

Φτάσαμε στην Αθήνα πριν λίγες μέρες. Όμως δεν μοιάζει με σωτηρία. Οι δρόμοι δεν μας χωράνε. Οι άνθρωποι μας κοιτάζουν με λύπηση ή περιφρόνηση. Είμαστε οι «πρόσφυγες». Οι ξένοι στην ίδια μας την πατρίδα. Ζούμε όλοι σε ένα χαμηλό σπιτάκι στα Πατήσια, που μας το παραχώρησε μια μακρινή θεία. Επτά ψυχές σε δύο δωμάτια.

Δεν παραπονιέμαι, γιατί έχουμε στέγη, μα δεν έχω πια φωνή. Ο πατέρας μου δεν βρίσκει δουλειά και η μητέρα σκουπίζει σπίτια για ένα κομμάτι ψωμί. Εγώ… εγώ ψάχνω. Μα κανείς δεν θέλει γυναίκες. Ή αν θέλει, τις θέλει υπηρέτριες και φτηνά κορμιά για τις δουλειές τους.

14/03/1923

Βρήκα δουλειά σε ένα φουρνάρικο, κοντά στον Άγιο Νικόλαο. Ξυπνώ πριν ξημερώσει και δουλεύω ως το απόγευμα. Με βρίζουν, με κοιτούν από πάνω ως κάτω και δεν με πληρώνουν όπως τους είπαν. Μα δεν μπορώ να φύγω. Χρειαζόμαστε κάθε δραχμή. Κάθε ψίχουλο.

———————————–

photo: in.gr

πενες