Μικρά πράγματα σαν κι αυτά… (Ελένη Ν.)

Ελένη Ν.

- …Μήπως ξέρετε πού θα με βγάλει αυτός ο δρόμος;

- Αυτός ο δρόμος θα σε βγάλει όπου θες να πας, γιε μου.

 

            Διαβάζοντας λογοτεχνία σχεδόν από τότε που θυμάμαι – με απόλυτη συνείδηση και όχι σαν σε αχλή ονείρου – τον εαυτό μου, άρχισα να αποκτώ δύο καλές, νομίζω, συνήθειες: Να μην εγκαταλείπω το βιβλίο σε περίπτωση που δεν με ικανοποιούν συναισθηματικά οι πρώτες του σελίδες, και να κρατώ από κάθε βιβλίο κάποιες διατυπώσεις, φράσεις, εικόνες, σκηνές, μηνύματα, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν οδηγό ζωής. Αυτός ο δρόμος θα σε βγάλει όπου θες να πας: Ένα μικρό «πράγμα» σαν κι αυτό τράβηξε αμέσως την προσοχή μου και με έκανε να γυρίσω πίσω στη σελίδα. Να σταθώ, να προβληματιστώ, να αμφισβητήσω και τελικά μάλλον να συμφωνήσω. Ας πάρουμε τα πράγματα λίγο με τη σειρά…

            Η φίλη μου η Μαρία μού έδωσε να διαβάσω στις διακοπές των Χριστουγέννων – ποιες διακοπές, σε ένα απόγευμα διαβάστηκε, σαν νερό! – ένα μικρό μυθιστόρημα, μια χριστουγεννιάτικη ιστορία, της οποίας τον τίτλο και το μέγεθος δεν πιάνει εύκολα το μάτι σου: «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» της Claire Keegan (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου). Και όσο μικρά δείχνουν, τόσο μεγάλα είναι τελικά.

            Το βιβλίο βασίζεται στο ηθικό και οικονομικό σκάνδαλο για τα «Πλυσταριά της Μαγδαληνής», τους χώρους καταναγκαστικής εργασίας κοριτσιών, το οποίο και σήμερα να συνταράσσει την Ιρλανδία και την Καθολική Εκκλησία. Περίπου 30.000 κοπέλες δούλευαν στα Μοναστήρια σαν σκλάβες, ενώ τα μωρά που είτε πέθαναν εκεί λόγω ελλιπούς φροντίδας είτε δόθηκαν για παράνομες υιοθεσίες μέσω ιδρυμάτων (σε ΗΠΑ, Καναδά και αλλού), υπολογίζονται σε αρκετές χιλιάδες. [από την κριτική του Κ.Β. Κατσουλάρη]

            Παραμονές Χριστουγέννων του 1985 βρισκόμαστε σε μια μικρή πόλη της Ιρλανδίας, που κατοικείται από Καθολικούς και Προτεστάντες, αρκετά πλούσιους αλλά και ανθρώπους του μόχθου και του μεροκάματου, και στης οποίας τη ζωή βασικό άξονα στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα αποτελεί το Μοναστήρι στο ύψωμα πάνω από την πόλη και το Καθολικό σχολείο δίπλα σε αυτό. Στην πόλη αυτή ζει ο Μπιλ Φέρλονγκ, προμηθευτής καυσόξυλων-κάρβουνου, που οργώνει την πόλη με το φορτηγό του για να παραδώσει τις παραγγελίες ενόψει των εορτών, και αγωνίζεται καθημερινά μέσα στο κρύο για να ζήσει με αξιοπρέπεια την αγαπημένη του γυναίκα Αϊλίν και τα πέντε κορίτσια τους, τα οποία φοιτούν στο Καθολικό σχολείο. Ο ίδιος βασανίζεται όχι μόνο από τη φτώχεια αλλά και από το γεγονός ότι μεγάλωσε ορφανός πατρός στο σπίτι μιας εύπορης χήρας, όπου δούλευε η μητέρα του, και κοντά στην οποία έζησε τη ζεστασιά και τη φροντίδα. Η ζωή του αλλάζει ριζικά και η ύπαρξή του κλονίζεται όταν σε μια επίσκεψή του στο Μοναστήρι για να παραδώσει μια παραγγελία, αντικρίζει κάτι φοβερό που θα τον φέρει αντιμέτωπο με τους ψίθυρους που χρόνια άκουγε αναφορικά με την τύχη των κοριτσιών που δούλευαν στο πλυσταριό του Μοναστηριού στα χέρια των μοναχών, και τη γέννηση παιδιών πίσω από το «προστατευτικό» του τείχος.

            Το αίσθημα ευθύνης τον τριβελίζει και δεν τον αφήνει να ησυχάσει ´ από την άλλη η γυναίκα του θεωρεί κάθε παρέμβασή του τροχοπέδη για το μέλλον των κοριτσιών τους και τη δική του εργασιακή ασφάλεια, και τον προτρέπει να μη χώνει τη μύτη του σε δουλειές που δεν τον αφορούν, ενώ η Ηγουμένη θα ορθωθεί μπροστά του ως η προσωποποίηση ενός μηχανισμού καλοκουρδισμένου και θωρακισμένου τόσο καλά, που δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να σηκώσει το ανάστημά του απέναντί του. Μπορεί να τον πολεμήσει; Έχει το δικαίωμα να μην τον πολεμήσει και να σωπάσει; Ποιον δρόμο θα ακολουθήσει; Πού θα τον βγάλει αυτός ο δρόμος;

            Η απάντηση του γέρου που θα συναντήσει κάποια στιγμή τυχαία, είναι καταλυτική: Αυτός ο δρόμος θα σε βγάλει όπου θες να πας, γιε μου. Η επιλογή του δρόμου θα είναι δική του και τα βήματα πάνω στον δρόμο αυτόν επίσης δικά του. Κι αν αυτός ο δρόμος δεν υπάρχει ήδη, θα τον φτιάξει βαδίζοντας. Ο δρόμος του θα είναι το αποτύπωμα της ψυχής του ´ το παρελθόν του, οι ιδέες και οι αξίες του, τα συναισθήματα, τα όνειρα για τα δικά του παιδιά – τα κορίτσια του… – οι ελπίδες του για ένα μέλλον που θα «χωράει» περισσότερη ανθρωπιά, το αίσθημα δικαίου που μοιάζει σαν άσβεστη φλόγα, όλα αυτά θα χαράξουν μόνο έναν δρόμο, έναν δρόμο μόνο για εκείνον.

            Η ιστορία μπορεί να μοιάζει αδιάφορη για κάποιους, ο ήρωας δείχνει απλοϊκός, οι αντιδράσεις των προσώπων φαίνονται συνηθισμένες και τα διλήμματα τετριμμένα, αλλά είναι; Είναι. Αλλά αυτά τα μικρά και συνηθισμένα καθημερινά πράγματα αποκαλύπτουν το αληθινό μέγεθος των ανθρώπων, το ανάστημά τους. Και αυτό δεν είναι καθόλου αδιάφορο. Οι μικρές πράξεις καλοσύνης αλλάζουν τη μορφή των κοινωνιών, οι σπίθες ανθρωπιάς γίνονται πυρκαγιές και καίνε το κακό λειτουργώντας «καθαρτήρια», τα μεμονωμένα χελιδόνια φέρνουν τελικά την άνοιξη συμπαρασύροντας άλλα στο πέταγμά τους… Δεν είναι εύκολο ούτε θα γίνει αλματωδώς, αλλά ούτε μαγικά μπορούμε να περιμένουμε ότι θα συμβεί. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε ότι η ανθρωπιά υπάρχει πάντα μέσα μας. Αρκεί να ακούσουμε τη φύση μας…

Οι απόλυτα καθαρές σκηνές – ο χειμωνιάτικος ουρανός, το χριστουγεννιάτικο γλυκό στον φούρνο, το παιδί που πιάνει το χέρι του πατέρα, το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου – και οι ακριβείς διάλογοι ζωντανεύουν τον χώρο και τον χρόνο, βάζουν τον αναγνώστη μέσα στην ατμόσφαιρα και διευκολύνουν την ταύτιση με τον ήρωα του έργου. Τι νοήμα έχουν όλα αυτά για τον ήρωα, όταν η συνείδησή του βοά; Πώς μπορεί να χαρεί, όταν η συνενοχή τον πνίγει; Γιατί η ενδεχόμενη σιωπή του θα ισοδυναμεί με συνενοχή. Πώς θα κοιτάζει στα μάτια τα παιδιά του, όταν θα έχει αρνηθεί να αναλάβει την ευθύνη που του αναλογεί ως γνώστη της φρικτής αλήθειας, που αύριο μεθαύριο θα αγγίξει τα δικά του παιδιά ή τα παιδιά φίλων ή συγγενών του; Πώς μπορεί να εκπληρώνει τα θρησκευτικά του καθήκοντα ως ευσεβής χριστιανός και να αγνοεί όσα συμβαίνουν στον πλησίον, επειδή ο ίδιος φοβάται να βρεθεί στα νύχια ενός υποκριτικά θεοσεβούμενου όχλου; Και κάποια στιγμή νιώθει τον εαυτό του ηθικά με την πλάτη στον τοίχο…Φοβερή η σκηνή που ο ήρωας παγώνει την ώρα της Θείας Μετάληψης, όταν συναισθάνεται την προσωρινή – ευτυχώς! – αναξιότητά του απέναντι στην πίστη στην αγάπη χωρίς όρους και όρια.  Η Keegan παρακολουθεί βήμα βήμα όλες τις ψυχικές μεταπτώσεις του κεντρικού ήρωά της, του Μπιλ.

Η αντίθεση «χτίζει» όλο το βιβλίο. Από τη μια πλευρά οικογενειακή θαλπωρή, προσευχή, κατάνυξη, δώρα, Άγιοι Βασίληδες, χιόνι, γλυκά, δέντρα. Από την άλλη υποκρισία, σκληρότητα, απονιά, μικρόκοσμος, ατομικισμός, επίδειξη δύναμης και εξουσίας. Κι ο Μπιλ, νιώθοντας ανολοκλήρωτος, «ξύνει» την επιφάνεια για να βρει την ουσία: την αγάπη. Η ουσία περιμένει πάντα έναν Μπιλ, στον καθένα από εμάς.

 

Υ.Γ. Ευχαριστώ, Μαρία!

 

             1

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης