
Νόμιζα ότι βρήκα έναν άνθρωπο να βασιστώ. Ένα άνθρωπο να μοιραστώ λύπες και χαρές. Που θα με γέμιζε και θα βγάζαμε και οι δύο περισσότερο φως. Όμως εσύ είπες όχι και εγώ τρέχω στο σκοτάδι μη φανούν βαριές οι λέξεις που είπα για εσένα. Να ξέρεις τίποτα δεν είναι πιο βαρύ από αυτό που νιώθω. Νόμιζα πως είδα μια λάμψη και στα μάτια τα δικά σου, νόμιζα πως γέμισαν φως όταν με είδαν… Μάλλον ήταν το φως της λάμπας και τίποτε παραπάνω. Τώρα έσβησε και δεν έμεινε ούτε αυτό.
Τη στιγμή που σε αντίκρισα είδα ένα κόσμο να ανοίγεται. Μια ζωή μοιρασμένη στα δύο, μοιρασμένη σε δύο, δύο ανθρώπους, δύο ψυχές που βρήκαν τρόπο χωρίς λέξεις να μιλήσουν, να επικοινωνήσουν, να δουν η μία την άλλη και αυτό να ήταν αρκετό για να είναι και οι δύο ευτυχισμένες. Τι είναι όμως ευτυχία; εγώ ήμουν ευτυχισμένη και μόνο που σε σκεφτόμουν και μόνο που ήξερα πως υπάρχεις και κάνεις κάτι. Ήμουν ευτυχισμένη για τα δύο λεπτά που άκουγα τη φωνή σου. Ας ήταν και άλλοι, δεν με πείραζε, ας ήταν και όλος ο κόσμος, εγώ σε κοιτούσα και έβλεπα τον κόσμο, τον κόσμο που θέλω να ζω, όχι μόνη πιά.
Εσύ με είδες και δεν σκέφτηκες τίποτα. Άξιζα κάτι παραπάνω από τα φτηνά σου λόγια, μια καθαρή απάντηση και όχι μια σαχλή δικαιολογία! Όμως εγώ τώρα φεύγω, περνώ την αξιοπρέπεια μου και σε χαιρετώ! Φεύγω γλυκό μου όνειρο… Φεύγω και αφήνω πίσω ένα απωθημένο, μια ψυχή στερημένη. Φεύγω και δεν σου αφήνω ούτε τα δάκρυα μου, δεν τα αξίζεις…
Αντίο γλυκιά μου αγάπη…
Α.Δ.