κήνσορας

ΑΠΟ: margkorts - Ιαν• 30•23

κήνσορας

Από την Πατέλη Αικατερίνη

Η λέξη «κήνσορας» προέρχεται από την λέξη «κήνσωρ» ή «κένσωρ», που με τη σειρά της προέρχεται από τη λατινική «censor». Censor στην αρχαία Ρώμη ήταν αξιωματούχος επιφορτισμένος με την απογραφή των πολιτών και των περιουσιών τους – από τη λέξη «census» που σήμαινε «απογραφή». Επίσης, έλεγχε τα ήθη των πολιτών.

Σήμερα η λέξη χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλώσει αυτόν που εμφανίζεται και δρα ως τιμητής των άλλων – συνώνυμη λέξη: «τιμητής». Κήνσορας καλείται αυτός που αξιολογεί και κατατάσσει τους άλλους, κυρίως με επιφανειακά κριτήρια και με επικριτική διάθεση, αυτός που κρίνει και επικρίνει τις γνώμες και τις πράξεις των άλλων (για παράδειγμα, «ορισμένοι διανοούμενοι επιλέγουν το ρόλο του κήνσορα της δημόσιας ζωής»).

ΠΗΓΕΣ

1. Μπαμπινιώτης, Γ. (1998). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας

2.https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%84%CE%B9%CE%BC%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%82&dq=

3.https://photodentro.edu.gr/v/item/ds/8521/8827

Σχολιάστε

Top