Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα Βασιλιάς με μια Βασίλισσα σε ένα υπέροχο παλάτι. Σε αυτό το παλάτι υπήρχαν τρεις βρύσες που η καθεμία έτρεχε διαμάντι, χρυσό και ασήμι. Αυτές τις βρύσες τους τις έκανε δώρο μία καλή μάγισσα στον γάμο τους, και το μόνο που ήθελε η μάγισσα αυτή ήταν να δώσουν στις κόρες που θα αποκτούσε το ζευγάρι τα ονόματα από τους θησαυρούς που έτρεχαν από τις βρύσες.
Έτσι απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τρία όμορφα κορίτσια, την Διαμαντούλα, την Χρυσούλα και την Ασημούλα, και ένα αγόρι, το Βασιλόπουλο. Όταν οι πριγκίπισσες μεγάλωσαν, η Διαμαντούλα παντρεύτηκε τον Θεό της Γης, η Χρυσούλα τον Θεό των Άγριων ζώων και η Ασημούλα τον Θεό της Θάλασσας. Από την στιγμή που τα κορίτσια έφυγαν από το παλάτι οι τρεις βρύσες στέρεψαν. Όμως αυτό καθόλου δεν ενόχλησε το Βασιλιά και την Βασίλισσα, αφού οι κόρες τους ήταν ευτυχισμένες δίπλα σε Θεούς.
Το Βασιλόπουλο μεγάλωσε και μια μέρα παίζοντας μπάλα έσπασε κατά λάθος την στάμνα μιας γιαγιάς. Η γιαγιά τον καταράστηκε λέγοντας του «από τα χέρια της πεντάμορφης ξανθομαλλούσας να μην γλιτώσεις». Όλη την ημέρα αναρωτιόταν το Βασιλόπουλο ποια ήταν αυτή η πεντάμορφη ξανθομαλλούσα και ήθελε να πάει να την βρει. Το ίδιο βράδυ ρώτησε τον Βασιλιά αν γνωρίζει την ξανθομαλλούσα και ο Βασιλιάς ξέροντας ποια είναι τον απέτρεψε και του είπε ότι αν ξεκινήσει να πάει να την βρει δε θα γυρίσει ζωντανός.
Αυτός όμως δεν υπάκουσε τον Βασιλιά και πήρε τον δρόμο για να πάει να βρει την ξανθομαλλούσα. Στην διαδρομή πέρασε και από το παλάτι στο οποίο έμεναν και οι τρεις παντρεμένες αδελφές του. Τον φιλοξένησαν, φάγανε, ήπιανε, θυμήθηκαν τα παλιά. Το βράδυ άρχισε να τρέμει η γη, να ξεσπάει καταιγίδα και να ακούγονται άγρια θηρία… Γύρναγαν στο παλάτι τους οι τρεις Θεοί, ο Θεός της γης, των Άγριων ζώων και την Θάλασσας. Ήταν πολύ πρόθυμοι στο να βοηθήσουν το Βασιλόπουλο, όταν έμαθαν τον λόγο της επίσκεψής του. Τον προειδοποίησαν όμως ότι στον δρόμο του θα συναντήσει μια μάγισσα που θα ζητάει βοήθεια να περάσει το ποτάμι αλλά του είπαν να μην την βοηθήσει γιατί πνίγει όλα τα παλικάρια που την βοηθάνε. Έτσι και έγινε. Πέρασε από το σημείο αυτό αγνοώντας την.
Με τις χρήσιμε πληροφορίες που του έδωσαν οι τρεις Θεοί έφτασε στον τόπο, στον οποίο ζούσε η Πεντάμορφη Ξανθομαλλούσα. Εκεί τον φιλοξένησε μια γιαγιά γνωστή των Θεών. Αυτή του πρότεινε να μην πάει στο παλάτι γιατί ο Βασιλιάς, πατέρας της Ξανθομαλλούσας, είχε τρία αινίγματα. Αν έλυνες τα δύο, σου χάριζε την ζωή. Αν έλυνες και τα τρία έπαιρνες για γυναίκα σου την πεντάμορφη Ξανθομαλλούσα.
Το βασιλόπουλο δεν ήξερε τι να κάνει και για να ηρεμήσει πήγε για κυνήγι. Εκεί συνάντησε τρία θηρία, το θηρίο της Θαλάσσης, ένα τεράστιο λιοντάρι και ένα τεράστιο μυρμήγκι, τα οποία τσακώνονταν πάνω από ένα νεκρό ζώο. Το Βασιλόπουλο αποφάσισε να τα βοηθήσει με την μοιρασιά και έτσι έδωσε στο μυρμήγκι το αίμα του νεκρού ζώου, στο λιοντάρι τα κόκαλα και στο θηρίο της Θαλάσσης το κρέας. Όλοι έμειναν ευχαριστημένοι. Σε αντάλλαγμα το μυρμήγκι του έδωσε δύο από τα φτερά του, το λιοντάρι και το θηρίο της θάλασσας από μία τρίχα τους. «Όταν βρεθείς σε κίνδυνο να τα κάψεις κι εμείς θα παρουσιαστούμε μπροστά σου για να σε βοηθήσουμε». Αυτά τα τρία ζώα ήταν οι τρεις Θεοί μεταμορφωμένοι.
Την επόμενη ημέρα ξεκίνησε για το παλάτι. Πριν φτάσει όμως εκεί σκέφτηκε να ζητήσει την βοήθεια από το μυρμήγκι. Έκαψε το ένα φτερό και παρουσιάστηκε μπροστά του. Το μυρμήγκι τον ενημέρωσε ότι την Πεντάμορφη την φυλάνε δύο λιοντάρια και ο μόνος τρόπος να πλησιάσει κανείς την Πεντάμορφη ήταν να πετάξει. Έτσι τον μεταμόρφωσε σε πουλί και πέταξε προς το δωμάτιο της πεντάμορφης. Την ημέρα κελαηδούσε και το χάζευε η Πεντάμορφη και τα βράδια, όταν κοιμόταν η Πεντάμορφη, το Βασιλόπουλο γινόταν άνθρωπος και έκανε παρέα στην Πεντάμορφη μιλώντας της και εξηγώντας της ποιος είναι και τι πήγε να κάνει εκεί.
Οι δύο νέοι αγαπήθηκαν και η Πεντάμορφη θέλησε να βοηθήσει το Βασιλόπουλο. Του εξήγησε ότι ο πατέρας της θα του βάλει τρία αινίγματα. Στο πρώτο αίνιγμα θα εμφανιστούν μπροστά του σαράντα πάπιες και θα πρέπει να καταλάβει ποια από όλες τις πάπιες είναι η Πεντάμορφη Ξανθομαλλούσα μεταμορφωμένη. Η ίδια θα κουνήσει την ουρά της με σκοπό να καταλάβει το Βασιλόπουλο ποια από όλες είναι. Στο δεύτερο αίνιγμα θα εμφανιστούν μπροστά του σαράντα Πεντάμορφες Ξανθομαλλούσες και θα πρέπει να καταλάβει ποια από όλες είναι η Πεντάμορφη Ξανθομαλλούσα. Η ίδια θα κουνήσει την πλεξίδα της με σκοπό να καταλάβει το Βασιλόπουλο ποια από όλες είναι. Στο τρίτο αίνιγμα θα τον πάει σε μία αποθήκη γεμάτη από τόνους καλαμπόκι, σιτάρι και κριθάρι και θα πρέπει να τα ξεχωρίσει. Σε αυτό το αίνιγμα η Πεντάμορφη δεν μπορούσε να τον βοηθήσει.
Την άλλη μέρα παρουσιάστηκε το Βασιλόπουλο στον Βασιλιά και του είπε ότι ήρθε να παντρευτεί την κόρη του. Ο Βασιλιάς του εξήγησε τα τρία αινίγματα και του είπε ότι αν δεν μπορέσει να λύσει τα δύο πρώτα θα του πάρει την ζωή. Έτσι πηγαίνοντας για το πρώτο αίνιγμα με τις πάπιες το Βασιλόπουλο ήθελε να σιγουρευτεί αν η Πεντάμορφη Ξανθομαλλούσα του έλεγε την αλήθεια και έκαψε μια τρίχα από το λιοντάρι και ζήτησε την βοήθειά του. «Θα μεταμορφωθώ σε μέλισσα και σε όποια πάπια καθίσω αυτή θα είναι η Πεντάμορφη». Και πραγματικά η μέλισσα κάθισε στην πάπια η οποία κουνούσε την ουρά της. Στο δεύτερο αίνιγμα πάλι ζήτησε βοήθεια καίγοντας τρίχα από το θηρίο της Θάλασσας. «Θα μεταμορφωθώ σε πεταλούδα και θα καθίσω πάνω στην πλεξίδα της». Και πραγματικά η πεταλούδα κάθισε στη πλεξίδα της Πεντάμορφης, η οποία κουνούσε και η ίδια την πλεξίδα της.
Ο Βασιλιάς απόρησε και σκέφτηκε πως το Βασιλόπουλο θα είναι γιος μάγισσας για να τα καταφέρει. Του χάρισε την ζωή και πήγαν για το τρίτο αίνιγμα. Εκεί το Βασιλόπουλο καίει πάλι το δεύτερο φτερό από το μυρμήγκι και ζήτησε την βοήθειά του για να ξεχωρίσει τα σιτηρά. Εκατομμύρια από μυρμήγκια εμφανίστηκαν και μέσα σε μία ώρα είχαν ξεχωρίσει τους τόνους με τα σιτηρά. Ο Βασιλιάς δεν πίστευε στα μάτια του αλλά ευχαριστήθηκε που είχε μπροστά του έναν όμορφο και έξυπνο νέο για την κόρη του. Έτσι το Βασιλόπουλο πήρε την Πεντάμορφη Ξανθομαλλούσα την πήγε στο βασίλειό του και έγινε ο γάμος τους, υπό την παρουσία των αδελφών του και των τριών Θεών που τον βοήθησαν.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Ρέα Μαραθιά
(Λαϊκό παραμύθι από το Αγγελόκαστρο Αιτωλοακαρνανίας, όπως το αφηγήθηκε ο παππούς Κωνσταντίνος Κολομπάτσος)
Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον παππού Κωνσταντίνο που μοιράστηκε μαζί μας αυτό το υπέροχο λαϊκό παραμύθι, αλλά και τις εγγονές του, που μέσω αυτών το μάθαμε κι εμείς!