Στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία ακόμη, κυρίαρχη γλώσσα ήταν η ελληνική, συνεχίζοντας τη φιλοσοφία και την τέχνη και αναπλάθοντας την αρχαία ελληνική κληρονομιά. Οι πατέρες μάλιστα του Βυζαντίου, πολλοί εκ των οποίων είχαν σπουδάσει στην Αθήνα, συνέχιζαν τη μεταλαμπάδευση των προβληματισμών και των λόγων τόσο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, όσο και της Στοάς και των Νεοπλατωνικών. Ταυτόχρονα όμως και ο απλός πληθυσμός γνώριζε αρκετά καλά τα κείμενα των Ελλήνων (οι οποίοι ταυτίζονταν με την ειδωλολατρία) αφού ο Όμηρος αποτελούσε τη βάση της εκμάθησης ανάγνωσης και γραφής για 1000 περίπου χρόνια. Επιπλέον, βλέπουμε την ίδια τη λατινική αριστοκρατία της Ρώμης να υποτιμάει φανερά στις κοινωνικές συναναστροφές της τη χρήση της ελληνικής γλώσσας.
Γίνεται σχεδόν βέβαιο ότι η πολιτισμική ταυτότητα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας δεν είναι ούτε αμιγώς ρωμαϊκή ούτε αμιγώς ελληνική. Το χριστιανικό στοιχείο που πρωτοστατεί – με πιστότητα στην ορθόδοξη πρωτοχριστιανική παράδοση – την καθορίζει, οργανώνοντας τη ρωμαϊκή παράδοση του δικαίου και της διοίκησης παράλληλα με την ελληνική φιλοσοφία και τέχνη. Μετά τον 6ο αιώνα κιόλας, θα είναι επίσημα ελληνόφωνη η αυτοκρατορία και μετά τον 10ο θα υιοθετήσει όρους όπως: «Έλληνας».
Ωστόσο, πρέπει να γίνει κατανοητή η έννοια της «ελληνικότητας». Σαφώς δεν ανιχνεύεται με αναφορά σε γενεαλογικά δέντρα ή τη συνέχιση ονομάτων οικογενειών. Ανιχνεύεται στη γλώσσα, τη νοοτροπία, την ελληνική νοηματοδότηση του κόσμου και της ζωής, τη συνολική πίστη σε μία εκκλησιαστική ορθόδοξη λατρεία. Ακόμα, στον τρόπο που εικονογραφούσαν τις εκκλησίες, στον τρόπο που άκουγαν μουσική και χόρευαν με λαϊκές φορεσιές. Η ελληνικότητα, επίσης, αναδεικνύεται στη νηστεία που πληρούσαν και στο πάντοτε αναμμένο καντήλι στο εικονοστάσι, στο ζύμωμα των προσφόρου και στον μηνιαίο αγιασμό των σπιτιών…
Ο προσδιορισμός μάλιστα του Έλληνα, όταν συγκροτήθηκε πρώτη φορά η εθνική συνέλευση της Επιδαύρου κατά το δεύτερο χρόνο της εθνεγερσίας (1822), γίνεται με τον προσδιορισμό της χριστιανικής πίστης.
Γι΄ αυτό λοιπόν ο λόγος για τον οποίο ο ελληνισμός δεν χάθηκε στο πέρασμα των αιώνων – ούτε μετά από τόσες κατακτήσεις – ήταν η εθνική ενότητα και η συνείδηση της ενότητας αυτής. Υπήρχε λαϊκή ενότητα με τα ήθη και τα έθιμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία και τις πεποιθήσεις.
Τελικά, σήμερα, προσπαθούμε να «ξανακολλήσουμε» στην Ευρώπη, ενώ οι προχωρημένοι στον πολιτισμό Ευρωπαίοι «οφείλουν» τις γνώσεις τους στους αρχαίους μας προγόνους. Αναμφίβολα, όμως, η δική μας ορθόδοξη παράδοση της Ανατολής, έμμεσα ή άμεσα, έδωσε στη Δύση ό,τι βαθύτερο έχει πνευματικά, και σ΄ αυτό συνέβαλαν όχι οι μονάχα Έλληνες, αλλά γενικότερα όσοι συμμετείχαν στη χριστιανική πίστη.
Καρούσου Ευμορφία
Εξαιρετικά εύστοχη ιστορικά τοποθέτηση που μου θύμισε Χρήστο Γιανναρά. Μπράβο Ευμορφία και μπράβο στον καθηγητή σου στα θρησκευτικά κ. Καζάνη που σας μεταδίδει γνώσεις και αλήθειες βαθύτερες χωρίς εμπάθεια και μεροληψία.