της Χρυσής Διαμάντη
Άφθονες είναι οι αναφορές στην παρακμή του σύγχρονου κόσμου – πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά, περιβαλλοντικά, πνευματικά και ψυχικά. Για αυτό, όπως σε όλες τις κρίσεις, οι άνθρωποι έχουν έμφυτη την τάση να κραυγάζουν και να οδύρονται, να παραπονιούνται για την επικρατούσα τάξη των πραγμάτων, αναπολώντας τις παλιές ένδοξες εποχές, τυλιγμένες στο κατάξανθο ύφασμα της νοσταλγίας, αγνοώντας μία θεμελιώδη αλήθεια: η φύση των ανθρώπων δεν έχει αλλάξει, παρέμεινε ίδια από την δημιουργία του τροχού, μέσα στις πρώτες πολιτισμένες κοινωνίες, σε όλες τις κρίσεις και όλα τα σκοτεινά χρόνια, σε κάθε επανάσταση, κάθε πόλεμο, κάθε στρατιωτική κατάκτηση, κάθε πραξικόπημα, κάθε κοινωνική ανισότητα. Ο άνθρωπος παρέμεινε άνθρωπος, με το δίκρανο διαρκώς υψωμένο, έτοιμος να κάψει τη μάγισσα, να αποκεφαλίσει τον αριστοκράτη, να σταυρώσει τον κλέφτη.
Και είμαστε εντελώς γελασμένοι αν θεωρήσαμε έστω και για μια στιγμή πως αυτή η μορφή του ανθρώπου εμφανίζεται μόνο σε καταστάσεις ζωής ή θανάτου. Όχι! Καθημερινά είμαστε έτοιμοι να καταδικάσουμε, σαν να μας έχει δοθεί δικαιοδοσία από τον Θεό ή το σύμπαν να κρίνουμε τον συνάνθρωπο με δρακόντιους νόμους που προσαρμόζουμε οι ίδιοι ανάλογα με εκείνον τον οποίο κρίνουμε. Πόσο εύκολα λιθοβολούμε κάποιον συγγενή, φίλο, συνάδερφο ή απλώς περαστικό, βλέποντας μόνο μία πράξη του, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τον Γολγοθά του ή ακόμη και τα δικά μας μειονεκτήματα που ποικίλουν;
Δυστυχώς, όλοι βρισκόμαστε διαρκώς στη θέση του κατηγορούμενου και καλούμαστε να υπερασπιστούμε τη θέση μας, καθώς το ακροατήριο μας πετάει ντομάτες και καταπιάνεται με κάθε μας λέξη, ελπίζοντας να ανακαλύψει αδύναμο σημείο στο σχοινί της αξιοπρέπειάς μας, ώστε να μπορέσει να το κόψει ευκολότερα. Όμως και εμείς με τη σειρά μας, βρισκόμαστε σε ετοιμότητα να χρησιμοποιήσουμε ανά πάσα στιγμή το σφυρί του δικαστή, το χτύπημα του οποίου θα οδηγήσει κάποιον στην ηλεκτρική καρέκλα της φλογερής κατηγορίας και κοινωνικής απομόνωσης, δίχως ελπίδα διαφυγής. Και όσο περισσότερο κρινόμαστε, τόσο πιο πολύ πυρώνει η ανάγκη να κρίνουμε. Η μιζέρια λατρεύει την συντροφιά, λένε. Με τα λόγια του Αλμπέρ Καμύ: «Πρέπει να εκδικηθούμε επειδή είμαστε υποχρεωμένοι να πεθάνουμε μόνοι. Ο θάνατος είναι μοναχικός, ενώ η δουλεία είναι συλλογική. Έχουν κι οι άλλοι το μερτικό τους, και μάλιστα την ίδια στιγμή μ” εμάς, αυτό είναι το σημαντικό. Όλοι ενωμένοι, επιτέλους, αλλά γονατιστοί και με το κεφάλι σκυμμένο.»
Όμως, δεν θα έπρεπε να μας κάνει αυτό εντύπωση: με τον ίδιο τρόπο αφιερώνουμε το δίλεπτο μίσους μας στο εκπαιδευτικό σύστημα – δίκαια κριτική, αναμφισβήτητα – χωρίς όμως να έχουμε προσπαθήσει να αποκομίσουμε οποιοδήποτε όφελος, χωρίς, κοινώς, να έχουμε «ανοίξει βιβλίο». Με τον ίδιο τρόπο κρίνουμε το αφεντικό μας, την κυβέρνηση – δεν έχει σημασία ποιος κυβερνά, η καραμέλα είναι πάντα έτοιμη στην άκρη της γλώσσας μας στην παραμικρή δυσκολία, την οικογένειά μας και οποιονδήποτε άλλον μας δίνεται η ευκαιρία να τυφλώσουμε και να σύρουμε για παρέλαση στην αγορά. Τα σαφή όρια που ορίζουν την απαραίτητη, εποικοδομητική κριτική καταπατώνται τόσο έντονα, που σβήνουν ή διαστρεβλώνονται πέραν αναγνώρισης.
Οπότε όχι, δεν δικαιούται κανείς να θρηνεί για την περίφημη παρακμή, σε έναν κόσμο όπου ο φιλόσοφος και ο μαθηματικός κατηγορούν ο ένας τον άλλον, σε μάταιη προσπάθεια να αναδείξουν μια τέχνη καλύτερη της άλλης, χωρισμένοι σε στρατόπεδα, εντελώς επιλήσμονες, στην αλληλοεξάρτηση και την ομοιότητά τους. Δεν δικαιούμαστε να θρηνούμε σε έναν κόσμο όπου δεν ψάχνουμε νόημα σε οτιδήποτε παρά μόνο όταν μας το ζητούν στις πανελλήνιες, και λησμονούμε ότι τα πάντα γύρω μας έχουν κάτι να μας διδάξουν. Δεν δικαιούμαστε να θρηνούμε σε έναν κόσμο όπου γράφουμε μόνο όταν μας αναγκάζει η δουλειά ή το σχολείο, χωρίς να έχουμε σκεφτεί ποτέ ότι αυτές ακριβώς οι λέξεις που τρέμουμε μπορούν να αποτελέσουν τον επιτάφιο των μοντέρνων προβλημάτων. Δεν δικαιούμαστε να θρηνούμε σε έναν κόσμο όπου οπλιζόμαστε με την θρησκεία σαν λεπίδα, που μας δίνει τάχα το δικαίωμα να κόβουμε τον λαιμό των άλλων επειδή κρέμεται σταυρός από τον δικό μας.
Είναι εξαιρετικά εύκολο να κατηγορήσουμε τον ακόλαστο διάσημο, γιατί έτσι ξεχνάμε για μια στιγμή πως βρισκόμαστε όλοι μέχρι το λαιμό βυθισμένοι στη λάσπη της αμαρτίας, η οποία κάθε μέρα μας καταπίνει και λίγο περισσότερο. Δεν μας αρέσει αυτός που είναι ματαιόδοξος ή ταπεινός και κοιτά προς το έδαφος, αλλά ούτε και αυτός που στρέφει το βλέμμα του στον ουρανό, αυτός λογικά θα είναι αλαφρόμυαλος. Θέλουμε απελπισμένα να αναδείξουμε τον εαυτό μας πιο άξιο από τους άλλους, θάβοντας περισσότερο τους ίσους μας και περιφρονώντας τους ανώτερούς μας.
Οπότε, αν κάποιος ζητά τη γνώμη μου, του απαντώ πως η διαβόητη παρακμή δεν ξεκίνησε τώρα, με την ανάδειξη ακόμη κάποιων ανίκανων πολιτικών ή με τον πλουτισμό αμοραλιστών διασήμων. Η παρακμή ξεκίνησε αιώνες και αιώνες πριν, όταν σηκώσαμε το δάχτυλο να δείξουμε τον διπλανό, όταν αφήσαμε το – αρχαίο και αχρείαστο πλέον – ένστικτο της επιβίωσης να μολύνει τις κοινωνικές μας σχέσεις και να καταδικάσει μια για πάντα την όποια εμπιστοσύνη. Και θα συνεχίσουμε να οδεύουμε σταθερά προς την καταστροφή αν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι κανείς δεν έχει καθαρό το μέτωπό του. Τότε μόνο θα καταφέρουμε να βγούμε από τη λάσπη και ίσως να κάνουμε τον κόσμο λίγο καθαρότερο. Αυτή είναι η γιατρειά της προκειμένης ασθένειας, η συνείδηση όχι μόνο της συνενοχής αλλά και της αλληλεγγύης, γιατί από αυτόν εδώ τον λάκκο δε βγαίνει μόνος του κανένας, πλούσιος ή φτωχός, άρχοντας ή δούλος.
