Τρωτός

της Βικτώριας Τζαννέτου

Πού χάθηκε το φως, μάνα; Γιατί με άφησες μόνο μου, μάνα; Πού πήγε η αγκαλιά σου και το αστείρευτο γέλιο σου; Πότε θα γυρίσεις να με αγκαλιάσεις, όπως παλιά; Μ’ ακούς, μάνα; Υποφέρω… Με άφησες τρωτό σ’ έναν κόσμο αχανή, προσπαθώντας να βρω το λουλούδι μέσα στο αγκάθι του…»

Ήταν ξημέρωμα Κυριακής, όταν ο Τσάρλι με απροθυμία άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε τις ηλιαχτίδες του ήλιου, δειλά, δειλά να εισβάλλουν στο δωμάτιο του. Το κελάηδισμα του καναρινιού δεν αντήχησε στα αυτιά του… Φόβος και ανησυχία ξαφνικά διαπέρασε το κορμί του, προτού δει τον μοναδικό του φίλο πεσμένο στον πυθμένα του κλουβιού του, με τα μάτια του κλειστά. Μια τέτοια μέρα επέλεξε να φύγει ο φίλος του, την τελευταία μέρα του καλοκαιριού, που δεν είχε τίποτε άλλο περισσότερο ανάγκη από το να ακούσει τη φωνή του, να του γλυκάνει αυτή τη μελαγχολία που ένιωθε. Ξέσπασε σε λυγμούς, όταν συνειδητοποίησε ότι πια ήταν μόνος του. Με το καναρίνι του, ο Τσάρλι, είχανε πολλά κοινά, τα οποία διαπίστωνε κάθε φορά που άκουγε το κελάηδισμα του. Το κελάηδισμα αυτό, παρ’ όλο που  αντηχούσε σαν μήνυμα αισιοδοξίας, μέσα σε αυτό διέκρινε ένα συναίσθημα πόνου και παραπόνου προς την ίδια τη ζωή, που το διέταξε να ζει εγκλωβισμένο πίσω από τα κάγκελα ενός κλουβιού. Μέσα στο κελάηδισμα του έβρισκε ένα κομμάτι του εαυτού του, γιατί έτσι ένιωθε κι αυτός, εγκλωβισμένος…

Επί μέρες ο ουρανός είχε σκιαστεί από γκρίζα σύννεφα, που ενώ ήθελαν να ξεσπάσουν, κάτι τα κρατούσε. Ένα φθινοπωρινό απόγευμα, καθόταν στο παράθυρο και παρατηρούσε τους ανθρώπους να τρέχουν βιαστικοί, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, και σε μια προσπάθειά τους να προφυλαχθούν από τη βροχή-η οποία επέλεξε εκείνη τη μέρα να κάνει την εμφάνισή της- χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο, από ομπρέλες μέχρι και τσάντες πάνω από τα κεφάλια τους. Για μια στιγμή ένιωσε ασφάλεια και ένα συναίσθημα ζεστασιάς που καθόταν ατάραχος στο σπίτι του και τους παρακολουθούσε. Αλλά από την άλλη, θα ήθελε να μπορούσε να είναι στη θέση τους. Θα ήθελε να τρέξει στη βροχή και να την απολαύσει. Θα ήθελε να τους θύμιζε πόσο όμορφη είναι η φύση, που αχόρταγα οι άνθρωποι καταστρέφουν. Σε αυτόν τον συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο, οι άνθρωποι στις πόλεις ξεχνάνε. Οι πόλεις τους κάνουνε να ξεχάσουν την ταυτότητά τους και ποιοι είναι. Τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις είναι αυτές που έχουν περιθωριοποιήσει τον Τσάρλι από τον υπόλοιπο κόσμο και, επομένως, τον έχουν κάνει να απέχει από αυτόν. Ίσως καλύτερα, γιατί έτσι διατηρεί ακέραια την ψυχή του…

Την επόμενη μέρα, μια έντονη επιθυμία φυγής τον περιέλουσε και ήταν αυτή που τον ώθησε να πάει μια βόλτα στο  πάρκο. Μετά τον θάνατο του φίλου του δεν μπορούσε εύκολα να αντικρίζει το φως του ήλιου, διότι του θύμιζε αυτόν. Εκείνη όμως τη μέρα ένιωσε διαφορετικά, σαν ένα ελπιδοφόρο αεράκι να τον διαπέρασε. Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά, γι΄ αυτό έριξε ένα σακάκι στους ώμους του και, έπειτα, κατευθύνθηκε προς την πόρτα για να φύγει.

Οι άνθρωποι στον δρόμο, άλλοτε κοιτούσαν τον Τσάρλι με αδιαφορία, άλλοτε με υποτίμηση και άλλοτε με λύπηση, και ίσως συμπόνια. Από τη μέρα που γεννήθηκε αναγκάστηκε να συνηθίσει αυτά τα βλέμματα, οπότε πλέον δε τον ενοχλούσαν. Συνέχισε αμέριμνος να τσουλάει τις ρόδες του αμαξιδίου του, κατευθυνόμενος προς το πάρκο.

Όταν έφτασε, στάθηκε για λίγο να απολαύσει την όαση που απλώνονταν μπροστά του, σαν αντιστάθμισμα στα γκρι τσιμέντα της πόλης. Στάθηκε μια στιγμή να νιώσει. Να μυρίσει τα λουλούδια, που σιγά σιγά μαραίνονταν. Να αγγίξει τους κορμούς των δέντρων, να αισθανθεί τη μυρωδιά του χώματος, μετά τη βροχή. Να νιώσει άνθρωπος που νιώθει και αισθάνεται, γιατί ξεχνάνε οι άνθρωποι τη φύση τους σε αυτή τη φορτική καθημερινότητα. Έπειτα, παρατήρησε ένα σκιουράκι που έπαιζε κυνηγητό με μια γάτα. Κιτρινοπράσινα, κόκκινα και καφέ φύλλα έστηναν χορό κοντά στις ρίζες των δέντρων, με τον ήλιο ενορχηστρωτή να διευθύνει και να χρυσαφίζει τον χορό τους. Κελαηδίσματα πουλιών ξεπρόβαλλαν, διανθίζοντας και δίνοντας ρυθμό στα βήματά τους. Όλα γύρω του έμοιαζαν όμορφα και ήρεμα. Μακάρι οι άνθρωποι να διέθεταν λίγο χρόνο να τα παρατηρήσουν!

Ξαφνικά, αναμνήσεις ξεπήδησαν στο μυαλό του και έκλεισε τα μάτια του να τις σκιαγραφήσει. Η αγάπη του για τη φύση οφειλόταν στις συχνές επισκέψεις που πραγματοποιούσε με τη μητέρα του στο πάρκο. Η μητέρα του ήταν γλυκιά γυναίκα, πονεμένη, όμως, από τη ζωή. Όταν έμαθε ότι το παιδί που θα γεννούσε θα είχε ένα συγγενές πρόβλημα στη σπονδυλική στήλη και, συνεπώς, θα ήταν ανάπηρο, δε στενοχωρήθηκε ούτε στιγμή, ή τουλάχιστον έτσι του είπε. Σε αντίθεση με τον πατέρα του. Ο πατέρας του αρνήθηκε να αναλάβει τις ευθύνες ενός ανάπηρου παιδιού και άφησε τη μαμά του μόνη της. Αποδείχθηκε πως δεν την αγαπούσε κι ότι απλά ένιωθε έναν εφήμερο έρωτα. Καλύτερα, ίσως, γιατί η μητέρα του Τσάρλι δραπέτευσε από τις ψευδαισθήσεις, τις οποίες καλά είχε πλάσει ο πατέρας του με την υποτιθέμενη αγάπη του. Η μητέρα του έμεινε μόνη της και τον μεγάλωσε με μεγάλη στοργή. Δεν άφησε ποτέ κανέναν να υπονομεύει την αξιοπρέπειά της, και πρωτίστως, να προσβάλει τον γιο της. Εκείνη, όμως, ήξερε τι πόνο ένιωθε… Τα βάσανα της ζωής της τελείωσαν όταν τον άφησε μόνο του, πριν μερικά χρόνια. Τη θυμάται κάθε φορά που επισκέπτεται αυτό το πάρκο και αναπολεί τα παιχνίδια της, το αστείρευτο χιούμορ της και τα ευτράπελά της, που έσπαγαν τη μονοτονία της καθημερινότητας.

Στα πρώτα χρόνια της σχολικής του ζωής, τα παιδιά τον αντιμετώπιζαν σαν «κανονικό», αφού πάντα τα παιδιά με την αγνότητά τους βλέπουν τη ζωή με άλλη ματιά. Αργότερα, όμως, όταν οι συμμαθητές του δεν ήταν πλέον παιδιά, αλλά έφηβοι, που βρίσκονταν σε ευάλωτη ηλικία και δέχονταν παθητικά τα στερεότυπα της εποχής, εξέφραζαν απροκάλυπτα την περιφρόνησή τους προς το πρόσωπό του. Η μητέρα του πάλι βράχος στο πλάι του, να τον ενθαρρύνει και να του υπογραμμίζει τη μοναδικότητά του, ως αντιστάθμισμά σε όλη αυτή την ομοιογένεια των ανθρώπων, την οποία επιβάλλει η κοινωνία.

Μετά απ’ αυτή τη σύντομη αναδρομή στο παρελθόν, ο Τσάρλι άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε γύρω του. Ξαφνικά, το συναίσθημα της ζεστασιάς που για λίγο ένιωσε, το διαδέχτηκε ξανά αυτό της μοναξιάς. Παρατήρησε τους ανθρώπους γύρω του για να ξεχαστεί, όπως πάντα. Ερωτευμένα ζευγαράκια κρατιόντουσαν χέρι με χέρι και η ευτυχία ήταν απροκάλυπτα ζωγραφισμένη στα μάτια τους, τα οποία πετούσαν σπίθες. Τα παιδιά έπαιζαν κυνηγητό, συνοδευόμενο από τις ανήσυχες φωνές των μαμάδων. Έπειτα σκέφτηκε πως αυτό είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της αγάπης που υπάρχει ακόμα και είναι αυτή που ενώνει τους ανθρώπους. Δεν την έχει νιώσει πολλές φορές, ίσως, γιατί γνώριζε πως άμα αγαπήσει θα πληγωθεί… Έσυρε τις ρόδες του αμαξιδίου του και κινήθηκε προς την έξοδο του πάρκου.

Όπως αδιάφορα κυλούσαν οι μέρες, ο χειμώνας έκανε σιγά σιγά την είσοδό του. Καθώς παρατηρούσε τις νιφάδες χιονιού να προσγειώνονται με απόλυτη ευλάβεια στο έδαφος και έπειτα, να γίνονται ένα με τις υπόλοιπες, άκουσε το καθιερωμένο κουδούνι από την κυρία Ελισάβετ, τη βοηθό του στις δουλειές του σπιτιού. Μια γυναίκα σχετικά μεγάλης ηλικίας, πολύ ψηλή, με σπουδαία ιδιοσυγκρασία και με κάτι αετίσια, διαπεραστικά μάτια που διεισδύουν και στα πιο άδυτα της προσωπικότητας κάποιου. Η κόρη της βρισκόταν στην ξενιτιά, ενώ ο σύζυγός της είχε αποβιώσει πριν κάτι μήνες. Καθάριζε σπίτια από επιλογή, γιατί δεν άντεχε τη μοναξιά που της προξενούσε το δικό της σπίτι. Παρ’ όλα αυτά, έκρυβε βαθιά τον πόνο της και ήταν πάντα δυναμική και πρόθυμη:

«Τι κάνεις γλυκό μου αγόρι; Πάλι μελαγχολικός μου είσαι;» παρατήρησε, όταν ο Τσάρλι της άνοιξε την πόρτα.

«Αφού με ξέρεις κυρία Ελισάβετ, είμαι χαμηλών τόνων!» απάντησε εκείνος.

«Βρε, νέο παιδί είσαι, είναι κρίμα να κάθεσαι κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους. Πάρε τη ζωή στα χέρια σου!»

Χαμογέλασε και της έκανε νεύμα να περάσει. Πριν ξεκινήσει τις δουλειές , έστριψε ένα τσιγάρο και κάθισε μπροστά από το παράθυρο, χαζεύοντας το επιβλητικό τοπίο που είχε φιλοτεχνήσει το χιόνι και τα παιδιά που το απολάμβαναν.

«Βρε τα άτιμα, κοίτα πώς το χαίρονται. Ε, βέβαια ούτε υποχρεώσεις, ούτε βάσανα έχουν να τα βαραίνουν. Να δούμε πώς θα περάσει κι αυτός ο χειμώνας…» μονολόγησε, αναστενάζοντας.

«Τι κάνει η κόρη σου, η Σοφία;» ρώτησε με ενδιαφέρον ο Τσάρλι.

«Ολοκληρώνει τις σπουδές της όπου να’ ναι. Θα έρθει, λέει, το καλοκαίρι για διακοπές και θα ξαναφύγει. Κατάλαβες; Τα μεγαλώνεις, τα σπουδάζεις και μετά σου γυρνάνε την πλάτη!» είπε σβήνοντας το τσιγάρο της και πιάνοντας κατευθείαν δουλειά.

Με την κυρία Ελισάβετ είχανε, εν τέλει, πολλά κοινά που τους συνέδεαν. Νιώθανε κι οι δύο ένα παράπονο προς την ίδια τη ζωή. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η ίδια μπορούσε να  καταλάβει την ψυχοσύνθεσή του, κοιτώντας απλά την έκφραση του προσώπου του, στο οποίο ολοφάνερα δέσποζε το συναίσθημα της μελαγχολίας. Ποτέ δεν της εξέφρασε τα συναισθήματά και τους προβληματισμούς του, αλλά εκείνη είχε τη διορατικότητα να αντιλαμβάνεται πάντα το πώς νιώθει.

Ήδη είχαν φτάσει στα μισά του χειμώνα, ο οποίος έμοιαζε ατέρμονος. Το τοπίο έξω ήταν πολύ άγριο. Τα δέντρα είχαν αποχωριστεί και τα τελευταία τους φύλλα, το κρύο ήταν τσουχτερό, ενώ η κυρία Ελισάβετ είχε μέρες να εμφανιστεί, λόγω ξαφνικής ασθένειας. Οι μέρες κυλούσαν ήρεμα, χωρίς ιδιαίτερες εκφάνσεις και συναισθηματικές διακυμάνσεις. Κάθε μέρα ένιωθε το ίδιο, μονότονο συναίσθημα, χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει.

Επιτέλους, μπήκε η άνοιξη. Ένα ελπιδοφόρο αεράκι έκανε ήδη την εμφάνισή του, ενώ η ευτυχία δεν άργησε να σχηματιστεί στα πρόσωπα των ανθρώπων. Το τοπίο άλλαζε. Τα δέντρα ανακτούσαν τα φύλλα τους, ενώ οι ανθισμένες αμυγδαλιές αναμείγνυαν το ροζ χρώμα τους με αυτό το κόκκινο και μωβ των ανθισμένων τριανταφυλλιών. Όλα έμοιαζαν τόσο όμορφα. Ένα συναίσθημα ευφορίας ώθησε τον Τσάρλι να πάει μια βόλτα. Όταν βιαστικός, όμως, άνοιξε την πόρτα, αντίκρισε την κυρία Ελισάβετ έτσι όπως δεν την είχε ξαναδεί, κατάχλωμη και σκοτεινή με έντονους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Μια τραγική μορφή! Προσπάθησε να του χαμογελάσει, αλλά της ήταν αδύνατον.

«Αγόρι μου γλυκό, δεν αισθάνομαι πολύ καλά…» είπε.

Της έκανε νεύμα να περάσει και η ίδια κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Κάθισε και του εξήγησε τι της συνέβη.

«Ήρθα εδώ για να σου πω κάτι πολύ σημαντικό… Πριν λίγες μέρες διαγνώστηκα με μια σοβαρή ασθένεια που δε μου αφήνει περιθώρια ζωής.»

Έκπληκτος την κοίταξε, ενώ δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του. Το απόγευμα εκείνο πέρασε πολύ αργά, σαν να είχε παγώσει ο χρόνος, ενώ ο Τσάρλι έκλαιγε σαν μικρό παιδί στην αγκαλιά της κυρίας Ελισάβετ, συνειδητοποιώντας πως θα έχανε τον μοναδικό άνθρωπο που του είχε σταθεί σαν μάνα.

Το αναπάντεχο εκείνο πρωινό της άνοιξης, άκουσε το κουδούνι της εξώπορτας του, ενώ εκείνη τη στιγμή διαισθάνθηκε πως κάτι δυσάρεστο τον περίμενε. Άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε μια γυναίκα, νέα, όμορφη, με ξανθιές μπούκλες και με μια γλυκύτητα η οποία επισκιαζόταν από πολλά δάκρυα, που το ένα διαδεχόταν το άλλο.

«Καλησπέρα, είμαι η κόρη της Ελισάβετ» με δυσκολία ξεστόμισε, ενώ από την έκφραση του προσώπου της καταλάβαινε κανείς πως κάτι άσχημο είχε προηγηθεί.

«Πέρασε Σοφία!» της είπε ο Τσάρλι.

«Με ξέρεις; Πρέπει η μητέρα μου να σου είχε μιλήσει για εμένα…»

«Σωστά κατάλαβες!»

«Τότε θα ξέρεις πως η μητέρα μου ήταν άρρωστη κι ότι πριν από λίγες μέρες έφυγε για το μεγάλο ταξίδι…»

Η τελευταία πληροφορία σαν αγκάθι στην καρδιά του ήρθε και κάθισε. Όμως, παράλληλα, απόρησε πώς η Σοφία γνώριζε για την ασθένεια της μητέρας της, εφόσον η ίδια του είχε εκμυστηρευτεί, εκείνη τη μέρα, πως δε θα της έλεγε τίποτα για να μην την πληγώσει.

«Με ειδοποίησε μια γειτόνισσα και πολύ καλή φίλη της μαμάς μου για τον θάνατό της και έσπευσα να έρθω» συμπλήρωσε η Σοφία, λύνοντας την απορία του.

«Γιατί ήρθες εδώ;» εύλογα ρώτησε ο Τσάρλι.

Από την τσάντα της έβγαλε ένα γράμμα, στο οποίο αναγραφόταν η οδός του σπιτιού του, του το έδωσε και έκανε να φύγει.

«Μισό λεπτό!» της είπε. «Δεν έχεις απορία να μάθεις τι λέει αυτό το γράμμα;»

Δεν απάντησε… Παρά μόνο ξέσπασε σε λυγμούς.

«Ποτέ δεν της εξέφρασα την αγάπη και την ευγνωμοσύνη που ένιωθα γι’ αυτήν. Πάντα έθετα προτεραιότητα τις σπουδές και την εργασία μου, βουλιάζοντας σε μια στρεσογόνο καθημερινότητα. Ξέχασα να αγαπώ, να νιώθω, να ζω… Στις  δύσκολες στιγμές δεν ήμουν δίπλα στη μητέρα μου και αυτό είναι που με πληγώνει!»

Ξαφνικά, άνοιξε ο Τσάρλι τον φάκελο και διάβασε το γράμμα με τρεμάμενη φωνή.

Αγαπητό, γλυκό μου αγόρι,

την  ώρα που διαβάζεις αυτό το γράμμα εγώ θα πρέπει να έχω φύγει. Ελπίζω να στο έχει παραδώσει κάποιος που αγαπώ πολύ! Το γράμμα αυτό ελπίζω να είναι το έναυσμα για μια καινούρια ζωή. Θέλω να σου πω απλά πως η ζωή σου είναι πολύτιμη. Βγες έξω και ζήσε την. Σταμάτα να παρακολουθείς τις ζωές των άλλων. Γίνε εσύ ο πρωταγωνιστής της δικής σου ζωής. Δημιούργησε, διασκέδασε, νιώσε, ερωτεύσου, ζήσε! Αυτά σου τα λέω με πολλή αγάπη, γιατί σε βλέπω σαν παιδί μου. Μη φοβάσαι τον κόσμο. Δεν είναι όλοι ίδιοι. Δώσε την ευκαιρία στους ανθρώπους να σε δουν, να σε γνωρίσουν, να σε συμπαθήσουν ή ακόμη και να σε αντιπαθήσουν. Δε χρειάζεται να αρέσουμε σε όλους. Εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να σε βοηθήσουν να ξεδιπλώσεις τον εαυτό σου. Να αισθανθείς και να ζήσεις. Μην είσαι τόσο προκατειλημμένος! Είσαι ένα εξαιρετικό παιδί που αξίζει να αγαπήσει και να αγαπηθεί.

Με αγάπη.

Ελισάβετ

Στο δωμάτιο επικράτησε απόλυτη ησυχία, ενώ η Σοφία, αυθόρμητα, έκανε να τον αγκαλιάσει. Πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό, αισθάνθηκε πως ένας άνθρωπος με τα ίδια λάθη με εκείνον μπορεί να τον καταλάβει τόσο πολύ.

«Στο υπόσχομαι πως θα αλλάξω» είπε η Σοφία.

Έπειτα, με ένα γλυκόπικρο χαμόγελο τον χαιρέτησε και έφυγε. Εκείνη τη μέρα, ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε κάτι διαφορετικό από το συνηθισμένο του συναίσθημα. Αυτό το όμορφο συναίσθημα, το οποίο ερχόταν σε αντίθεση με το δυσάρεστο νέο που είχε ακούσει προηγουμένως, τον έκανε να αναθεωρήσει την ίδια τη ζωή, στην οποία είχε γυρίσει την πλάτη.

Το επόμενο κιόλας πρωί ήρθε η Σοφία στο σπίτι του για να πάνε βόλτα, γεγονός που ευνοούνταν από τον υπέροχο, ανοιξιάτικο καιρό. Κατά τη διάρκεια της βόλτας, τους δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστούνε καλύτερα, ξεθάβοντας ευχάριστες, αλλά και δυσάρεστες αναμνήσεις.

«Θυμάμαι τότε που η μητέρα μου με είχε βάλει τιμωρία, γιατί της είχα ζωγραφίσει τις κουρτίνες με ένα κατακόκκινο χρώμα!» είπε, γελώντας η Σοφία.

«Αυτό όντως δεν ξεχνιέται!» πρόσθεσε εκείνος.

Εκείνο το πρωινό κάπως έτσι πέρασε, γεμάτο ευτράπελες αναμνήσεις που ξέθαβαν το συναίσθημα της νοσταλγίας. Ξέχασε τα περιφρονητικά βλέμματα του κόσμου και επικεντρώθηκε στη συνοδό του, η οποία δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τον κόσμο.

«Καιρός να δημιουργήσουμε νέες αναμνήσεις» είπε ο Τσάρλι στη Σοφία, καθώς άνοιγε την πόρτα για να μπει στο σπίτι του, μετά την ξέγνοιαστη βόλτα τους.

Εκείνη, φανερά μετανιωμένη για το παρελθόν, χαμογέλασε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Πόσο όμορφο είναι να του χαμογελάνε!

Από εκείνη την ημέρα κάτι άλλαξε μέσα του. Οι επισκέψεις της Σοφίας ήταν όλο και πιο τακτικές, ενώ όσο βρισκόταν μακριά της ένιωθε μοναξιά και αγωνία να τον περιτριγυρίζει. Η ίδια θα επέστρεφε για να ολοκληρώσει τις σπουδές της  μέχρι το καλοκαίρι, ενώ του υποσχέθηκε πως έπειτα θα γυρνούσε και θα μετακόμιζε μόνιμα εδώ. Όσο δύσκολο κι αν ήταν που θα ήταν μακριά της, αναγκάστηκε να το υπομέινει.

Το καλοκαίρι πλησίαζε και η προσμονή του να ξαναδεί τη Σοφία όλο και φούντωνε. Όλα του έμοιαζαν όμορφα. Ο ήλιος είχε αφήσει ασυγκράτητες τις ακτίνες του να διασκορπίσουν παντού το φως. Οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι και για πρώτη φορά κι εκείνος!

«Αυτή ήταν η ιστορία μου, μαμά! Σ’ ευχαριστώ που με άκουσες. Να με θυμάσαι…»

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης