Μου λείπεις…

του  Π. Σ.

Τη μισούσε τη γειτονιά του. Είχε τα αρνητικά της πόλης και τα αρνητικά του χωριού. Μαζί. Από τη μία, οι πολυκατοικίες, τόσο άπληστα χτισμένες, με σκοπό να εισπραχθούν όσο δυνατόν περισσότερα νοίκια από τους «ντόπιους», τους νεόπλουτους που τόσο σιχαινόταν, όχι επειδή τους ζήλευε (προφανώς, ήταν πολύ περήφανος ο χαρακτήρας του για να ζηλέψει πλούτη και ό,τι άλλο) αλλά για τη συμπεριφορά και το ύφος τους.  Σχεδόν ακουμπούσε η μία την άλλη στην κάθετη προέκταση, δίνοντάς σου μια αίσθηση πως θα πέσουν πάνω σου, κάνοντάς σε μια χλαπάτσα στην πυρωμένη άσφαλτο. Από την άλλη, οι γριές της γειτονιάς, ακριβείς στην ώρα τους, κάθε απόγευμα, δεν έχαναν ευκαιρία να σε κάνουν να νιώσεις άβολα με το κουτσομπολιό τους, το οποίο φρόντιζαν να φτάνει επίτηδες μέχρι τα αυτιά σου. «Πού πάει τέτοια ώρα αυτό;», μουρμούρισε η μία στο αυτί της διπλανής της. «Το είχε δει η κυρά Παναγιώτα χθες. Πάει και κλωτσάει τη μπάλα σαν γελάδι, ανήμερα δεκαπενταύγουστο», αποκρίθηκε η δεύτερη με τη σειρά της. Και οι δύο έσκασαν στα γέλια. Ο Μένιος μουρμούρισε αρκετές βρισιές από μέσα του, δίνοντας τόπο στην οργή, ξέροντας πως αυτή την αντιμετώπιση θα του συνιστούσε και ο πατέρας του. Έλαμψε το πρόσωπό του στη σκέψη του αυτή, και έφυγε απτόητος.

Έφτασε στο γήπεδο,  μισή ώρα πριν την έναρξη της προπόνησης. Χαμογέλασε ικανοποιημένος. Χωρίς να χάσει χρόνο μπήκε στο γήπεδο και άρχισε να παίζει μόνος, περιμένοντας (ομολογουμένως, όχι με τόση ανυπομονησία) τους συμπαίκτες του να φανούν. Με την άκρη του ματιού του, μπορούσε να δει και τα άλλα γήπεδα, γύρω από του ποδοσφαίρου. Στον στίβο μόνο, ένας παππούς, αναψοκοκκινισμένος, έτρεχε κάτω από την αυγουστιάτικη απογευματινή κάψα. Στο τένις, κανείς. Μόνο εκείνος στο γήπεδο του ποδοσφαίρου, και, αν εξαιρέσεις τον παππού που ένιωσε ξανά νέος και αποφάσισε πως ο αθηναϊκός Αύγουστος είναι ο καλύτερος μήνας για να χτίσει το σώμα που πάντα ονειρευόταν, ωστόσο είχε κάτσει κάτω από τη μοναδική σκιά να ξαποστάσει, ήταν μόνος. Φόρεσε τα διαλυμένα air pods (δώρο του πατέρα του, αρνιόταν να το αλλάξει ή έστω να τα επισκευάσει) και ξεκίνησε.

Αφού έφτασαν οι συνομήλικοί του έπαιξαν και, αφού κατάφερε να χύσει ιδρώτα ίσαμε να γεμίσει δυο μπουκάλες, τελείωσαν την προπόνηση. Τα κοκκινωπά του μαλλιά ήταν μούσκεμα, και κατευθύνθηκε μαζί με τους άλλους στα αποδυτήρια. Ντύθηκε και έφυγε. Δεν ήθελε πολλά πολλά με τους συμπαίκτες του, άλλωστε ποτέ δεν ήταν από τους καλύτερους αθλητές μπαλαδόρους. Ήξερε πώς τον αποκαλούσαν. Απόμακρο και ακοινώνητο. Δεν τον ένοιαζε. Ποτέ δεν τον ένοιαζε η γνώμη των άλλων, να και κάτι σωστό που του έλεγε η γιαγιά του, ίσως το μόνο που άκουσε και θυμάται από εκείνη. Ο κύκλος του ήταν πολύ στενός, περιλαμβάνοντας μόνο αυτούς που ο ίδιος επιθυμούσε.

Από μακριά κοίταξε το καφετί ταρτάν του γηπέδου τένις. Πάντοτε τον μαγνήτιζαν ο γδούπος από το μπαλάκι κάθε φορά που χτύπαγε τη ρακέτα του καθενός παίκτη. Μπορούσε να κάτσει να το χαζεύει για ώρες χωρίς να βαριέται. Ωστόσο, ποτέ δεν το δοκίμασε. Ψευτο-αφοσιωνόταν στο ποδόσφαιρο και δεν καταδεχόταν να πιάσει τη ρακέτα. Μια φορά, στον ύπνο του, είχε δει τον εαυτό του, αμυδρά, να παίζει τένις με τον πατέρα του. Αχ, τον πατέρα του! Τον έχασε τόσο νωρίς. Δεν πρόλαβε να τον χαρεί, «Μας τον έφαγε ο καρκίνος», συνήθιζε η μάνα του να λέει σε όποιον τη ρωτούσε, προσπαθώντας όσο μπορούσε να κρύψει τα δάκρυά της, που αν χαλάρωνε θα κύλαγαν ποτάμι.

Αφού αφαιρέθηκε για λίγο, έπιασε τον εαυτό του να χαζεύει έναν 55άρη και έναν 20χρονο να παίζουν στο απέναντι γήπεδο (τώρα δα είχαν έρθει!) παίζοντας και βρίζοντας ο ένας τον άλλο για πλάκα. Έφυγε βιαστικός για να προλάβει το ραντεβού του στην Πλατεία Εξαρχείων, και, να, σαν να το είδα, ένα μυγάκι στο μάτι του. Πού το ξέρω ότι ήταν μυγάκι; Α, αυτό είναι σίγουρο! Είχε υποσχεθεί στον μπαμπά. «Δεν θα κλάψω ποτέ για σένα. Όχι επειδή δε σ’ αγαπάω. Έχω μάνα κι αδερφή. Αν κλάψω εγώ, τότε αυτές τι θα κάνουν;». Ο πατέρας του χαμογέλασε περήφανος και έσβησε. Πού το ξέρω; Τι σας νοιάζει; Ας πούμε ότι ήμουν κι εγώ εκεί…

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης