Μαρτυρίες ανθρώπων από την τουρκική εισβολή

Μαρτυρίες ανθρώπων από την τουρκική εισβολή

Το έργο «Famagusta«, το οποίο έκανε πρεμιέρα πριν περίπου ένα μήνα , ανοίγει μία πόρτα προς το παρελθόν, σε μια στιγμή που η Κύπρος διαπραγματευόταν με τη μοίρα της. Μέσα από την ιστορική αναδρομή του έργου, μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εισβολή των τουρκικών δυνάμεων στην Κύπρο, την ΄΄εξαφάνιση΄΄ της πόλης της Αμμοχώστου και το δράμα που ξεδιπλώθηκε στην πόλη της Famagusta.

Η σειρά αυτή δεν αναφέρει μόνο ιστορικά γεγονότα , αλλά και μία ιστορία η οποία έχει να κάνει με δύο γονείς που έχασαν το παιδί τους κατά την διάρκεια της εισβολής. Υπάρχουν αναρίθμητες ιστορίες ανθρώπων που έζησαν αυτή την ΄΄κόλαση΄΄. Παρακάτω ακολουθούν κάποιες .

Η ιστορία της ΄΄Ιωάννας΄΄

Η γυναίκα που αφηγείται την παρακάτω ιστορία δεν ονομάζεται πραγματικά Ιωάννα απλά δεν θέλει να δοθεί το κανονικό της όνομα στη δημοσιότητα. Η Ιωάννα και η φίλη της Μαρία ξεκινούν την ιστορία τους λίγο μετά τη εισβολή. Την περίοδο αυτή ήταν 15 ετών. Ζούσαν σε ένα ερημωμένο χωριό στην επαρχία Λευκωσίας. Ο πατέρας της Ιωάννας αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους στρατιώτες, και η μητέρα της έλαβε εντολή να εγκαταλείψει το χωριό. Η Ιωάννα έπεισε τη μητέρα της να μείνει στο χωριό με την θεία της. Η Μαρία, από την πλευρά της, παραμένει πίσω για να φροντίσει τη γιαγιά της. Καθώς οι στρατιώτες πλησιάζουν, οι δύο γυναίκες κρύβονται σε μια αποθήκη, αντιμετωπίζοντας τον φόβο τους. Η αγωνία τους κορυφώνεται όταν οι εισβολείς λεηλατούν το σπίτι. Κρυμμένες μέσα στην αποθήκη, η Μαρία και η Ιωάννα παρακολουθούν με φρίκη τη γιαγιά της Μαρίας να δολοφονείται από Τούρκους στρατιώτες. Στην συνέχεια, οι στρατιώτες τις βρίσκουν. Η Ιωάννα, η οποία αντιστέκεται στον βιασμό, αναφέρει ότι οι Τούρκοι στρατιώτες τις απήγαγαν και τις βίασαν ενώ η Μαρία βιάστηκε δίπλα στη γιαγιά της. Η Ιωάννα αναφέρει πως εκείνη την στιγμή ο Αχμέτ, ένας Τούρκος στρατιώτης, εμφανίζεται ως σωτήρας βοηθώντας τις κοπέλες να δραπετεύσουν. Αφού κατάφεραν να δραπετεύσουν, βρέθηκαν στον Ερυθρό Σταυρό. Η Ιωάννα, μετά από κρυφή επικοινωνία με τη μητέρα της, της αποκαλύπτει το δράμα τους. Ο  κοινωνικός αποκλεισμός  και η κακοποίηση συνεχίζονται στο χωριό τους από τους συγχωριανούς, αναγκάζοντας τις κοπέλες να ζήσουν με τα στίγματα της βίας.

Η ιστορία του Πέτρου Βοσκαρίδη

Ο Πέτρος Βοσκαρίδης αναφέρει ότι κατά την διάρκεια της τουρκικής εισβολής ήταν έφηβος. Έμαθε για αυτή καθώς άκουσε τα γεγονότα από το ραδιόφωνο και λίγο μετά επιστρατεύθηκε. Αναφέρει ότι έζησε μια μαρτυρική διαδρομή φεύγοντας με τον στρατό, καθώς ήταν σε μία από τις μονάδες που αποδεσμεύτηκε σχεδόν τελευταία. Έβλεπε κόσμο μαζεμένο στους δρόμους που προσπαθούσε να βρει τους δικούς του ανθρώπους. Η φράση που ακόμα ηχεί στα αυτιά του από τότε, όπως λέει είναι ΄΄ μήπως είδατε τον Γιάννη από το τάδε χωριό;΄΄. Έχει, επίσης, στιγματιστεί από γεγονός ότι έβλεπε στο δρόμο γριούλες , όπως είπε, που κρατούσαν εικόνες στα χέρια τους και προσευχόντουσαν να γίνει ένα θαύμα. Στην ερώτηση που του έγινε, ποια ήταν τα συναισθήματά του όταν έπεσε η νύχτα, απαντάει πώς ένιωθε πικρία, αγανάκτηση, απογοήτευση, απόγνωση και μοναξιά.

Η ιστορία του Δημήτρη Ανδρέου

Ο Δημήτρης Ανδρέου όταν έγινε η τουρκική εισβολή ήταν δημοσιογράφος. Γνώριζε ότι θα γίνει η τουρκική εισβολή, καθώς οι δημοσιογράφοι άκουγαν ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς όπως το BBC, που αναφέρονταν στο γεγονός, αλλά  δεν τους πίστευαν καθώς τους θεωρούσαν πραξικοπηματίες της χούντας. Το πρωί της 20ης Ιουλίου 1974 αναφέρει πως έβλεπαν τους Τούρκους αλεξιπτωτιστές να πέφτουν και δεν μπορούσαν να κάνουν απολύτως τίποτα. Το ραδιόφωνο δεν ανέφερε τίποτα παρά μόνο τις ώρες δύσης και ανατολής του ήλιου και την πρωινή προσευχή. ΄΄Σαν να μη συμβαίνει τίποτα΄΄, όπως περιγράφει ο κος Ανδρέου. Αναφέρει επίσης πως τους πήγαν όλους σε κέντρα κατάταξης, όπου εκεί η κατάσταση που επικρατούσε ήταν χαώδης καθώς δεν υπήρχαν όπλα και δεν ήξεραν πού να τους στείλουν. Τέλος αναφέρει πως τα τουρκικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν και αυτοί ζητούσαν καταφύγιο κάτω από τα δέντρα, τονίζοντας την τραγικότητα της κατάστασης.

Η ιστορία της Δέσποινα Σάββα

Η Δέσποινα Σάββα κατά την διάρκεια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 είχε ήδη μαζέψει τα πράγματά της και των τεσσάρων παιδιών της και έφυγε με τον άντρα της σε μια άλλη πόλη της Κύπρου ώστε να προστατευτούν. Μείναν για δύο μέρες στην καμάρα ενός σπιτιού αλλά την τρίτη μέρα είδανε φωτιά να έρχεται από την Αμμόχωστο και αποφάσισαν πως θα γυρίσουν σπίτι τους. Στον δρόμο συνάντησαν ένα στρατιώτη που στην αρχή θεώρησαν πως είναι ΄΄δικός τους΄΄ αλλά μετά συνειδητοποίησαν πως ήταν Τούρκος. Εκείνος τους έστειλε σε κάποια χωράφια και τους απείλησε ότι αν δεν τον υπακούσουν θα τους σκοτώσει.

Τα παρακάτω συγκλονιστικά γεγονότα που ακολούθησαν τα διηγείται η ίδια : ΄΄Όπλα, όπλα παντού. Μας είπε να βάλουμε τα χέρια στο κεφάλι να σταθούμε ανά τρεις μέσα στον δρόμο. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως θα μας σκοτώσουν. Ακόμη και τώρα που το λέω ανατριχιάζω. Ήταν μια μεγάλη έκταση γεμάτη χωράφια. Μας έπαιρναν και μας πήγαιναν πίσω από τα περιβόλια. Κάποια στιγμή μας οδήγησαν στη μέση ενός χωραφιού, σε μία τεράστια λακκούβα, περίπου 300 άτομα. Όσοι έρχονταν, τους έριχναν εκεί. Ό,τι είχαμε μας το πήραν. Κράτησα τον σταυρό μου, το ρολόι μου, κάποια κοσμήματα και μερικά χρήματα. Τα έκρυψα στο εσώρουχο του μωρού μου και τα γλιτώσαμε. Μας πήραν τα αυτοκίνητά μας, τα ρούχα μας, ό,τι είχαμε μαζί μας. Έφεραν κάποια λεωφορεία και μας είπαν να σταματήσουμε να κλαίμε και ότι θα μας πάνε στα σπίτια μας. Εμείς δεν το πιστέψαμε. Μας πήγαν στα χωράφια και μας άφησαν εκεί, στη μέση του πουθενά. Ξεκινήσαμε να τρέχουμε. Έβαλα το μικρό μου μωρό στο σβέρκο και τρέχαμε μέσα στα χωράφια, χωρίς να ξέρουμε πού να πάμε. Εμείς και χιλιάδες άλλοι. Ήμασταν διψασμένοι, πεινασμένοι. Δεν είχαμε ούτε νερό, ούτε ψωμί, με τα ρούχα που φύγαμε ήμασταν. Πεινούσαν τα παιδιά, έκλαιγαν. Φτάσαμε σε ένα χωριό. Δεν μας έδιναν ούτε ένα κομμάτι ψωμί. Τους είπαμε ότι μας έπιασαν οι Τούρκοι, ότι μας πήραν τα πάντα. Δεν μας βοηθούσε κανένας, ούτε ένα ποτήρι νερό.΄΄

Επιμέλεια: Μαυριδάκη Μαργαρίτα (Α3)

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης