ΦΟΝΙΣΣΑ: μια ταινία, αφορμή για προβληματισμό άρθρο του Νικόλα Μπάρλα

Στις 13 Δεκεμβρίου, οι μαθητές της Α’ και Β’ Λυκείου του σχολείου μας παρακολούθησαν στη χειμερινή αίθουσα του CINE VALIA PLUS+ τη «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα, βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, σε σκηνοθεσία της Εύας Νάθενα και σε σενάριο της Κατερίνας Μπέη. Η «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, γραμμένη στην καθαρεύουσα, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1903, ενώ η πλοκή εκτυλίσσεται στην πατρίδα του συγγραφέα, τη Σκιάθο. Πρωταγωνίστρια της ιστορίας είναι η Χαδούλα Φραγκογιαννού, μια ηλικιωμένη χήρα βασανισμένη από την πρώτη μέρα της ζωής της, γιατί ήταν γυναίκα. Βέβαια, η πλοκή της ταινίας διαφοροποιείται εν μέρει σε ορισμένα σημεία από αυτή του βιβλίου, ιδίως το τέλος της.

Αρχικώς, η ζωή της Χαδούλα Φραγκογιαννού τής δίδαξε ότι οι γυναίκες είναι γεννημένες για να βασανίζονται και να υπηρετούν τους άντρες τους, αλλά και να υπακούουν στις επιθυμίες τους, ενώ θεωρούσε ότι η γέννηση θηλυκών ήταν τεράστια αποτυχία για μια οικογένεια, ιδίως ενδεή. Η Χαδούλα, όντως η μαία του χωριού, παρατηρούσε ότι όλες οι νεαρές γυναίκες γεννούσαν θηλυκά, γεγονός που δυσαρεστούσε τους πατέρες. Ωστόσο, δεν άργησε να γεννηθεί, το παιδί μιας από τις τρεις κόρες της, το οποίο συνειδητοποίησε ότι ήταν κορίτσι. Περιττό να σημειωθεί ότι δεν υπήρχαν στις αρχές του 20ου αιώνα τα μέσα, τα οποία αποδείκνυαν το φύλο του εμβρύου κατά τη διάρκεια του γυναικολογικού ελέγχου την δέκατη πέμπτη εβδομάδα-ούτε καν ο γυναικολογικός έλεγχος, με αποτέλεσμα οι γονείς να μην ήξεραν μέχρι και τον τοκετό το φύλο του παιδιού. Ένα βράδυ, καθώς ξενυχτούσε δίπλα στην άρρωστη εγγονή της, άρχισαν να ξεπηδούν αναμνήσεις από την παιδική της ηλικία. Με αλλεπάλληλες αναδρομές στο παρελθόν της Χαδούλας –καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας- γίνεται αντιληπτή η βία και ο εκφοβισμός που ασκούνταν από τη μητέρα της, η οποία της υποδείκνυε με βάναυσο τρόπο πώς να είναι σεμνή, ταπεινή απέναντι στα πεθερικά και τον μελλοντικό της άντρα, καθώς επίσης μια καλή νοικοκυρά, ώστε να είναι σε θέση να ανταπεξέλθει στις οικιακές εργασίες. Φτάνει στο σημείο να σκοτώσει την δεύτερη εγγονή της, αλλά δεν διέπραξε ακόμη τον φόνο -παρότι στο βιβλίο είναι το πρώτο θύμα. Ακολουθεί ο φόνος ενός νεογνού, το οποίο δεν το ήθελε ο πατέρας του. Η Χαδούλα άρχισε σταδιακά να πιστεύει ότι η μοίρα την είχε επιλέξει για να σκοτώσει τα μικρά κορίτσια.

Εν τούτοις, η Φραγκογιαννού, βλέποντας, δυο κορίτσια να κάθονται στην άκρη ενός πηγαδιού χωρίς την επίβλεψη του πατέρα τους, καθώς η μητέρα τους ήταν άρρωστη και δεν μπορούσε να αναλάβει πλήρως την ανατροφή τους, εξαγριώνεται και με όλη της την δύναμη τα πνίγει μέσα στο πηγάδι. Ύστερα, πλένοντας στη σκάφη, μαζί με την κόρη της τα ρούχα, ακούει τις θορυβώδεις φωνές κάποιων αγοριών και κατόπιν μερικών κοριτσιών, που έπαιζαν. Όταν η κόρη της έφυγε, ένα κοριτσάκι με καλές προθέσεις άρχισε να την ενοχλεί, αλλά παραπάτησε και σκοτώθηκε λόγω της πτώσης στο πηγάδι, πάνω στο οποίο βρισκόταν. Λίγα δευτερόλεπτα πριν, η Χαδούλα προσευχήθηκε στον Θεό να συμβούν τα χειρότερα σε αυτό το κορίτσι. Με τον θάνατο του κοριτσιού, συνειδητοποίησε ότι δεν αμαρτάνει, σκοτώνοντας τα κορίτσια, μιας και πίστευε ότι ο Θεός αντιλήφθηκε τις προθέσεις της.

Ο θάνατος του κοριτσιού αποτέλεσε την αιτία της επέμβασης της χωροφυλακής, η οποία κινητοποιήθηκε, μετά τις αλλεπάλληλες κηδείες νεαρών κοριτσιών στο νησί. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού, στην αρχή, δεν την υποπτεύθηκαν, αλλά ένας μάρτυρας έστρεψε τις έρευνες της χωροφυλακής στην Χαδούλα, η οποία με τη βοήθεια και την ευχή των κορών της δραπέτευσε από το σπίτι, ενώ η φύση έγινε το καταφύγιο της, καθώς προστατεύτηκε από τις καιρικές συνθήκες και τη χωροφυλακή. Ωστόσο, οι σκέψεις των φόνων και αυτές για τη μητέρα της, που την αποκαλεί «φόνισσα», δεν της επιτρέπουν να ηρεμήσει καθόλου. Συνεπώς, ένα βράδυ επιστρέφει στο σπίτι και στραγγαλίζει τη νεογέννητη εγγονή της, αφήνοντας, όμως, λόγω της ξαφνικής άφιξης της κόρης της στο σπίτι, τη μαγκούρα της. Έτσι, όταν η κόρη της και μητέρα της εγγονής της αντιλαμβάνεται ότι το νεογνό πέθανε και ότι η Χαδούλα επισκέφτηκε την οικία τους, εξοργίζεται και στρέφει όλο το χωριό εναντίον της με την κινητοποίηση των κατοίκων με σκοπό να τη βρει και να πάρει εκδίκηση. Παρά ταύτα, οι σκέψεις της Φραγκογιαννούς και η ψευδαίσθηση ότι η μητέρα της είναι δίπλα της οδηγούν στην αυτοκτονία της πρωταγωνίστριας με την πτώση της στη θάλασσα από τα βράχια. Βέβαια, ο Παπαδιαμάντης έδωσε άλλο τέλος στη ζωή της Χαδούλας,  καθώς στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τους χωροφύλακες, αποφάσισε να καταφύγει στο ερμητήριο ενός ασκητή και να του εξομολογηθεί τα αμαρτήματά της. Την στιγμή, όμως, που ξεπερνούσε ένα στενό πέρασμα, η παλίρροια την πρόλαβε και η γερόντισσα πέθανε.

Όπως και στο βιβλίο έτσι και στην ταινία, αναδεικνύεται ένα βασικό πρόβλημα εκείνης της εποχής, το οποίο σχετίζεται με τη θέση της γυναίκας και τις επιπτώσεις που προέκυψαν σε βάθος χρόνου από την υποβάθμιση της θέσης των γυναικών. Το στοιχείο αυτό διακρίνεται σε αρκετά σημεία κατά τη διάρκεια της ταινίας. Κατ’ αρχάς, όλες οι γυναίκες ανεξαρτήτου ηλικίας είχαν τα μαλλιά τους πλεξούδες, οι οποίες υποδηλώνουν ταπεινότητα, σωφροσύνη, υπακοή και αρτιότητα, όπως ακριβώς έπρεπε να συμπεριφέρονται οι γυναίκες στις αρχές του 20ου αιώνα. Επίσης, τα πρόσωπα όλων των γυναικών –χαρακτηριστική είναι η έκφραση των γυναικείων προσώπων σε έναν γάμο: θλιμμένες, με κατεβασμένο το κεφάλι για να μην φαίνονται οι μελανιές από τα χτυπήματα των ανδρών- αποδεικνύουν τη βιαιότητα που δέχονταν από τους συζύγους τους. Καλός άνδρας θεωρούνταν εκείνος που χτυπούσε τη γυναίκα του λιγότερο. Επιπλέον, τα αγόρια και τα κορίτσια συνήθιζαν να παίζουν ξεχωριστά. Αξιοσημείωτος ήταν ο θεσμός της προίκας, δηλαδή η καταβολή ορισμένων αντικειμένων αξίας της νύφης, τα οποία με τον γάμο μεταβιβάζονταν στον γαμπρό. Συνεπώς, η γυναίκα υποβιβάζεται, αφού θεωρείται ανίκανη από τον νόμο να διατηρήσει την προίκα της.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το πιο σημαντικό ήταν η δυσαρέσκεια των φτωχών οικογενειών στη θέα της γέννας ενός κοριτσιού. Αυτό δε συνέβη στην περίπτωση της οικογένειας των δύο νεαρών κοριτσιών, τα οποία δολοφονήθηκαν από τη γερόντισσα, καθώς οι γονείς τους δεν είχαν υιοθετήσει τις επιταγές της εποχής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό φανερώνει τον προορισμό της γυναίκας για νοικοκυρά, εκμηδενίζοντας τη συμβολή της στο κοινωνικό σύνολο, αφού οι γυναίκες δεν μπορούσαν να εργαστούν και συνεπώς να ενισχύσουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Με άλλα λόγια, οι γυναίκες είχαν μετατραπεί σε κινητά αντικείμενα, τα οποία ελέγχονταν πλήρως από τους άνδρες. Βέβαια, οι γυναίκες ήταν αδύναμες να επιβληθούν στους άνδρες τους, λόγω του φόβου του ξυλοδαρμού. Κατά συνέπεια, η μητέρα της Φραγκογιαννούς, Δελχαρώ, έμαθε τη Χαδούλα να επιβιώνει σε αυτό τον κόσμο, στα «βασανιστήρια» της ζωής και κατ’ επέκταση ο χαρακτήρας της Χαδούλας έγινε σκληροτράχηλος. Επειδή ήταν χήρα, η Χαδούλα έπρεπε να σκληραγωγηθεί προκειμένου να διατηρεί περιποιημένο το φτωχικό της. Η αγωγή, την οποία έλαβε, ήταν τέτοια, ώστε να θεωρήσει ότι καμιά άλλη γυναίκα δεν θα καταφέρει να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της εποχής. Οι φόνοι αποτέλεσαν τη λύτρωση, την απελευθέρωση των κοριτσιών από τη ζωή-φυλακή. Ανέλαβε τον ρόλο αυτό, καθώς πίστευε πως είναι θεόσταλτος, αν και οι ερινύες και το χρόνιο τραύμα της έγιναν η μόνιμη συντροφιά της. Για αυτό το λόγο, δικαιολογούνται εν μέρει τα κίνητρά της τόσο στην ταινία όσο και στο βιβλίο, δεδομένου ότι η τραγική ηρωίδα δεν αντιμετωπίζεται ως μια στυγνή δολοφόνος, αλλά ως μια γυναίκα, η οποία υποφέρει ψυχολογικά και για αυτό ευθύνεται η κοινωνία και όχι η ίδια, οπότε δεν κρίνονται οι πράξεις από τον νόμο αλλά από την ίδια –στην ταινία- και από τη φύση –στο βιβλίο-.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί κανείς στην κυριαρχία του θρησκευτικού στοιχείου. Η πίστη της Χαδούλας στο πεπρωμένο και στον Θεό ενέτεινε τη βούλησή της περί «απελευθέρωσης» των νέων κοριτσιών από την σκληρή -απέναντι στις γυναίκες- κοινωνία της εποχής. Ακόμη, η αναγκαιότητα προφύλαξης των νεογνών μέχρι να συμπληρώσουν σαράντα ημέρες ζωής δεσπόζει στην ταινία, ενώ θεωρείται αμαρτία να πεθαίνει κανείς αβάπτιστος, δείγμα έλλειψης παιδείας και επικράτησης μεσαιωνικών αντιλήψεων. Γι’ αυτό και η Χαδούλα βαπτίζει το πρώτο της θύμα, κατόπιν συνεννόησης με τον πατέρα.

Εν κατακλείδι, η «Φόνισσα» αναδεικνύει το διαγενεακό τραύμα των γυναικών, οι οποίες ακόμη και σήμερα υφίστανται διακρίσεις σε σχέση με τους άνδρες, λόγω των καταλοίπων εκείνης της εποχής. Η πατριαρχική κοινωνία του 19ου και 20ου αιώνα έχει δημιουργήσει τεράστιο πλήγμα στην ψυχολογία των γυναικών της εποχής εκείνης. Αυτός ήταν ο σκοπός του συγγραφέα και κατ’ επέκταση και της σκηνοθέτιδας, κατά τη γνώμη μου, δηλαδή η ανάδειξη αυτής της κοινωνικής παθογένειας με σκοπό τον προβληματισμό των αναγνωστών και των θεατών αντίστοιχα. Τέτοιες αφορμές πρέπει να δίνονται για τον προβληματισμό των νέων πάνω σε τέτοια θέματα, τα οποία, δυστυχώς, εξακολουθούν να μαστίζουν τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης