Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην Ελλάδα

του  Νικόλαου  Μπάρλα 

 

Στις μέρες μας γίνεται αντιληπτή η ενεργειακή κρίση, η οποία μαστίζει χώρες όπως η Ελλάδα, οι οποίες βασίζονται στην παροχή μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, λόγω της έλλειψης μη ανανεώσιμων ενεργειακών πόρων. Η ελληνική Πολιτεία και όχι μόνο επιζητά τρόπους άμβλυνσης της ενεργειακής κρίσης. Ωστόσο οι ειδικοί επιμένουν πως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας παρουσιάζουν ένα θετικό αντίκτυπο στο περιβάλλον. Θα μπορούσαμε να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας σχετικά με το ζήτημα της εύρεσης των πηγών αυτών καθώς επίσης την ωφελιμότητα τους για την Ελλάδα.

 

Καταρχάς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ονομάζονται οι φιλικές προς το περιβάλλον μορφές εκμετάλλευσης ενέργειας που προέρχονται από διάφορες φυσικές διαδικασίες, όπως λόγου χάρη ο άνεμος, η γεωθερμία, η βιομάζα. ο ήλιος για τις οποίες δεν απαιτείται κάποια ενεργητική παρέμβαση. Η αξιοποίησή τους κρίνεται αναγκαία, καθώς η εύρεση των μη ανανεώσιμων πόρων είναι περιορισμένη και αποτελεί μέσο μείωσης των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα.

 

Μία από τις κυριότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην Ελλάδα αποτελεί η αιολική ενέργεια, η οποία είναι αυτή που περικλείει ο άνεμος και μπορεί να αξιοποιηθεί μέσω των ανεμογεννητριών, οι οποίες τη μετατρέπουν σε ηλεκτρική, τροφοδοτώντας το ηλεκτρικό δίκτυο με τη δημιουργία συγκροτημάτων, γνωστά ως αιολικά πάρκα και μέσω των ανεμοκινητήρων, οι οποίοι τη μετατρέπουν σε μηχανική ενέργεια, απαραίτητη για τη λειτουργία αντλιών ύδρευσης και άρδευσης. Το πρώτο αιολικό πάρκο δημιουργήθηκε στην Κύθνο το 1982 και ακολούθησαν πολλά νησιά του Αιγαίου όπως η Κρήτη, η Εύβοια, η Λέσβος και η Χίος. Στη Βόρεια Ευρώπη κατασκευάζονται αιολικά πάρκα στη θάλασσα σε περιοχές με ισχυρούς ανέμους. Συνεπώς το μέλλον της αιολικής ενέργειας φαίνεται να βρίσκεται στα θαλάσσια αιολικά πάρκα.

 

Επιπλέον η γεωθερμική ενέργεια καθιστά ένα είδος πηγής ενέργειας, η οποία πηγάζει από το εσωτερικό της γης και μεταφέρεται στην επιφάνεια με θερμική επαγωγή καθώς επίσης με την είσοδο λειωμένου μάγματος στο φλοιό της γης από τα βαθύτερα στρώματά της.  Η γεωθερμική ενέργεια συμβάλλει στην παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και θέρμανσης κτιρίων. Παρόλα αυτά, ενδείκνυται να χρησιμοποιηθεί για την ηλεκτροπαραγωγή μόνο στα ηφαιστειογενή νησιά  του Αιγαίου, όπως η Μήλος, η Κίμωλος, η Σαντορίνη  και η Νίσυρος, καθώς στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας παρατηρείται χαμηλό δυναμικό ηλεκτροπαραγωγής.

 

Επιπροσθέτως ένας άλλος φυσικός πόρος είναι η υδροηλεκτρική ενέργεια προερχόμενη από σταθμούς παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας, παλίρροιες και θαλάσσια κύματα, όπου η παρεχόμενη δυναμική ενέργεια από την πτώση του νερού των ποταμών οδηγεί στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Τα υδροηλεκτρικά έργα έχουν αναπτυχθεί  σε μεγάλο βαθμό σε περιοχές υψηλού δυναμικού, μολονότι το μεγαλύτερο τμήμα υδροηλεκτρικού δυναμικού της Ελλάδας παραμένει αναξιοποίητο.

 

Έναν ακόμη φυσικό πόρο συνιστά η βιομάζα, η οποία είναι η ύλη που έχει οργανική προέλευση. Αποτελεί μία δεσμευμένη και αποθηκευμένη μορφή  ηλιακής ενέργειας, απόρροια της διαδικασίας της φωτοσύνθεσης των φυτικών οργανισμών. Μολονότι το σύνολο της διαθέσιμης βιομάζας στη χώρα μας συνίσταται από 7.500.000 τόνους υπολειμμάτων γεωργικών καλλιεργειών, το μεγαλύτερο τμήμα της παραμένει αναξιοποίητο. Η βιομάζα συμβάλλει στην κάλυψη αναγκών θέρμανσης και ηλεκτρισμού σε βιομηχανίες, την τηλεθέρμανση κατοικημένων περιοχών, με μοναδικό παράδειγμα τη Νυμφασία Αρκαδίας, όπου η μονάδα τηλεθέρμανσης καλύπτει 80 κατοίκους σε 600 τετραγωνικά μέτρα και την παραγωγή υγρών καυσίμων όπως βιοαέριο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο σε μηχανές για την παραγωγή θερμότητας και ηλεκτρισμού.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ηλιακή ενέργεια είναι η δημοφιλέστερη πηγή ενέργειας. Η Ελλάδα είναι δεύτερη στην αναλογία ηλιακών θερμοσιφώνων ανά κάτοικο κατόπιν της Γερμανίας, αν αντιληφθεί κανείς ότι είναι  η χώρα με το μεγαλύτερο διάστημα ηλιοφάνειας πανευρωπαϊκά.  Παρά ταύτα, η ηλιακή ενέργεια δεν αξιοποιείται ως μέσο παραγωγής άμεσης ηλεκτρικής ενέργειας, διότι εξυπηρετεί απομονωμένες χρήσεις σε περιοχές ανυπαρξίας δικτύου της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού .

 

Εν τούτοις οι ανανεώσιμες πηγές ωφελούν την Ελλάδα. Παρά τη μικρή απόδοση τους, το μεγάλο κόστος εγκατάστασης και τη δυσκολία στη μεταφορά κατέχουν πολυάριθμα οφέλη, αν ληφθεί υπόψη ότι είναι ανεξάντλητες με αξιοσέβαστη συμβολή στη μείωση της εξάρτησης από μη ανανεώσιμους πόρους, όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας. Δρουν ευεργετικά προς το περιβάλλον, συνεισφέρουν στην ενεργειακή ανεξαρτησία , ενώ οι επενδύσεις σε αυτές οδηγούν στην εύρεση θέσεων εργασίας.

Τέλος αξίζει να αναφερθεί η ροπή στην παραγωγή «πράσινου υδρογόνου»,  στόχος αρκετών κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επίτευξη μηδενικών ρύπων ως το 2050. Παρότι το υδρογόνο βρίσκεται σε αφθονία, αφού αποτελεί το 75% της μάζας του σύμπαντος, συναντάται μόνο σε ενώσεις. Για αρκετά χρόνια παρέμενε μία δαπανηρή λύση, αφού το σπάσιμο των ενώσεων  με ηλεκτρολύτες και η αποθήκευση σε κυψέλες καυσίμου προϋποθέτει υψηλό κόστος παραγωγής, ως αποτέλεσμα της περιορισμένης χρήσης του τους τομείς διάλυσης. Στόχος, λοιπόν, είναι η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και ο καταλύτης για αυτό είναι το παρεχόμενο υδρογόνο από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για την παραγωγή ηλεκτρισμού.

 

Εν κατακλείδι, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ευεργετούν το περιβάλλον και αποτελούν μέσο ανεξαρτητοποίησης. Η πολιτεία οφείλει να ενισχύσει την οικονομία αξιοποιώντας τους φυσικούς ενεργειακούς πόρους,  ούτως ώστε να επέλθει οικονομική ανάπτυξη.  Η  νέα γενιά έχει την υποχρέωση να θεμελιώσει τους φυσικούς πόρους τους πυλώνες παροχής ενέργειας, διότι υπάρχουν τα εφόδια και δεν αξιοποιούνται  κατάλληλα.

                                                                                                                                                         

                                                                 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης