Για τους ήρωες, την πλοκή, τον χώρο και τον χρόνο γράφει η Αθηνά Μανατάκη:
Ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας είναι ο Τάσος, ένα νεαρό αγόρι που διανύει τα τελευταία χρόνια του δημοτικού και διηγείται αποσπάσματα της ζωής και της καθημερινότητάς του μέσα από τη μοναδική παιδική και αθώα ματιά του. Ο ήρωας κάνει αναφορά σε στιγμές ανάλαφρες και χωρίς ιδιαίτερο βάθος, όπως για παράδειγμα το καθημερινό παιχνίδι με τους φίλους του και τις όμορφες στιγμές που περνάει με την οικογένειά του, αλλά και σε γεγονότα πιο σκοτεινά όπως το διαζύγιο των γονιών του, την ενδοοικογενειακή βία όπως αυτή φαίνεται ή υποννοείται στο βιβλίο σε διάφορες περιπτώσεις αλλά και τις τρομακτικές εώς και μεταφυσικές αφηγήσεις της γιαγιάς του οι οποίες όπως αποδεικνύεται εν τέλει βασίζονται σε γεγονότα πραγματικά που μάλιστα βίωσε η ίδια. Ως σκελετό της αφήγησης θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τις εμπειρίες της γιαγιάς του και τον φόνο των παιδιών της από τον άντρα της, αφού ο αφηγητής επανέρχεται συχνά σε αυτά μέχρι και την τελική αποκάλυψη στις τελευταίες σελίδες. Ωστόσο, τα κεφάλαια του βιβλίου, τα οποία έχουν μια σχετική αυτοτέλεια, αφορούν πολλές άλλες πτυχές της ζωής του Τάσου. Έτσι, στην ιστορία συμμετέχουν και πολυάριθμα πρόσωπα, παίζοντας καθοριστικό ρόλο όπως οι γονείς του Τάσου, η γιαγιά του, οι θείοι του, οι φίλοι του, οι γείτονές του, η αδερφή του, ακόμη και τα πρόσωπα που εμφανίζονται συστηματικά στις διηγήσεις της γιαγιάς, όπως η Λένκω (που βέβαια ταυτίζεται με το πρόσωπο της γιαγιάς όπως μαθαίνουμε) και η Φανή.
Μέσα από την αφήγηση και από διάφορα στοιχεία των περιγραφών και της ίδιας της ιστορίας, φαίνεται πως ο Τάσος με την οικογένειά του ζουν σε μια επαρχιακή πόλη, ή τουλάχιστον σε περίοδο που η αστική ανάπτυξη δεν ήταν τόσο εμφανής και έντονη. Στο βιβλίο, υπάρχουν σκηνές όπου τα παιδιά παίζουν ακόμη στον δρόμο όλα μαζί τα απογεύματα και γενικά φαίνεται να υπάρχει οικειότητα και γνωριμίες μεταξύ γειτόνων που είναι στοιχεία μιας πιο λαϊκής κοινωνίας και όχι αυτής μιας μεγάλης πόλης. Αναφορικά με την χρονική περίοδο στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα, υπάρχουν μερικοί δείκτες που θα βοηθούσαν στον προσδιορισμό της. Οι αναφορές στο ότι τα παιδιά παίζουν ακόμη μαζεμένα στους δρόμους και στα πάρκα και πηγαίνουν σχολείο τα απογεύματα ορισμένες μέρες, αποτελούν στοιχείο που υποδηλώνει πως οι διηγήσεις διαδραματίζονται σε παλαιότερη περίοδο. Βέβαια, δεν θα έλεγε κανείς πως σε σχέση με πρόσφατα χρόνια φαίνεται να διαφέρουν και πολλά πέρα από αυτές τις μικρές αλλαγές. Επομένως, πιθανότατα η αφήγηση λαμβάνει χώρα σε μια μεταβατική περίοδο για την κοινωνία και πιο συγκεκριμένα -όπως αναφέρεται και από τον συγγραφέα-, γύρω στη δεκαετία του 70’ με δεκαετία του 80’.
Για την αφηγηματική τεχνική γράφει η Ειρήνη Στεφανουδάκη:
Στο εξεταζόμενο λογοτεχνικό έργο, τα δρώμενα παρουσιάζονται με την οπτική γωνία του μικρού Τάσου, που είναι ο πρωταγωνιστής ήρωας και βρίσκεται στην παιδική ηλικία. Αυτή η νεαρή ηλικία του αφηγητή δίνει στο κείμενο ζωντάνια, παραστατικότητα και αμεσότητα, καθώς όλα εξιστορούνται με χιούμορ και παιδική αφέλεια, όπως τα βιώνει και τα προσλαμβάνει ο μικρός Τάσος. Βέβαια, η αφήγηση δεν περιορίζεται σε επιφανειακή εξιστόρηση γεγονότων χωρίς βαθύτερη ουσία, εξαιτίας της νεαρής ηλικίας του αφηγητή. Η ηλικία του δεν αποτελεί εμπόδιο στο να φωτιστούν παράπλευρες πτυχές της ζωής των προσώπων του έργου.
Ειδικότερα, η παιδική ματιά του αφηγητή «ακουμπά» όλα τα δρώμενα γύρω του (στο σπίτι του, στη γειτονιά του, στο σχολείο του, στη χώρα του γενικότερα) με απλότητα και καθαρότητα, ώστε «φωτίζει» καλύτερα τη νοσηρή κατάσταση της ζωής των ενηλίκων, τα ποικίλα προβλήματα που δημιουργούν οι αστοχίες τους με θύματα τα ίδια τα παιδιά τους, τα βάσανα της καθημερινότητας, σε μια αστική γειτονιά φτωχών ανθρώπων. Για παράδειγμα, ο μικρός Τάσος, με την παιδική αφέλειά του διαπιστώνει προβλήματα στον γάμο των γονιών του, που τελικά οδηγούν σε διαζύγιο, ζει υπό την προστασία της αγαπημένης του γιαγιάς, που κι εκείνη είχε βασανισμένη ζωή από τον άνδρα της, ακούει ότι στη γειτονιά τους υπάρχουν γυναίκες που εμπορεύονται το σώμα τους για να ζήσουν, γνωρίζει τη μετανάστευση σε ξένη χώρα μέσα από το παράδειγμα του θείου του, ακούει για την ύπαρξη δράκου – βιαστή στη γειτονιά τους, βιώνει με δραματικό τρόπο την κακοποίηση του συμμαθητή του από τον αυστηρό στρατιωτικό πατέρα του, κ.ά.
Η αυτοτέλεια των κεφαλαίων δε μειώνει τη συνοχή της πλοκής, εφόσον σε κάθε δράση συμμετέχει ενεργά ο μικρός Τάσος, ο αφηγητής. Το κείμενο γίνεται πολύ ενδιαφέρον και η ανάγνωση εξελίσσεται γρήγορα, ακολουθώντας τον παιδικό ενθουσιασμό του Τάσου, με τη ματιά του οποίου αποκαλύπτονται όλα στον αναγνώστη. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο νεαρός αφηγητής παρουσιάζει πολλά διαφορετικά περιστατικά (από τα πιο απλά στα πιο σοβαρά και σύνθετα), έτσι απλά όπως ένα παιδί σκέφτεται και εκφράζεται, ελκύει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και τελικά φανερώνει τον έξυπνο τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας εστιάζει σε κοινωνικά προβλήματα, χωρίς να ακούγεται η δική του φωνή. Όλα τα βλέπει και τα καταγράφει ο Τάσος. Αυτός είναι και ο λόγος που θεωρώ ότι το συγκεκριμένο λογοτεχνικό έργο μπορεί να διαβαστεί άνετα τόσο από εφήβους όσο και από ενήλικες. Η παιδική ματιά δεν είναι ισοπεδωτική και κουραστική, δε στερείται κοινωνικής ευαισθησίας, δεν αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την αποδοχή του έργου από μεγάλους. Αντίθετα, η ζωή των μεγάλων ξεδιπλώνεται τόσο περίτεχνα αλλά και τόσο ανάλαφρα, με τα ωραία και τα δυσάρεστα που έχει, μέσα από την αφήγηση του Τάσου!
Σίγουρα, διαβάζοντας ο αναγνώστης το τελευταίο κεφάλαιο, καταλαβαίνει πώς όλα τα προηγούμενα ενοποιούνται υπό τον τίτλο «Τα πρωτοβρόχια», αφού η ζωή του μικρού αφηγητή έχει τέτοια ομοιότητα με το φυσικό φαινόμενο του φθινοπώρου. Καθοριστικό πρόσωπο της ηρεμίας και της χαράς του είναι η αγαπημένη του γιαγιά, με την υπομονή, τα νόστιμα φαγητά της, τις συμβουλές της, την προσευχή της και τα παραμύθια της. Η χαρά του, σαν τον καλοκαιρινό ουρανό, σκιάζεται συχνά από τα πρωτοβρόχια, τις δυσκολίες και τα προβλήματα της οικογένειας και της ευρύτερης κοινωνικής πραγματικότητας. Αξίζει να τονίσουμε ότι το έργο αρχίζει με τον θάνατο του κόκορα της οικογένειας και τελειώνει με πολλαπλές απώλειες (θάνατο γιαγιάς, μετακόμιση Ασημίνας, διαζύγιο γονέων του, κ.λπ.). Άρα, τα «πρωτοβρόχια» είχαν μπει για τα καλά στη ζωή του μικρού Τάσου!
Για κοινωνικές όψεις στο έργο ας ακούσουμε τη Μαρκέλλα Ζαμπετάκη:
Για κοινωνικές όψεις στο έργο γράφει και η Μαρία Κωνσταντίνα Στραβοπόδη
Παρότι το λογοτεχνικό αυτό το έργο είναι γενικώς γραμμένο απλά, δεν παραμένει σε ένα απλό και επιφανειακό επίπεδο αφήγησης. Μέσα από διάφορες σκηνές αναδεικνύονται όψεις κοινωνικής διαστρωμάτωσης, κοινωνικών σχέσεων κοινωνικών στερεοτύπων. Αρχικά, παρουσιάζεται η διαφορά ανάμεσα στην κοινωνική τάξη του θείου Ανέστη, ο οποίος ζει και εργάζεται στην Γερμανία, σε αντίθεση με την οικογένεια του Τάσου η οποία ίσα-ίσα τα βγάζει πέρα στην Ελλάδα (Κεφάλαιο: Το γράμμα). Αντίστοιχα, αντιλαμβανόμαστε και τη στενή σχέση των ανθρώπων εκείνης της εποχής με τη θρησκεία μέσα από την προσευχή (Κεφάλαιο: Η προσευχή), το πανηγύρι για την γιορτή ενός Αγίου (Κεφάλαιο: Το πανηγύρι) και την εξομολόγηση (Κεφάλαιο: Η εξομολόγηση). Τέλος σε πολλές σκηνές αναδεικνύονται και τα κοινωνικά στερεότυπα που επικρατούσαν εκείνα τα χρόνια και αφορούσαν κυρίως το φύλο. Παραδείγματος χάριν, ο Τάσος παραξενεύεται όταν μαθαίνει ότι η Ασημίνα ξέρει να παίζει πολύ καλά ποδόσφαιρο, καθώς οι γυναίκες θεωρούνταν νοικοκυρές και δύσκολα εργάζονταν, ενώ οι άντρες ήταν για τις εργασίες τόσο εντός του σπιτιού όσο και εκτός αυτού (Κεφάλαιο: Τα κάλαντα). Ακόμη παρουσιάζεται έντονη ενδοοικογενειακή βία από τους άντρες προς τις γυναίκες και προς τα παιδιά τους (Κεφάλαια: Ο Ζορό & Το πανηγύρι).
Για τη σκηνή με τα κεφτεδάκια ο Στράτος Κισσαμιτάκης γράφει:
Η σκηνή που με έκανε να γελάσω και να ταυτιστώ με αυτήν είναι εκείνη στην σελ78 με τον καβγά ανάμεσα στην γειτόνισσα και την μαμά του Τάσου. Μου φάνηκε αρκετά αστεία καθώς στο χωριό μου τουλάχιστον όλες οι νοικοκυρές σχολιάζουν άλλες νοικοκυρές, σε διάφορους τομείς, αλλά καμία από αυτές δεν τολμά να φανερώσει την άποψή της στην άλλη. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή έχουν κάποια ευγένεια μέσα τους είτε επειδή ίσως να είναι και χειρότερες. Τέλος αυτή η σκηνή με έκανε να φανταστώ τις γειτόνισσες μου να μαλώνουν για τα νοικοκυριά τους.
Για τη σκηνή με το αλάτι γράφει ο Μανώλης Ηλιάκης:
Φυσικά η σκηνή που με ταρακούνησε και με έκανε να αλλάξω πεποιθήσεις ήταν εκείνη που ο πατέρας του Τάσου φώναζε στη γυναίκα του στο πικνίκ επειδή είχε ξεχάσει το αλάτι. Τότε η μητέρα του έβαλε τα κλάματα και πήγε στο αμάξι, ενώ η αδελφή του η Μάγδα χάθηκε ψάχνοντας για το αλάτι από τους αλυκές που ήταν κοντά. Αρχικά, με ακούμπησε το ότι ο τρόπος που μιλάει και εκφράζεται ένας άνθρωπος μπορεί να επηρεάσει τόσο πολύ τη διάθεση και τη ψυχική ευεξία ενός ανθρώπου που τον αγαπάει. Συνειδητοποίησα ότι οφείλουμε να μάθουμε να αγαπάμε αυτά που έχουμε και να είμαστε ευγνώμονες για αυτά που έχουμε και μας προσφέρουν. Στη σκηνή που ξεχώρισα η μητέρα έχει ξυπνήσει από τα χαράματα για να ευχαριστήσει τα παιδιά, τον σύζυγο, τους φίλους και η αντίδραση του πατέρα να φωνάζει εξαγριωμένος είναι αποκρουστική. Κατά τη γνώμη μου οφείλουμε ένα ευχαριστώ όχι από ευγένεια ούτε από υποχρέωση, αλλά από αγάπη, γιατί όταν ο άλλος σου δίνει αγάπη και εσύ την πετάς, γίνεσαι αχάριστος και αποδεικνύεσαι εγωιστής.
Θέλω να υπογραμμίσω πως σαν παιδί νιώθω πως είναι καθήκον μου να παρατηρώ αυτούς που πραγματικά νοιάζονται και να επιβραβεύω τους ανθρώπους που είναι στη ζωή μου. Φυσικα έχω υπάρξει και στις δυο θέσεις. Και στις δυο περιπτώσεις είχα την καθαρή βούληση να υπερασπιστώ την αξιοπρέπεια μου και αντίστοιχα να χαμηλώσω τον εγωισμό μου και να αντιληφθώ την προσπάθεια του άλλου.
Επιπρόσθετα, μου έκανε εντύπωση η αντίδραση της Μάγδας και η αγνή ψυχή ενός παιδιού που θέλει να βοηθήσει, δεν κατακρίνει ούτε νευριάζει και προσπαθεί να ευχαριστήσει το πατέρα της και την μητέρα της ,γιατί ένα παιδί θέλει μόνο χαρά και χαμόγελα…