Τα Πρωτοβρόχια-Δημιουργική Γραφή: Ιστορίες ενηλικίωσης

“Καλύτερα να ήμουν αγόρι”

Σήμερα θα πάω πάλι στο γήπεδο της γειτονιάς να παίξω μπάλα. Δεν πάω κάθε μέρα γιατί τώρα που μεγάλωσα και πάω στη Β’ Δημοτικού η μαμά λέει ότι πρώτα πρέπει να τελειώνω τα μαθήματά μου και άμα πηγαίνω συνέχεια δε θα προλαβαίνω αυτά που μας βάζει η δασκάλα. Διαφωνώ με τη μαμά. Πρέπει να με αφήνει να παίζω ποδόσφαιρο αφού αυτό θέλω, όχι να κάνω μαθήματα.

Μου λέει επίσης να προσέχω όταν πηγαίνω γιατί πηγαίνω μόνη. Εντάξει, σε αυτό συμφωνώ. Μάλλον θα έχει δει τα μεγάλα αγόρια που έρχονται και παίζουν και αυτά. Μέχρι χτες δεν πίστευα ότι αποτελούσαν και κανέναν τεράστιο κίνδυνο. Σιγά δηλαδή… Γ’ Δημοτικού πηγαίνουν, έναν χρόνο με περνάνε. Τι μπορεί να αλλάξει σε έναν χρόνο; Χτες όμως κατάλαβα γιατί με προειδοποιούσε η μαμά. Γιατί εκεί που έκανα σουτάκια, ένα από αυτά ήρθε προς το μέρος μου. Ήταν ψηλός και χοντρός και λίγο άσχημος για να είμαι ειλικρινής. Κινούταν με αργά βήματα και με φόβισε λίγο, να πω την αλήθεια.

Κοίταξα αμέσως πίσω να το παίξω άνετη μα τότε τον άκουσα να φωνάζει: “Το ποδόσφαιρο δεν είναι για κορίτσια!”. Και καθώς το έλεγε με έφτυσε και λίγο στο μάγουλο. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Βασικά ήξερα, αλλά δεν ήμουν σίγουρα εάν έπρεπε να το πω. Ήθελα να ρωτήσω γιατί (και θα τον έφτυνα κι εγώ λίγο στο μάγουλο έτσι για να μάθει). Αντί για αυτό τον αγνόησα και συνέχισα τη δουλειά μου. Ένα από τα άλλα αγόρια φώναξε “πες τα ρε Δημήτρη”. Αυτό μου έκανε πολύ κακή εντύπωση! Πρώτον γιατί ο φίλος του Δημήτρη είχε πει “ρε” που η μαμά λέει ότι είναι πολύ κακιά λέξη, εκτός κι αν εννοούσε τη νότα που δεν νομίζω. Δεύτερον γιατί είχε συμφωνήσει με τον φίλο του. Μπας και ήξεραν αυτοί κάτι που δεν ήξερα εγώ; Άμα δεν ήταν για κορίτσια το ποδόσφαιρο θα μου το είχε πει η μαμά. Πάντα μου λέει όταν κάτι δεν είναι για ‘μένα. Όλες αυτές οι σκέψεις με ζόριζαν και δε μπορούσα να παίξω μπάλα όμως!

Έτσι πήγα στο σπίτι να ρωτήσω τη μαμά και τον μπαμπά τι εννοούσε εκείνος ο Δημήτρης. Μα όπως έφευγα άκουσα τα αγόρια να γελάνε και να με δείχνουν με το δάχτυλο. Ένιωθα χάλια και μόνη! Όλα αυτά τα μεγάλα αγόρια εναντίον μου. Δεν ήταν δίκαιο αυτό! Ήξερα ότι είχαν άδικο μα και πάλι με πείραζε! Γυρνώντας σπίτι τα είπα όλα στη μαμά. Η μαμά μερικές φορές λέει λέξεις που δεν καταλαβαίνω. Αυτή τη φορά είπε πολλές τέτοιες. Αυτό που κατάλαβα ήταν ότι τα αγόρια αυτά ήταν λίγο χαζά. “Ε καλά αυτό το ήξερα κι εγώ” ήθελα να της πω. Μετά μίλησε για έναν “σεξισμό”, κάπως έτσι τον είπε. Είπε ότι αυτό που είπε ο Δημήτρης ήταν “σεξιστικό”. Εγώ κατάλαβα ότι σεξιστικό σήμαινε λάθος. Αφού λάθος ήταν. Τι σχέση είχε το ότι είμαι κορίτσι με το ότι παίζω μπάλα.

Την επόμενη μέρα ξαναπήγα στο γήπεδο. Ο Δημήτρης ξαναήρθε και μου είπε τις ίδιες σαχλαμάρες. “Αυτό που λες είναι είναι σεξιστικό” του είπα. Μάλλον δεν ήξερε τι σήμαινε. Καλά ούτε εγώ ήξερα ακριβώς, μα δεν είχε και σημασία. Σημασία είχε που έφυγε ο Δημήτρης χωρίς να πει λέξη και πάνω απ’ όλα σημασία είχε που συνέχισα να παίζω ποδόσφαιρο!

Μανατάκη Αθηνά-Αλιγιζάκη Αγγελική

Η Συζήτηση
Η μαμά μόλις με είχε πάρει από τον στίβο. Ήρθε με το καινούριο αμάξι που πήρε την προηγούμενη εβδομάδα. Είναι μαύρο και γυαλιστερό και πολύ πιο καθαρό από το παλιό μας. Με το που την βλέπω να μπαίνει στη θέση του οδηγού μπαίνω και εγώ στις πίσω θέσεις. Έτσι όπως οδηγούσε η μαμά, ξαφνικά σταμάτησε απότομα. Μου είπε ότι δύο αμάξια έχουν τρακάρει δίπλα από την κεντρική πλατεία της πόλης. Μου είπε ότι θα περάσει πολλή ώρα μέχρι να φύγουμε, οπότε άρχισα να κοιτάω έξω από το παράθυρο χαζεύοντας τους περαστικούς. Τότε άκουσα το κινητό της μαμάς να χτυπάει. Δεν έδωσα πολλή σημασία γιατί νόμιζα ότι την πήραν από την δουλειά ως συνήθως. Καθώς παρατηρούσα έναν κύριο με περίεργο καπέλο, ακούω την φωνή του πατέρα μου από το κινητό της μαμάς συνδεδεμένο με τα ηχεία του αμαξιού. Άρχισαν να μιλάνε για κάτι χαρτιά και για κάτι δικηγόρους, οπότε δεν έδωσα σημασία και γύρισα πάλι προς το παράθυρο. Όμως, μετά από λίγο, κατάλαβα ότι είχαν αρχίσει να τσακώνονται. Ξαναγυρνάω προς τη μαμά και παρατηρώ ότι είχε αρχίσει να κλαίει. Δεν μιλάω για να μην την αγχώσω περισσότερο. Ο πατέρας μου ακουγόταν πολύ θυμωμένος. Τώρα που το σκέφτομαι , δεν έχω ακούσει ποτέ τον μπαμπά θυμωμένο και με φοβίζει πολύ αυτό. Ήταν πάντα ήρεμος και ευγενικός. Η μαμά προσπαθούσε να μείνει ήρεμη, αλλά άρχισε γρήγορα να φωνάζει. Μα ο μπαμπάς και η μαμά πάντα μιλούσαν ήρεμα ο ένας στον άλλο, τι έπαθαν τώρα; Η μαμά άρχιζε να βρίζει τον μπαμπά. «Μαλάκα, που πήγες και γκάστρωσες άλλη γυναίκα ενώ ήμασταν μαζί! Δεν ντρέπεσαι ρε ξεφτιλισμένε!». Κοκάλωσα , δεν έχω ξανακούσει τη μαμά να μιλάει έτσι. Και δεν σταμάτησε εκεί. «Ο θεός ξέρει που μπορεί να βρίσκεται αυτό το παιδί». Τότε ένιωσα το στομάχι μου να γίνεται κόμπος. Άρχισα να καταλαβαίνω τι γίνεται και ένιωσα την ανάγκη να κλάψω. Ξεκίνησα να κλαίω με λυγμούς κάνοντας τη μαμά να σταματήσει απότομα τις φωνές και να γυρίσει να με κοιτάξει. Τότε συνειδητοποίησε ότι τα είχα ακούσει όλα. Έκλεισε αμέσως το κινητό. Ξαναξεκίνησαν  και τα αμάξια να προχωράνε. Μόλις βρήκε μια άδεια θέση για πάρκινγκ, πάρκαρε και βγήκε από τη θέση του οδηγού. Ήρθε στα πίσω καθίσματα. Με πήρε μια αγκαλιά προσπαθώντας να με ησυχάσει.

Σκεμπέ Έφη, Σχοινοπλοκάκη Γεωργία, Αντωνία Φουράκη

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης