Ιστορική Ανασκόπηση

Εικόνα1Η πόλη  και η ευρύτερη περιοχή των  Γιαννιτσών κατοικείται από τα τέλη της  7ης – αρχές 6ης  χιλιετίας. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως πολλούς νεολιθικούς οικισμούς, από τους αρχαιότερους της Ευρώπης, χτισμένους σε θέσεις στρατηγικής σημασίας, ανάμεσα στην πεδιάδα και στο Πάϊκο, στα σταυροδρόμια των βασικών οδικών αξόνων των Βαλκανίων. Από την εποχή του Χαλκού έως τα υστεροβυζαντινά χρόνια η ζωή στους οικισμούς είναι συνεχής. Στα χρόνια του Μακεδονικού κράτους η σημαντικότερη κώμη της Πέλλας ήταν ο οικισμός του Αρχοντικού. Ο οικισμός, στην περιοχή «Παλαιά Αγορά», βόρεια της Εγνατίας από τα στρώματα κατοίκησης φαίνεται ότι είχε συνεχή κατοίκηση όλα αυτά τα χρόνια και πιθανότατα ο βυζαντινός οικισμός ονομαζόταν «Βαρδάρι». Η πρώτη αναφορά σ’ αυτόν γίνεται από τον Εβλιγιά Τσελεμπή, περιηγητή του 17ου αιώνα, που πέρασε από τα Γιαννιτσά γύρω στο 1650. Αυτός θεωρεί ιδρυτές της πόλης δύο μυθικούς βασιλιάδες τον Bikari  και τον Virbene, το όνομα του δεύτερου μάλιστα σχετίζεται με την ονομασία των Γενιτσών «Κοιλάδα του Verebiye» που ασφαλώς είναι φθαρμένη γραφή της λέξης Virbene. Ο κάθε βασιλιάς κατασκεύασε ένα κάστρο, το οποίο μεταβιβάστηκε σε πολλούς βασιλιάδες μέχρι το 764 της Εγύρας (1362 – 63), όταν η πόλη κατελήφθη από τον Γαζή Αχμέτ Εβρενός Μπέη και οι Τούρκοι γκρέμισαν τα κάστρα, για να μην τα διεκδικήσουν οι Ρωμιοί. Αυτή η χρονολογία κατάληψης αμφισβητείται, ενώ πιθανολογείται ότι η πόλη καταλήφθηκε γύρω στο το 1385, στην άποψη αυτή συνηγορεί το λουτρό του Εβρενός, που είναι το παλαιότερο μνημείο της πόλης και τοποθετείται χρονικά ανάμεσα στο 1380 – 1390. Τα Γιαννιτσά ως πόλη αναφέρονται για πρώτη φορά το 1430 από τον ιστορικό, Ιωάννη Αναγνώστη που μας δίνει την πληροφορία πως, όταν κατακτήθηκε η Θεσ/νίκη από τους Τούρκους , επειδή είχε ερημώσει, ο Σουλτάνος Μουράτ ο Β, μετέφερε χίλιες οικογένειες από τα Γιαννιτσά. Η ιστορία λοιπόν των Γιαννιτσών, ως ενιαία πόλη, ξεκινά με την Τουρκοκρατία και πολλοί αποδίδουν το όνομα της στους Τούρκους, Yenijesi  Vardar   ή  Vardar Yenijesi, έτσι είναι καταχωρημένη στο αυτοκρατορικό κτηματολόγιο. Στα τουρκικά, η λέξη  yeni σημαίνει νέος – καινούργιος και η κατάληξη (-ce) τόπος, άρα το Γενιτζέ Βαρδάρ ήταν ο νέα πόλη του Γαζή Εβρενός, έδρα ζεαμετίου, που ανήκε στο σαντζάκι της  Θεσ/νίκης, στο εγιαλέτι της Ρούμελης.

          Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας υπήρξε σημαντικό στρατιωτικό και καλλιτεχνικό  κέντρο των Οθωμανών, αφού  ήταν η κατ’ εξοχήν πόλη των Γαζήδων (ghazis- πολεμιστής της Πίστης), που ακολούθησαν τον Γαζή Εβρενός στην κατάκτηση της Μακεδονίας και της Θράκης. Αργότερα για τους φανατικούς Γιουρούκους  ήταν ιερή πόλη γιατί σ’ αυτήν θάφτηκε ο μεγάλος Πολέμαρχος Γαζή Εβρενός σε μεγαλοπρεπές Μαυσωλείο και ο σεβαστός τους Σεΐχης Ιλαχή. Λόγω της στρατηγικής της θέσης, ανάμεσα στο βουνό Πάϊκο, στη λίμνη των Γιαννιτσών και στο δρόμο Θεσ/νίκης - Μοναστηρίου, οι Τούρκοι διατηρούσαν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις. Οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες, εντοπίζοντας το στρατηγικό χαρακτήρα της περιοχής, μετά την αποτυχημένη εξέγερση του Ίλιντεν το 1903, έστειλαν ένοπλα σώματα και έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τα κυριότερα περάσματά της. Την ίδια επισήμανση έκανε έγκαιρα και το Γενικό Προξενείο της Θεσ/νίκης, του οποίου επικεφαλής ήταν ο Λάμπρος Κορομηλάς. Από το φθινόπωρο του 1904 ο Μακεδονικός αγώνας μεταφέρθηκε σταδιακά στη λίμνη. Πολλοί Γιαννιτσώτεςεντάχτηκαν στα ελληνικά αντάρτικα σώματα και πολέμησαν ή προσέφεραν τις υπηρεσίες τους ως οδηγοί, μεταφορείς και πράκτορες των καπεταναίων της λίμνης.  Πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε ο Γκόνος Γιώτας, «το στοιχειό της λίμνης», που παρέμεινε στο βάλτο από το 1904 – 1908 ως συνδετικός κρίκος όλων των αρχηγών και οδηγός των επικίνδυνων περασμάτων. Η πόλη απελευθερώθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1912, από τον ελληνικό στρατό. Η μάχη των Γιαννιτσών ήταν η σπουδαιότερη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου και άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Θεσ/νίκης. Ήταν μια μάχη φονικότατη και για τις δύο πλευρές. Όταν ο ελληνικός στρατός με επικεφαλής το βασιλιά Κων/νο προήλασε στην πόλη, οι τουρκικές συνοικίες παραδόθηκαν στις φλόγες, γι’ αυτό διασώθηκαν λίγα τουρκικά μνημεία.

          Από το 1914 η πόλη άρχισε να δέχεται πρόσφυγες, με πρώτους αυτούς από τη Στράντζα και τη Μάδυτο, που αποδεκατίζονταν από την ελονοσία. Εξαιτίας της ελονοσίας και της επιτακτικής ανάγκης αποκατάστασης των προσφύγων αποφασίστηκε η αποξήρανση της λίμνης, που ανέλαβε να πραγματοποιήσει η αμερικανική εταιρεία «Foundation Company», ύστερα από την υπογραφή Συμφωνίας με το ελληνικό κράτος το 1927. Τα έργα ξεκίνησαν το  1928  και το 1936 μοιράστηκαν σε ακτήμονες 288.750 στρέμματα εύφορης γης. Κλήρους πήραν και οι 6.854 αγροτικές, προσφυγικές οικογένειες. Η αποξήρανση της λίμνης σηματοδότησε την οικονομία της περιοχής, η οποία παρέμεινε αγροτική ( κύριες καλλιέργειες δημητριακά, καπνά και βαμβάκι).

          Η συμμετοχή της πόλης στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ήταν ουσιαστική. Πάνω από 400 εθελοντές αντάρτες κατατάχτηκαν στον ΕΛΑΣ και συμμετείχαν στην Αντίσταση κατά των Γερμανών, ενώ περίπου 200 Γιαννιτσώτες σκοτώθηκαν. Το μεγαλύτερο «φόρο αίματος» τον έδωσε η πόλη, στις 14 Σεπτεμβρίου 1944, λίγο πριν την απελευθέρωση. Οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους (ταγματασφαλίτες), με την επιστασία του Γερμανού φρούραρχου Σούμπερτ εκτέλεσαν περίπου 114 πολίτες.  Ανάμεσα στους νεκρούς ο Δήμαρχος, Θωμάς Μαγκριώτης, πολλοί Δημοτικοί Σύμβουλοι και δημοτικοί υπάλληλοι, οι αδελφοί Παπαϊωάννου και Παπαδοπούλου.

          Στα μεταπολεμικά χρόνια, αν και η μετανάστευση ήταν μεγάλη, η πόλη αυξήθηκε πληθυσμιακά, διατηρώντας πάντα τον αγροτικό χαρακτήρα της. Σήμερα είναι μια σύγχρονη πόλη, η μεγαλύτερη του Νομού Πέλλας.

Ευθύμης Σ.

Πηγή:Γιαννιτσά_Ιστορικό φωτογραφικό Λεύκωμα Δήμου Γιαννιτσών-Ελένη Μαυροκεφαλίδου

Σχολιάστε

Top