Επαγγέλματα χθες και σήμερα

Ολόκληρη η περιοχή ήταν, στο κέντρο της οικονομικής δραστηριότητας, ήδη από τα χρόνια των Ρωμαίων. Ο λόγος απλός: η Εγνατία Οδός, ο περίφημος δρόμος ορόσημο που φτιάχτηκε εκείνη την εποχή (μεταξύ 146 και 120 π. Χ) και ένωνε τις πολιτείες της Αδριατικής με την Προποντίδα. Ήταν η πρώτη φορά που κατασκευάστηκε ένας δρόμος τέτοιας έκτασης και μηχανικής αρτιότητας, με πλακόστρωση, οδόσημα και σταθμούς αλλαγής ίππων και άλλαξε για πάντα τη χωροταξία της περιοχής, δίνοντας την ευκαιρία σε ανθρώπους και εμπορεύματα να κινούνται γρήγορα και με ασφάλεια.

Τα Γιαννιτσά στα χρόνια των Οθωμανών υπήρξαν ένας από τους πιο αξιόλογους οικονομικούς πόλους της Μακεδονίας. Αυτό το σημαντικό ρόλο παίζουν και σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών.

Σύμφωνα με πηγές του 15ου αιώνα στην πόλη παράγονται μαντίλια, ενώ τα κάρα τους είναι αρχαϊκού, ρωμαϊκού τύπου χωρίς ακτίνες στους τροχούς.Εικόνα1

Τρύγος 1959

Οι κάτοικοι ήταν επιδέξιοι στην κατασκευή περίτεχνων καπνοσυρίγγων, ενώ ολόκληρη μανιφατούρα είχε στηθεί για την παραγωγή προϊόντων καλαθοπλεκτικής από ιτιά, λυγαριά και σάζι, πράγμα που συμφωνεί με το οικοσύστημα της παραλίμνιας περιοχής. Τα βασικά προϊόντα, ήταν το βαμβάκι και ο καπνός.

Ο καπνός των Γιαννιτσών είναι τόσο γνωστός, ώστε ένα από τα μεγαλύτερα γερμανικά εργοστάσια του 19ου αιώνα, στη Δρέσδη, σήμερα σε άλλη χρήση ονομάζεται «Γενιτζέ». Καπνός και βαμβάκι ήταν αντικείμενο συναλλαγών με πολλούς εμπόρους, ιδίως της Θεσσαλονίκης, κάθε καταγωγής και θρησκεύματος. Αναφέρονται συχνά στις εκθέσεις προξένων και μεταφέρονταν δια θαλάσσης σε λιμάνια της Ευρώπης, ιδίως στη Μασσαλία, αλλά και στην Ανατολή .

Άλλα πρωτογενή προϊόντα ήταν τα ψάρια (έως την αποξήρανση της λίμνης στο Μεσοπόλεμο )αλλά και στις βδέλλες, που ήταν απαραίτητες στο φαρμακείο της Ευρώπης ως αφαιμακτικό μέσο.Εικόνα1

Βελόνιασμα καπνού 1964

Σ” αυτά πρέπει να προστεθούν τα δημητριακά, που τα καλλιεργούσαν στις μη αρδευόμενες περιοχές, αλλά και το κρασί που μαζί με άλλα παράγωγα της αμπέλου ήταν δημοφιλές. Πολλά αμπέλια καταγράφονται στη γειτονιά των Γιαννιτσών σε χάρτες  των αρχών του 20ου αιώνα.

Μέχρι την δεκαετία του 1950 η γεωργική καλλιέργεια, η μεταφορά των προϊόντων και η επικοινωνία των χωριών με την πόλη βασιζόταν στα κάρα. Ένα καροποιείο απασχολούσε 11-15 άτομα.

Αν πάλι αναζητήσουμε την εννοιολογική προέλευση πολλών επιθέτων θα διαπιστώσουμε ότι προέρχονται από τα επαγγέλματα αυτά. Αλμπάνης-πεταλωτής, Κουντουράς-παπούτσια, χαλκιάς, αμπατζής-ύφασμα, αραμπατζής-κάρα, οργαντζής-μουσική, σαπουντζής, Ψαλλίδας κ. ά.

Μετά την αποξήρανση της λίμνης οι κυριότερες καλλιέργειες παρέμειναν τα δημητριακά, ο καπνός, το βαμβάκι και τα τεύτλα. Στη δεκαετία του 1950 τα τρακτέρ αντικατέστησαν τα ζώα και τα κάρα,  με αποτέλεσμα να πέσουν σε μαρασμό και να εξαφανισθούν όλα τα παλιότερα επαγγέλματα.

Τα Γιαννιτσά λοιπόν συνοψίζοντας, χτισμένα επί της Εγνατίας, στο σταυροδρόμι βασικών οδικών αξόνων των Βαλκανίων, είχαν πάντοτε αξιόλογη εμπορική κίνηση, πολλά καταστήματα, εβδομαδιαία λαϊκή αγορά και ετήσια εμποροπανήγυρη. Η αγορά εκτεινόταν κατά μήκος της Εγνατίας. Στη συνοικία Hizir Sah Bey,την πρώτη που συναντoύσε κάποιος, όταν ερχόταν από τη Θεσσαλονίκη, βρισκόταν η ψαραγορά, η λαχαναγορά και το Ταχυδρομείο. Το εμπορικό κέντρο ήταν πιο πέρα, όπου ήταν και τα χάνια, περίπου τριάντα. Υπήρχε μια βρύση με πολλούς κρουνούς και γύρω από αυτήν ήταν τα κέντρα διασκέδασης. Από την αγορά σώζονται υπολείμματα δυο καταστημάτων, ενώ νότια της Εγνατίας ήταν τα βυρσοδεψεία.

Καταστήματα υπήρχαν ακόμη στη Συνοικία Χαζνές, που σημαίνει «θησαυρός» και στη Συνοικία της Αγοράς, που αριθμούσε πάνω από 200 μαγαζιά. Η αγορά, σύμφωνα με πληροφορίες των κατοίκων των Γενιτσών, κάηκε το 1912, κατά την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στην πόλη.

Εικόνα1

Κατάστημα 1930

Σήμερα, έχει μεταφερθεί βορειότερα, αφού μετατοπίστηκε το κέντρο της πόλης και οι πιο εμπορικοί δρόμοι είναι η Ελ. Βενιζέλου και η Χατζηδημητρίου.

Η πόλη συνδεόταν με τις άλλες πόλεις μόνο με οδικό δίκτυο και ποτέ δεν είχε σιδηρόδρομο, γι’ αυτό από παλιά είχε μεγάλη συντεχνία καροποιών και πολλούς αγωγιάτες, που έκαναν μεταφορές ανθρώπων και προϊόντων.

Η χρήση του κάρου ήταν ευρεία και ενδεικτική της οικονομικής ευρωστίας. Είχε άμεση σχέση με την αγροτική ζωή και τους πλανόδιους πραματευτές. Οι συντεχνίες αυτές, καθώς και τα επαγγέλματα του πεταλωτή και του σαμαρά, έφθιναν όταν οι μεταφορές και οι αγροτικές εργασίες άρχισαν να γίνονται μηχανοκίνητα.

Υπήρχαν επίσης και τα επαγγέλματα της φτωχολογιάς, ψαθάδες και ψαράδες της λίμνης, «δουλειές του ποδαριού» τζαμπάζηδες, χαμάληδες και λούστροι, οι τελευταίοι σε μεγάλο ποσοστό ήταν παιδιά και είχαν τα στέκια τους έξω από τα καφενεία και στα σταυροδρόμια. Οι γυναίκες συμμετείχαν στην αγροτική παραγωγή και εργάζονταν ως καπνεργάτριες (τα Γιαννιτσά παρήγαγαν τον πιο αρωματικό καπνό από την εποχή της Τουρκοκρατίας) και ως εργάτριες στα καμίνια (κατασκευής τούβλων).

Παλιότερα λοιπόν, οι άνθρωποι ασχολούνταν οι περισσότεροι με τη γεωργία, την κτηνοτροφία, ήταν ιδιοκτήτες μικρών καταστημάτων και εργάτες κυρίως καπνού και βαμβακιού.

Σήμερα έχει αλλάξει και ο τρόπος καλλιέργειας της γης από τους αγρότες και οι συνθήκες εργασίας των εργατών στα εργοστάσια της περιοχής. Παλιά οι άνθρωποι δούλευαν όλη μέρα, ενώ σήμερα δουλεύουν οχτάωρο.

Οι αγρότες χρησιμοποιούν πλέον τα γεωργικά μηχανήματα, τα χημικά λιπάσματα για μεγαλύτερη παραγωγή και τα φυτοφάρμακα. Παλιότερα αντί για αυτά έριχναν στα χωράφια κοπριά.

Λιγότεροι άνθρωποι είχαν την ευκαιρία να μάθουν γράμματα, όμως ήταν πολύ δύσκολο να βρεις άνεργο, ενώ σήμερα δε συμβαίνει αυτό.

Η περιοχή στερήθηκε για πολλά χρόνια μεγάλες βιομηχανικές μονάδες με εξαίρεση την Ελληνική Υφαντουργία.

Στην πόλη υπήρχαν εκκοκκιστήρια, μύλοι, ελαιοτριβείο, παγοποιείο παγωτοποιείο κ.ά.

Μετά την μεταπολίτευση λειτουργούν οι πρώτες βιομηχανικές μονάδες και πολλά κονσερβοποιεία, η Ελληνική Υφαντουργία και Ψυγεία.

Από τη δεκαετία του 1960 είναι σε λειτουργία το καπνεργοστάσιο και στη δεκαετία του 1970 ανθούν οι βιοτεχνίες ενδυμάτων.

Παράξενα επαγγέλματα που υπήρχαν παλιά, όπως:

Νερουλάς: είχε αναλάβει το μοίρασμα του νερού σε όλα τα σπίτια

Αρκουδιάρης: Κυρίως με το όνομα αρκουδιάρης ή και αρκουδόγυφτος φερόταν συνήθως ο τσιγγάνος εκείνος που παλαιότερα περιήγαγε αρκούδα σε υπαίθριες παρουσιάσεις – επιδείξεις και με αυτό τον τρόπο χρηματιζόταν

Πλανόδιος φωτογράφος: Ένα σπουδαίο επάγγελμα, αυτό του πλανόδιου φωτογράφου, έδωσε πλούσιο υλικό στην ιστορική μνήμη του τόπου μας. Η μηχανή του ήταν ένα τετράγωνο κουτί (σκοτεινός θάλαμος ή κάμερα) που στηριζόταν σε τρίποδο. Πίσω από το κουτί ήταν ένα μαύρο κάλυμμα που χωρούσε το μισό κορμί του, όταν φωτογράφιζε. Μέσα στο κουτί είχε τα σκαφάκια με τα υγρά, μέσα στα οποία κουνούσε το χαρτί, μέχρι να “ζωντανέψει” η φωτογραφία. Μετά σκούπιζε το χαρτί με πετσέτα, το έπλενε με νερό και αφού στέγνωνε, παρέδιδε έτοιμη τη φωτογραφία.

Καροποιός: το κάρο είναι ένα δίτροχο ή τετράτροχο φορτηγό αμάξι. Αποτελείται από τους τροχούς, την καρότσα και τα δύο ζευγόξυλα, τις άκρες των οποίων έδεναν τα άλογα ή τα βόδια που έσερναν το αμάξι. Θεωρείται από τα αρχαιότερα μεταφορικά και φορτηγά μέσα.

Τα παλιά χρόνια το κάρο ήταν μέσο πρώτης ανάγκης. M” αυτό εξυπηρετούνταν σ” όλες τις μετακινήσεις οι άνθρωποι, κυρίως στην ύπαιθρο. Μ” αυτό έκαναν οι γεωργοί όλες τις γεωργικές τους εργασίες και τις μεταφορές των προϊόντων τους. Μ” αυτό πήγαιναν στον αρραβώνα και στους γάμους και μ” αυτό μετέφεραν την προίκα των κοριτσιών. Ήταν το απαραίτητο συγκοινωνιακό μέσο της υπαίθρου, όπου σπάνια συναντούσες άλλο τροχοφόρο.

Η κατασκευή του κάρου γινόταν από ειδικούς τεχνίτες τους καροποιούς που απαιτούσε πολύ χρόνο και μεγάλη προσοχή. Οι καροποιοί ήταν αυτοδίδακτοι μάστορες του ξύλου, που έκαναν τη δουλειά τους με τέχνη και μεράκι. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν το σκεπάρνι, το ξυλοφάι, η βαριά, το πριόνι, το σφιχτήρι, η αρίδα κ.ά.


καροποιείο 1938 αντίγραφο

αγωγιάτες

 

Αγωγιάτης: Ο αγωγιάτης ή κυρατζής πραγματοποιούσε μεταφορές διαφόρων εμπορευμάτων, κρασιών, από ένα τόπο σε άλλο, διακινούσε ταξιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, καθώς και κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση υπηρεσίας. Το επάγγελμα αυτό εξασκούνταν στις χερσαίες μεταφορές. Η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς μέχρι τη δεκαετία του ’30 και έως ότου γενικευτεί η χρήση του κάρου και του φορτηγού αυτοκινήτου.

Καρεκλάς: Στα παλιότερα χρόνια οι περισσότεροι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν για καθίσματα σκαμνιά από ξύλο και σκέτα κουτσούρια για τα μικρά παιδιά. Οι καρέκλες ήταν σπανιότερες και τις χρησιμοποιούσαν οι πλουσιότεροι «νοικοκύρηδες». Έτσι, με το επάγγελμα αυτό δεν ασχολούνταν πολλοί άνθρωποι.

Μυλωνάς: Μυλωνάδες λέγονταν στα παλιά χρόνια αυτοί που εκμεταλλεύονταν τους μύλους και άλεθαν τα σιτηρά, για να παράγουν αλεύρι, με το οποίο παρασκεύαζε το ψωμί της η οικογένεια.

Ψαράς:(στον ποταμό Λουδία)

Σαμαράς: Σαμαράς ήταν ο τεχνίτης που κατασκεύαζε σαμάρια για τα χοντρά και λιανά ζώα που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες για τις μεταφορές τους (μουλάρια, άλογα και γαϊδάρους).

Εικόνα1

Ψαράδες

 

 

Μπαρμπέρης: Οι μπαρμπέρηδες ήταν δύο λογιών: Oι μαγαζάτορες μπαρμπέρηδες, δηλαδή εκείνοι που στεγαζόταν μέσα σε μαγαζιά και οι υπαίθριοι μπαρμπέρηδες που είχαν τα στέκια τους έξω από τα χάνια.

 

Παπλωματάς: Tα σύνεργα της δουλειάς του ήταν: το τοξάρι με την κόρδα(χορδή) που ήταν φτιαγμένη από στριμμένο έντερο βοδιού, το κοπάλι (ξύλινο σε σχήμα μπουκαλιού), μια μαύρη ψαλίδα, βελόνα, κλωστές, δακτυλήθρα και το τσιπούκι (βέργα) λεπτό, πελεκημένο και λείο, από ξύλο κρανιάς, που ξεπερνούσε το ένα μέτρο. Οι καλοί τεχνίτες ήταν και περιζήτητοι. Για να γίνει κάποιος τεχνίτης καλός, έπρεπε να μαθητεύσει τουλάχιστον δύο χρόνια στο αφεντικό του.

 

Σιδεράς: Ο σιδεράς ήταν ο τεχνίτης που κατασκεύαζε στο αμόνι σιδερένια εργαλεία. Μπορούσαν να κατασκευάσουν αξίνες, τσεκούρια, δρέπανα, σφυριά, βαριές αλλά και σιδερένια εξαρτήματα, όπως καρφιά και μεντεσέδες κ.ά.

Η τέχνη του σιδερά απαιτούσε μεγάλη εμπειρία αλλά και οργανωμένα εργαστήρια, στα οποία μάθαιναν οι νέοι κυρίως από οικογενειακή παράδοση ή από μαθητεία. Ήταν αρκετά δύσκολη δουλειά, γιατί απαιτούσε μεγάλη σωματική δύναμη αλλά και αντοχή σε υψηλές θερμοκρασίες, αφού αρκετές ώρες της δουλειάς τους τις περνούσαν κοντά στη φωτιά, δηλαδή στο καμίνι όπου ζέσταιναν το σίδερο.

Ο κουρέας: Το επάγγελμα του κουρέα είναι γνωστό πριν από τον 5ο π. Χ. αιώνα και στα κουρεία σύχναζαν αργόσχολοι που τους άρεσε να φλυαρούν και να σχολιάζουν τα κοινωνικά. Το ξύρισμα γινόταν με ξυράφια που ήταν μεγάλες ατσάλινες λεπίδες. Αυτές τις ακόνιζαν και τις περνούσαν από δερμάτινο λουρί. Τις απολύμαιναν σε ένα δοχείο με οινόπνευμα. Με ένα πινέλο έτριβαν το σαπούνι μέσα σε δοχείο με ζεστό νερό και έκαναν σαπουνάδα. Μετά το ξύρισμα το μόνο καλλυντικό που υπήρχε ήταν η κολόνια λεμόνι και το μπριολ, κάτι σαν αρωματικό.

 κρεοπωλείο 1937 αντίγραφο

κρεοπωλείο 1937

Εικόνα1

υφάντρα

Κρεοπώλης: Επειδή παλιά δεν υπήρχαν ψυγεία, για να συντηρήσουν το κρέας, το φρεσκοσφαγμένο το πρωί ζώο έπρεπε να διατεθεί σε 24 ώρες. Τα ζώα έσφαζαν μόνοι τους οι κτηνοτρόφοι και πουλούσαν το κρέας στο χασάπη. Οι χασάπηδες έκαναν περιοδείες στα χωριά για να αγοράσουν ζώα. Αρχικά ήταν πλανόδιοι, αλλά αργότερα στεγάστηκαν και στήθηκαν οι πάγκοι. Έπαιρναν τη χαντζάρα, έκοβαν όσο ήθελε η νοικοκυρά κι αφού ξεκρέμαγαν την παλάντζα, ζύγιζε το κρέας.

Μπακάλης: Πνιγμένος στα ράφια με τις κονσέρβες, τις ζάχαρες τα ζυμαρικά και όλα τα απαραίτητα για το μαγείρεμα της νοικοκυράς. Τα περισσότερα χύμα και αγορασμένα βερεσέ. Χωρίς ψυγείο, πουλούσε όλα τα βασικά είδη και τρόφιμα χύμα. Στα μικρά χωριά συνήθως, το μπακάλικο ήταν εμπορικό και καπηλειό. Σήμερα με τους όρους που διαμορφώθηκαν από την σύγχρονη οικονομία και την επικράτηση των σούπερ μάρκετ τα μπακάλικα χάθηκαν, εκτός από εκείνα τα λίγα που επιμένουν να λειτουργούν σε κάποιες γειτονιές και στα χωριά.

Υφάντρα: Ο αργαλειός φτιαχνόταν από τέσσερα ισομεγέθη, γερά και βαριά, όρθια ξύλα δέντρου, που συνδέονταν και με άλλα ξύλα, με ειδικούς αρμούς και είχε τα έξης εξαρτήματα: Δύο «αντί» που στο ένα τυλιγόταν το στημόνι και στο άλλο το υφάδι, διάφορα χτένια, δύο ποδαρικά, τέσσερα μιτάρια, το ξυλόχτενο, την ποταμίστρα, την κουρούνα, τις τροχαλίες, τις σαΐτες, το κάθισμα και τους συνδετήρες.

Η σημαντικότερη μηχανή για την οικιακή οικονομία της οικογένειας σ’όλες τις περιοχές της Ελλάδας, έως τις αρχές της δεκαετίας το 1970.Εικόνα1

Χειροκίνητη μηχανή αραβοσίτου

Κτίστης: Ο κτίστης ήταν  πολύ διαδεδομένο επάγγελμα, επειδή τότε όλα τα σπίτια χτίζονταν με πέτρες απελέκητες και πελεκημένες. Οι κτίστες ακόμη έκαναν μερεμέτια, επισκεύαζαν παλιά σπίτια κ.ά.

Ασχολίες των ανθρώπων σήμερα

Οι κάτοικοι στα Γιαννιτσά σήμερα είναι γιατροί, δικηγόροι, τραπεζικοί, εκπαιδευτικοί, ιερείς, λογιστές. Υπάρχουν πολλοί μορφωμένοι άνθρωποι στον τόπο μας.

Υπάρχουν επίσης, μάστορες, οικοδόμοι, αυτοκινητιστές, μηχανικοί, έμποροι, βιοτέχνες κ.α. Πολλοί είναι ανειδίκευτοι υπάλληλοι.

Ένας σημαντικός αριθμός των κατοίκων ασχολείται με τη γεωργία. Ο τόπος μας έχει πολλά στρέμματα εύφορης γης.

Ο ξακουστός βάλτος των Γιαννιτσών, έχει δώσει πολλά πλεονεκτήματα στην οικονομία της ευρύτερης περιοχής. Αρκετοί άνθρωποι είναι και κτηνοτρόφοι.

Εκτός από αυτούς που έχουν σχέση με το φυσικό περιβάλλον, οι άνθρωποι που εργάζονται στην καθαριότητα της πόλης,  στο βιολογικό καθαρισμό, στην ύδρευση και στο πράσινο, ανήκουν επίσης στα επαγγέλματα που έχουν σχέση με το φυσικό περιβάλλον.

Η περιοχή διακρίνεται για την ταχεία ανάπτυξή της.

Υπάρχουν 550 επιχειρήσεις από τις οποίες οι 10 είναι βιομηχανίες και οι υπόλοιπες βιοτεχνίες και εμπορικά μαγαζιά.

Η εμπορική κίνηση σήμερα εκτείνεται σ” ολόκληρη σχεδόν την έκταση της πόλης, με κύριους άξονες τη λεωφόρο Χατζηδημητρίου και τον πεζόδρομο Ελευθερίου Βενιζέλου. Τα στενά γύρω από τη Βενιζέλου γεμίζουν ασφυκτικά τα βράδια από τη νεολαία της πόλης και της γύρω περιοχής, εδώ θα βρεις και κάποιες από τις καλύτερες επιλογές για φαγητό και ποτό στα Γιαννιτσά.

Πηγή:Τα Γιαννιτσά χθες και σήμερα_Αποστολίδου Γεσθημανή

Σχολιάστε

Top