Ατενίζοντας τη βροχή

rain

του  Δημήτρη Χατζημακρή

 

  Έξω βρέχει. Εγώ κάθομαι και πίνω τον καφέ μου. Η Μαίρη έχει πάρει τα παιδιά εδώ και καμιά ώρα από το σπίτι για να δουν τα ξαδέρφια τους. Εκείνη επέμενε βέβαια να μείνει να με προσέχει, γιατί είμαι άρρωστος, αλλά αρνήθηκα. Ολόκληρος γιατρός είμαι μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου. Κουκουλωμένος στο καθιστικό βλέπω την βροχή να πέφτει από τα παχιά σύννεφα που έχουν σκεπάσει τον ουρανό και σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου τόσο γρήγορα όσο έπεφταν και οι σταγόνες της βροχής. Σκέψεις όπως η ζωή και ο θάνατος. Το πως νιώθει κάποιος , όταν η ζωή του τελειώνει. Άρχισε να βρέχει όλο και πιο δυνατά. Άφησα τον σκύλο μου να μπει μέσα και μαζί ακούγαμε τον ήχο της βροχής και του ανέμου, ο οποίος δυνάμωνε κ” αυτός. Οι σκέψεις τώρα πλημμύριζαν το μυαλό μου σαν χείμαρρος. Σκέψεις όπως, γιατί υπάρχουμε ή γιατί πρέπει να κάνουμε κακό στον συνάνθρωπο μας και στην μητέρα φύση με βόμβες, ραδιενεργά υλικά και άλλα τόσα? Τρωγόμουνα να βρω τις απαντήσεις μα δεν τα κατάφερα. Ίσως να μην τις βρει κανείς ποτέ. Ο σκύλος μου ήρθε κοντά μου για να τον χαϊδέψω. Μπορεί να του αντισταθεί κανείς? Οι σκέψεις μου με απέκοψαν απ” την πραγματικότητα. Δεν αισθανόμουν τον χρόνο. Νομίζω πως η Μαίρη και τα παιδιά θα “πρεπε τώρα να “χαν έρθει και τότε ο ήχος του τηλεφώνου με έφερε πίσω στην πραγματικότητα. Το σήκωσα. Τα λόγια που άκουσα με έκαναν να χάσω την γη κάτω απ” τα πόδια μου. Η γη άρχισε να τραντάζεται και τότε ξύπνησα. Ήταν η Μαίρη και τα παιδιά. Σώοι. Ήταν όλα ένας κακός εφιάλτης που μάλλον ήθελε να μου διδάξει κάτι. Ακόμα προσπαθώ να το συνειδητοποιήσω.

 

Σχολιάστε

Top