Κώστας Μόντης

montis

του Ιωσἠφ Πάντσι

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Κώστας Μόντη υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες ποιητές.Γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1914 στην Κύπρο και συγκεκριμένα στην κατεχόμενη σήμερα από τα τουρκικά στρατεύματα Αμμόχωστο.

Παιδί του Θεόδουλου Μόντη από τη Λάπηθο και της Καλομοίρας Μπατίστα από την Αμμόχωστο.

Η παιδική και εφηβική ζωή του σημαδεύτηκε από το δράμα του θανάτου και της ορφάνιας. Στη τρυφερή ηλικία των οκτώ του χρόνων έχασε τους δύο αδελφούς του και μετα από 4 χρόνια έχασε την μητέρα του.

Σε ηλικία δεκαέξι χρόνων χάνει και τον πατέρα του. Γυμνασιόπαιδο, πήρε μέρος στην εξέγερση κατά της αποικιοκρατίας, τα Οκτωβριανά 1931. Μετά την αποφοίτησή του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας σπούδασε νομικά και πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία, μετά από χρόνια εργάστηκε ως δημοσιογράφος και ως εκδότης εφημερίδων και περιοδικών.

ΕΟΚΑ. Το 1961 διορίστηκε διευθυντής του Τμήματος Τουρισμού της Κύπρου, θέση που υπηρέτησε μέχρι και το 1976 που αφυπηρέτησε.

Το 1942 ίδρυσε στη Λευκωσία το πρώτο επαγγελματικό θέατρο της Κύπρου, το «Λυρικό». Κατά τη διάρκεια του

 

 

δευτέρου παγκόσμιου πολέμου ο Κώστας Μόντης έπαιξε κύριο ρόλο στην οργάνωση περίθαλψης. Τον Φεβρουάριο του 1946 παντρεύτηκε την Έρση Παντελή Κωνσταντίνου από τη Μόρφου, με την οποία απέκτησε τρεις γιους και μία κόρη. Συμμετέσχε στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου το 1955-59 ως πολιτικός καθοδηγητής των μελών της.

Ασχολήθηκε με το θέατρο και τη λογοτεχνία. Έγραψε και δημοσίευσε περισσότερες από 40 επιθεωρήσεις και θεατρικά. Από το 1934 ως το 1996 εξέδωσε γύρω στα 30 ποιητικά και έξι πεζά βιβλία. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι περίφημες «Στιγμές», ένα νέο ποιητικό είδος με το οποίο ο Κώστας Μόντης ανανέωσε και εξέλιξε από τη σκοπιά της Κύπρου, τη σύγχρονη νεοελληνική ποίηση. Κορυφαίο ωστόσο ποιητικό του επίτευγμα θεωρείται η τριλογία «Γράμματα στη Μητέρα» (1965, 1972, 1980). Ολόκληρο το έργο του περιέχεται στα Άπαντα του Κώστα Μόντη, που εκδόθηκαν από το Ίδρυμα Λεβέντη. Η αγάπη για τον άνθρωπο και την πατρίδα κυριαρχούν στο έργο του.

Ποιητής, μυθιστοριογράφος και συγγραφέας θεατρικών έργων, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες συγγραφείς του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα της μεταπολεμικής περιόδου. Πολλά από τα έργα του έχουν μεταφρασθεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Ολλανδικά, Σουηδικά, Ρωσικά, Βουλγαρικά, Ρουμανικά και σε άλλες γλώσσες. Προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ. Το 2000 η Ακαδημία Αθηνών τον ανακήρυξε αντεπιστέλλον μέλος της, ύψιστη τιμή που απονέμεται σε πνευματικούς δημιουργούς που ζουν εκτός Ελλάδος.

Απεβίωσε την 1η Μαρτίου 2004 στο σπίτι του στον Άγιο Δομέτιο, σε ηλικία 90 χρόνων, περιτριγυρισμένος από την οικογένεια του.

κωστας-μοντης-

ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

. Πεζογραφία
• Γκαμήλες κι άλλα διηγήματα.
• Ταπεινή ζωή.
• Κλειστές πόρτες.
• Διηγήματα.
• Ο αφέντης Μπατίστας και τ’ άλλα.
• Ο Σαγρίδης.

 Ποίηση
• Με μέτρο και χωρίς μέτρο.
• Minima.
• Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής.
• Στιγμές.
• Συμπλήρωμα των Στιγμών.
• Ποίηση του Κώστα Μόντη.
• Γράμμα στη μητέρα κι άλλοι στίχοι.
• Αγνώστω ανθρώπω.
• Εξ’ ιμερτής Κύπρου.
• Εν Λευκωσία τη…
• Δεύτερο γράμμα στη μητέρα.
• Κλειστές Πόρτες.
• Και τότ’ εν’ εναλίη Κύπρο.
• Πικραινόμενος εν εαυτώ.
• Κύπρος εν Αυλίδι.
• Ποιήματα για μικρά και μεγάλα παιδιά.
• Ανθολόγηση από τις Στιγμές.
• Στη γλώσσα που πρωτομίλησα.

Στάλω Μόντη – Πουαγκαρέ.
• Κύπρια ειδώλια. Λευκωσία.
• Μετά φόβου ανθρώπου.
• Αντίμαχα.
• Ως εν κατακλκείδι.
• Επί σφαγήν.
• Του στίχου τα μυνήματα.
• Τώρα που διαβάζω καλύτερα.
ΙΙΙ. Μεταφράσεις
• Αριστοφάνους Λυσιστράτη

montis2

Κάποια ποιήματα του Κώστα Μόντη

 

 

 ΑΝΑΠΟΔΙΕΣ

 

Ήρθαν, παιδάκι μου, ανάποδα όλα

κι αντί μεγάλος βγήκες μικρός,

τόσο που ακόμα κι’ αυτός ο Ντίνος

τώρα ειν’ καλήτερός σου κι εκείνος.

 

Αντί να κάνης αυτό και το,

όπως λογάριαζες στα όνειρά σου,

έβανες όλα τα δυνατά σου,

κ’ έκανες ένα μηδενικό.

 

Δεν λέω πως ήταν υπερβολές σου,

πιστεύω μάλιστα σοβαρά

πως αν δεν ήταν οι αναποδιές σου

θα διακρινόσουνα μια χαρά.

 

Μα πως να πείσης το πλήθος τ’ άπειρο

πως η ειμαρμένη σ’ έβγαλε ανάπηρο;

Κι αν πης ακόμα πως δεν σε νοιάζει

 

τι λέει ο κοσμάκης και πως δικάζει,

 

ούτε κι ο δάσκαλος του χωριού σου

-πρώτος ινβέντορας του «μυαλού» σου-

ή οι πιο αμετάπειστοι θαυμαστές σου:

φίλοι, αγαπούλες, συμμαθητές σου,

 

αν πης δεν έχεις να δώσεις λόγο

σ’ όσους προχώρησαν παρακάτω

κ’ έλεγαν ότι η μικρή μας νήσος

εσένα χρόνια θα πρόσμενε ίσως,

 

όμως του γέρου αγαθού πατέρα σου

που έτσι κατάπληχτο χτες τον είδες

ξέρω πως θάδινες -τι δεν θαδινες-

να μην του διάψευδες τις ελπίδες.

 

 

 

 

ΕΞΙΣΩΣΗ

Μπορεί κάποια φορά

νάχε μεγάλη διαφορά

μπορεί μια τέτοια εξίσωση νάταν γελοία

την εποχή που σπούδαζες στην Ιταλία

αγάπη και φιλοσοφία

Μα τώρα πια…

Μα τώρα πια…

Ποιος να σου τόλεγεν, αλήθεια, και να πίστευες

πως τα «προσόντα» σου θ’ αχρήστευες

σ’ αυτή τη Λευκωσία τους την ασήμαντη

την ξέβαθη λιμνούλα την ακύμαντη,

πως θάρχονταν μια μέρα που

-όπως είχες σκεφτή για τον παππού-

για εσένα που καυχόσουνα

να δείξης και να κάνης

θάταν πια το ίδιο στα εικοσιέξη σου

να ζης ή να πεθάνης.

 

 

 

ΔΙΑΛΕΞΗ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Μικροί άνθρωποι

στις μεγάλες αίθουσες

φροντίζουν να μιλούν

για ό,τι πιο πολύ δεν ξέρουν.

Και τους ακούν με θαυμασμό

άλλοι μικρότεροί τους

και τους χειροκροτούν.

Μια τρομερήν αντήχηση

κάνουν τα κούφια χέρια που χτυπούν

των κούφιων

γιατί όλη εκείνη η κούφια απέραντη αίθουσα

έχει επίτηδες χτιστή

μ’ ηχητική πολλή

κατάλληλη για τα μικρά χειροκροτήματα.

 

 

 

 

 

ΟΙ ΓΡΑΜΜΕΣ

Ολόγυρα συγκλίνουν οι γραμμές.

Κλωστές αράχνης αποπνιχτικές οι δρόμοι,

τα Τούρκικα σοκάκια τα στενά.

Δεν θα μπορέσουν, βέβαια, να σε σώσουν

Της Νομικής σου η τόμοι,

η πλούσια διαλεχτή σου βιβλιοθήκη

που όσο κι’ αν δεν σου χάρισε τη νίκη

ακόμα την προσέχεις σαν παιδάκι

μήπως και μπη κάνα σαράκι.

Από τις στέγες, τις γωνιές ,

προβάλλουν οι γραμμές,

πυκνές, πολλές, αμέτρητες,

ευθείες, καμπύλες, τεθλασμένες,

όσων ειδών ποτές δεν είδες,

όσες δεν ήξεραν οι Ευκλείδες,

όλες τους στον σκοπό τους ενωμένες

κ’ υπάκουες σε μιαν αόρατην αράχνη

που νοιώθεις να σιμώνη και ν’ αδράχνη

κυριαρχική, συντριπτική.

Στόχος της το έντομό σου.

Από την λαιμαργία αλλοιθωρισμένα

τα κόκκινα της μάτια καρφωμένα

απάνω σου.

Ξέρεις οριστικά

πως δεν θα της ξεφύγης

μα το έχεις συνηθίσει πια.

Κι είναι προς πίστη σου ασφαλώς

αυτή η γοργή προσαρμογή

γιατί ήταν τόσο ξαφνικό που είχες ξυπνήσει κ’ είχες βρη

μετά από τέτοια προοπτική

τον «εύελπιν» εαυτό σου Καρυωτάκη.

Μονάχα που πικραίνεσαι λιγάκι

γιατί και στους χειρότερους καιρούς

ούτ’ υποπτεύθηκε ποτές η φαντασία σου

πως θα σου γίνονταν μια μέρα

Πρέβεζα ανηλεή η Λευκωσία σου.

 

 

 

 

 

 ΝΥΧΤΕΣ

Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου

η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,

και θα μπορέσεις ύστερα να πας

σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.

Όμως όταν τελειώσουν όλα

τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,

και πουν οι φίλοι καληνύχτα,

και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;

Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη

σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια,

Θα ‘σαι μονάχος.

Και τότες θα λογαριαστείτε.

Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.

Θα ‘σαι μονάχος

κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα,

κι απ’ τη δουλειά σου και τους φίλους.

Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.

Θά ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.

Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.

 

ΜΑΤΙΑ

Στον κόσμο αυτό τα μάτια είναι,

τίποτ’ άλλο δεν είναι.

Όπου ομορφιά και ζωγραφιά

τα μάτια έχουν τη χάρη,

μάτια τον ήλιο χαίρονται

και μάτια το φεγγάρι,

τα μάτια σκύβουν ντροπαλά

στις άσπρες τις ποδιές

κι αυτά τα μάτια τα τρελλά

σμίγοντας σμίγουν τις καρδιές.

 

 

Σχολιάστε

Top