«Από τους ναύτες ένας , Αυτός που είδε πράγματα στη ζήση του φρικτά»

ναυτικός

της Εύας Τσερκέζη

« Λίγο πριν απ’ το θάνατο από τους ναύτες ένας ,
Αυτός που είδε πράγματα στη ζήση του φρικτά…»

Ν.Καββαδίας

 

«Ήσυχος άνθρωπος. Λίγο παράξενος μεν, αλλά ήσυχος άνθρωπος. Μιλούσε μόνο όταν του
απευθυνόταν ο λόγος. Αλλιώς απλά παρακολουθούσε.» Αυτά θα έλεγαν οι λίγοι άνθρωποι
που τον γνώρισαν στο συγκεκριμένο πλοίο. Το όνομά του κανείς δεν το ήξερε. Αναφερόταν,
αλλά κάπως όλοι το ξεχνούσαν. Φαινόταν όμως, πως θα έπρεπε να είχε ζήσει φρικτά
πράγματα στην ζωή του, αφού τα σημάδια που του είχαν μείνει δεν μπορούσε να τα
κρύψει με το να μην μιλάει. Οι άνθρωποι έβλεπαν και μιλούσαν μεταξύ τους, αλλά κανείς
δεν ήξερε την αλήθεια γι αυτόν. Κανείς, εκτός από έναν και μοναδικό ναύτη που μία μέρα
έγινε φίλος του χωρίς να το καταλάβει. Ήταν από αυτές τις μέρες που κανείς δεν μπορούσε
να κοιμηθεί και εκείνος προσπαθούσε να ξεχάσει. Έτσι κάθισε σε μια γωνία κρατώντας ένα
μπουκάλι νερό, που μόνο νερό δεν είχε. Ο ναύτης τον είδε, και είπε να του κάνει παρέα.
Εκεί, χωρίς να το θέλει, άρχισε να μιλάει. Άρχισε να του λέει ολόκληρη την ιστορία της ζωής
του.
Γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό, στην Μικρά Ασία. Μία μέρα αφότου γεννήθηκε όμως, η
μητέρα του εξαφανίστηκε. Κανείς δεν ήξερε τι απέγινε. Ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν. Τίποτα
δεν ήταν ξεκάθαρο εκείνη την εποχή. Έτσι, μεγάλωσε με τον πατέρα του. Ήταν και εκείνος
ναύτης αλλά έμεινε άνεργος για τα πρώτα 4 χρόνια του της ζωής του παιδιού.
Προσπαθούσε να κάνει πολλές δουλειές την ημέρα έτσι ώστε να μπορέσει να μεγαλώσει το
παιδί του με το μεροκάματο. Γύριζε πάντοτε κουρασμένος στο σπίτι, αλλά πάντα φρόντιζε
να μην το δείχνει στον γιό του. «Αυτό κάνει ο σωστός πατέρας». Αυτό έλεγε κάθε φορά
στον εαυτό του και τον άκουγε και ο μικρός.
Μετά από λίγο καιρό, ζήτησαν τον πατέρα του να δουλέψει σε ένα εμπορικό πλοίο. Είχε και
μεγάλη φήμη οπότε τον ζητούσαν πολλοί. Εκείνος πάντα αρνούνταν αλλά εκείνο το πλοίο
είπε ότι μπορεί να φέρει και τον γιό του εάν χρειαζόταν. Δεν θα έχαναν ποτέ την ευκαιρία
να έχουν έναν τέτοιο άντρα το πλήρωμά τους. Μετά από πολύ σκέψη αλλά περισσότερη
περηφάνια είπε να δεχθεί. Έτσι, από τεσσάρων ο μικρός έγινε ναύτης. Μέσα σε έναν χρόνο
είχε μάθει όλα όσα χρειαζόταν να μάθει ο τέλειος ναύτης. Και μαζί με όλους αυτούς τους
ναύτες που τον μεγάλωσαν, έμαθε πώς πρέπει να συμπεριφέρεται και πώς να είναι ένας
«σωστός άντρας»
Υπήρξαν πολλές φορές που έμεναν για λίγο στο λιμάνι και έβλεπε άλλα παιδιά να τρέχουν
και να παίζουν. Να πηγαίνουν στην μαμά τους κλαίγοντας γιατί χτύπαγαν ή απλά γιατί ήρθε
η ώρα να πάνε στα σπίτια τους. Υπήρξαν πολλές φορές που ήθελε να ρωτήσει τον πατέρα
του για την μητέρα του αλλά ποτέ δεν τολμούσε. « Δεν χρειάζεται να μάθω»
Έζησε τα χρόνια του μέχρι να ενηλικιωθεί και ακόμη περισσότερο στο ίδιο αυτό το πλοίο.
Ήξερε πια περισσότερα πράγματα από καθένα άλλον ναύτη. Ακόμη και από τους
μεγαλύτερούς του. Μαζί όμως με όλα αυτά που έμαθε , έμαθε και του κινδύνους και τα
ρίσκα που παίρνουν οι ναύτες κάθε μέρα που βρίσκονται εκεί. Δεν τα μάθαινε τόσο,
περισσότερο τα ζούσε. Είδε πολλούς ανθρώπους που τον μεγάλωσαν να πεθαίνουν από
πολλές αρρώστιες. Είδε άλλους νέους ανθρώπους να μην αντέχουν την πίεση και απλά να

τα παρατάνε. Όλα αυτά τα έβλεπε και δεν είχε καμία αντίδραση. Εάν αντιδρούσε σε κάθε
ένα από αυτά, δεν θα είχε χρόνο να κάνει την δουλειά του.
Περνούσαν τα χρόνια όμως. Το πλοίο σιγά σιγά πάλιωνε. Και δεν το συντηρούσαν. Δεν
είχαν χρόνο τότε για αυτά. Συνέχιζε όμως να σαλπάρει. Μια μέρα όμως , ενώ κάνανε ένα
πολύ μακρινό ταξίδι, το πλοίο δεν άντεξε, και στην μέση του πουθενά, άρχισε να βουλιάζει.
Ήταν η πρώτη φορά που είδε εκείνους τους ανθρώπους φοβισμένους, δακρυσμένους.
Άλλοι προσπαθούσαν να σώσουν την κατάσταση, άλλοι έτρεχαν από δω και από κει λες και
θα βρουν έξοδο ενώ άλλοι, άλλοι καθόντουσαν κλαίγοντας παρακαλώντας για ένα θαύμα.
Εκείνος δεν έκανε τίποτα από αυτά. Εκείνος έψαχνε τον πατέρα του περπατώντας και
προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του. Βρήκε τον πατέρα του στην πλώρη και πήγε
να τον αγκαλιάσει. Για πρώτη φορά τον αγκάλιασε πίσω και ο πατέρας του. Του είπε πως
ότι και να γίνει πρέπει να μείνει όσο περισσότερο μπορεί πάνω στο πλοίο. Εκείνη την
στιγμή όμως τα πανιά έπεσαν και έσπρωξαν τον πατέρα του στην θάλασσα. Είδε τον
πατέρα του και όλους τους άλλους ναύτες να πνίγονται.
Ήταν ο μόνος που επιβίωσε. Οι βάρκες που βγήκαν από το πλοίο δεν πρόλαβαν να φύγουν
και εκείνος μπήκε σε ένα από αυτά και έκατσε εκεί για 2 μέρες. Για 2 μέρες δεν μιλούσε.
Απλά σκεφτόταν. Σκεφτόταν τι θα έκανε ο πατέρας του. Έτσι απλά κι αυτός καθότανε.
Μέχρι που τον βρήκε ένα άλλο πλοίο και τον πήγε στην στεριά. Εκεί είχε την ευκαιρία να
αρχίσει μια καινούργια ζωή. Μια ζωή χωρίς την θάλασσα. Αλλά εκείνος επέλεξε να
ξαναπάει σε πλοίο. Δεν ήξερε τίποτα για το πώς είναι να μένεις στην στεριά. Να μένεις σε
σπίτι. Και αυτό τον οδήγησε στο πλοίο που για πρώτη φορά λύγισε.

 

αρχείο λήψης

Σχολιάστε

Top