Θαλασσινές ιστορίες με τον τρόπο του Νίκου Καββαδία

καβ

από τους   Αλέξανδρο Ξυλουρά , Γιώργο Παυλίδη , Έφη Πανιέρα  και  Φίλιππο  Τάττη

 

Με λέξεις και εικόνες από το γοητευτικό θαλασσινό κόσμο του Νίκου  Καββαδία  εμπνευστήκαμε τις δικές μας θαλασσινές ιστορίες .

Επιβιβαστείτε στο » ΑΝΕΜΟΣ » , στο  ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ  , στο » ΡΟΔΙΝΟ ΚΑΡΑΒΙ » , στο » ΑΓΚΥΡΑ »  και ταξιδέψτε μαζί μας

 

Ιστορία πρώτη :   » ΑΝΕΜΟΣ »

Το «ΑΝΕΜΟΣ» είχε ήδη ξανοιχτεί στα βαθιά μαζί με τους 30 ναύτες του στο κατάστρωμα. Κανείς τους όμως δεν περίμενε τι θα συνέβαινε. Κάποιοι ρεμβάζανε το απέραντο γαλάζιο, καθισμένοι στα σκονισμένα στρογγυλά τραπεζάκια φουμάροντας, ενώ κάποιοι άλλοι βαρούσαν τα πουλιά στο ταμπλό του ταβλιού ξεφυσώντας και πίνοντας ανιζέτα. Ήταν μία από τις συνήθειες τους όταν δεν υπήρχαν αγγαρείες του πλοίου. Μέχρι τότε ο αέρας φυσούσε γλυκά δημιουργώντας ένα απαλό αεράκι, που ήταν ότι έπρεπε για να σε δροσίσει. Ύστερα όμως από λίγη ώρα, ο αγέρας δυνάμωσε επικίνδυνα, αναγκάζοντάς τους ναύτες που στέκονταν στη κουπαστή να απομακρυνθούν. Η μεταβολή του καιρού ανησύχησε το πλήρωμα και έτσι όλοι τους μπήκαν στις καμπίνες τους. Το βράδυ όμως, ο άνεμος φυσούσε πολύ πιο δυνατά και σχημάτισε έναν μεγάλο ανεμορούφουλα. Το άρμπουρο κουνιόταν πέρα δώθε στο ρυθμό των κυμάτων που ήταν πια γιγάντια και θα μπορούσαν με ευκολία να αναποδογυρίσουν το πλοίο. Ο καπετάνιος δυσκολευόταν να χειριστεί το διάκι , έκανε μανούβρες για να αποφύγει τα μεγάλα κύματα ενώ γραμματικός του πλοίου προσπάθησε να βρει σήμα από τον δέκτη όμως η θύελλα δεν το επέτρεπε και έτσι έπρεπε μόνοι τους να αντιμετωπίσουν την καταιγίδα. Δεν είχαν πολύ χρόνο μέχρι το πλοίο να παραδοθεί στη θάλασσα και έτσι ετοίμασαν όσες λέμβους διέθετε το πλοίο και να σε ένας επιβιβάζονταν στις μικρές φουσκωτές βάρκες. Έπρεπε να αφήσουνε τα πάντα πίσω τους, γιατί υπήρχε κίνδυνος να μην αντέξει πολύ βάρος η βαρκούλα. Οι μόνοι που δεν εγκατέλειψαν το πλοίο ήταν ο πλοίαρχος και ο υποπλοίαρχος. Οι ναύτες όμως ποτέ δεν θα τους άφηναν πίσω, γι’ αυτό και μόλις βρήκαν στεριά με τη βοήθεια του εξάντα ειδοποίησαν ένα περαστικό καΐκι και εκείνο με τη σειρά του το λιμενικό. Ευτυχώς έφτασαν εγκαίρως στο πλοίο και κατάφεραν, εκτός από τους ανθρώπους, να σώσουν και το πλοίο, αφού ένας ικανός καπετάνιος κατάφερε να το  οδηγήσει στην κοντινότερη στεριά χωρίς να βυθιστεί.

Το επόμενο ταξίδι του «ΑΝΕΜΟΣ» είναι τον επόμενο μήνα, χωρίς ανέμους και θύελλες να το σταματούν.       Έφη Πανιέρα

 

ΙΣΤΟΡΙΑ 2η : ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ

Μια μέρα ο καπεταν Φίλιππος και οι ναύτες του ταξιδεύοντας   στο τεράστιο πλοίο τους με τα τεράστια κάτασπρα πανιά και
την σημαία της Ελλάδας να κυματίζει. Η μέρα ήταν  ηλιόλουστη με τον Καπετάν Φίλιππο να φωνάζει στον Γιώργη να κοιτάξει την πορτολάνα που είχαν βρει στην Ολλανδία τότε βλέποντας ότι ο θησαυρός ήταν μερικά μίλια από εκεί που βρίσκονταν και αποφάσισαν να σαλπάροντας προς τα εκεί. Ο Φίλιππος με το ένα χέρι στην πυξίδα και στο άλλο το πούρο από το πακέτο με της αβάνες που είχαν βρει ξεκίνησαν. Το ταξίδι ήταν κουραστικό ρουφολύμπες καταιγίδες τα κύματα να χτυπάν στης λαμαρίνες αλλά τα κατάφεραν βρήκαν το νησί. Μπαρκάραν το πλοίο και
κατέβηκαν μετά από πολλές ώρες σκαψίματος , βρήκαν ένα μεγάλο σεντούκι γεμάτο Αη-Γεώργηδες. Όμως μια κατάρα
ήταν πίσω από όλο αυτό η οποία έλεγε πως όλη θα πνίγονταν εκτός από τον καπετάνιο και έτσι έγινε. Καθώς γύριζαν από το ταξίδι η θάλασσα μαύρισε ο ουρανός σκοτείνιασε και μια τεράστια καταιγίδα ξέσπασε.  Ένας ένας έπεφταν οι ναύτες από το κατάρτι με μια βουτιά ο καπετάνιος
και ο Γιώργης βουτάν μπαίνουν σε ένα μικρό καραβάκι και ξεφεύγουν . Πίσω στην Ελλάδα φτάνουν μόνο οι δύο τους σε  κλάματα ξεσπάν και θρηνούν τους φίλους τους που χάθηκαν. Μετά από χρόνια οι δύο αυτοί λένε αυτή την ιστορία σε όλους τους περαστικούς λέγοντας πως όποιος βρει τον Ποσειδώνα . αυτή η κατάρα θα ξεσπάσει πάνω τους.     Φίλιππος  Τάττης

 

ΙΣΤΟΡΙΑ 3η :ΤΟ ΡΟΔΙΝΟ ΚΑΡΑΒΙ

Το καράβι με το οποίο θα συνεχίσω αυτή την θαλασσινή ιστορία αποφάσισα να το ονομάσω «Το ρόδινο καράβι». Η έμπνευση μου ήρθε από το αγαπημένο μου χρώμα ένα ελαφρύ κόκκινο που ταυτόχρονα μου θυμίζει τον κίνδυνο αλλά και την αγάπη και τη στοργή. Όπως το καταλαβαίνω εγώ σε ένα καράβι η σε ένα πλοίο που ταξιδεύεις μπορείς να δημιουργήσεις αναμνήσεις, να το αγαπήσεις αλλά πάντα υπάρχει κίνδυνος.

 

ΤΟ ΡΟΔΙΝΟ ΚΑΡΑΒΙ

 

Κάποτε υπήρχε ένας ναυτικός ο οποίος αγαπούσε τα καράβια και από μικρός το όνειρο του ήταν να γίνει καπετάνιος σε ένα καράβι. Η οικογένεια του ήταν φτωχή με αποτέλεσμα να μην μπορούν να βοηθήσουν την εκπλήρωσή των ονείρων του παιδιού. Ζούσαν σε ένα φτωχικό και ταπεινό σπίτι κάπου στις ακτές της Μικράς Ασίας αλλά η καταγωγή τους ήταν από τη Θράκη. Το παιδί όταν μεγάλωσε αποφάσισε να  δουλέψει πρώτα κάπου για να βγάλει λεφτά για να πάει να σπουδάσει. Δούλεψε ένα χρόνο σε ένα γραφείο και όταν μάζεψε τα λεφτά αποφάσισε να φύγει. Όταν τελείωσε τις σπουδές του ξεκίνησε να δουλεύει σε καράβια. Έπρεπε όμως πρώτα να αρχίσει από κάπου για αυτό όταν πρωτοπήγε στα καράβια δούλευε ως αμπαριτζής και επίσης έμαθε να ανοίγει το άρμπουρο. Επιπρόσθετα έμαθε να ακουρμάζεται και να είναι πειθαρχημένος. Σιγά σιγά έμαθε και έγινε καπετάνιος. Αυτό που έκανε του άρεσε και πολλές φορές καθόταν μέχρι το πρωί και έβλεπε την αμφιλύκη. Όλα τα ταξίδια πήγαιναν υπέροχα ώσπου την ημέρα που έκανε μια διαδρομή και κατευθυνόταν προς την Σικελία. Το ταξίδι ξεκίνησε με υπέροχο καιρό και λιακάδα. Όσο συνέχισαν να πηγαίνουν προς τον προορισμό τους ο καιρός όσο πήγαινε και χειροτέρευε. Η καταιγίδα δεν άργησε να ξεκινήσει όπως και η τρικυμιά. Ξαφνικά άρχισε να υπάρχει ομίχλη το οποίο έκανε ακόμη πιο δύσκολη τη δουλειά του καπετάνιου. Εξαιτίας της κακοκαιρίας ήταν πολύ δύσκολο για το πλήρωμα να μπορέσει να κάνει σωστά τη δουλειά του. Τα πράγματα όσο πήγαιναν και δυσκόλευαν. Ο καπετάνιος πλέον δεν έβλεπε και δεν ήξερε προς τα πού κατευθυνόταν. Δεν μπορούσε να μιλήσει ούτε στον ασύρματο ούτε μπορούσε να δει κάποιον άλτη. Ξαφνικά ακούστηκε ένας ήχος. Το πλήρωμα έτρεξε να κοιτάξει τι ήταν. Τελικά το πλοίο είχε υποστεί ζημιά και έμπαζε νερό. Ο καπετάνιος είπε ότι έπρεπε να αμπαντονάρουν το πλοίο. Κατέβασαν τις λέμβους και εγκατέλειψαν το καράβι. Με βαριά καρδιά ο καπετάνιος έπρεπε να αποχαιρετήσει το αγαπημένο του πλοίο στο οποίο είχε δημιουργήσει αναμνήσεις, το είχε αγαπήσει αλλά όπως είπα και στην αρχή πάντα υπάρχει ο κίνδυνος. Μετά από αυτό το σκηνικό ο Καπετάνιος δεν πτοήθηκε και συνέχισε τα ταξίδια με το καινούριο καράβι το οποίο ονόμασε «Η τρικυμία»

Αλέξανδρος Ξυλουράς

 

  Ισορἰα  4η «  Η  ΑΓΚΥΡΑ»

Κάπου μακριά, στη μέση του Ειρηνικού Ωκεανού,  ένα καράβι  με το όνομα Άγκυρα πάλευε με τα κύματα ,γιατί  βρέθηκε στο μάτι  ενός κυκλώνα. Προορισμός    του ταξιδιού ήταν το Μαζόρ  της Νότιας Ινδίας .

Από το πρωί  είχε πούσι και κρύο ,όμως , τίποτα δεν προμηνούσε  τέτοια  αντάρα. H  ρότα του πλοίου  συνεχιζόταν,  όταν ο άνεμος  αλλάζει  και γίνεται  προβέντζο έτσι ξαφνικά.  O καπετάνιος  αμέσως  κάνει όρτσα , μανούβρες  για να αποφύγει τα χειρότερα ,όμως μια παρατιμονιά   θα φέρει αναταραχή .Από το κουβούσι  ξεχύνονται  οι ναύτες που είχαν  αλλάξει βάρδια και ανεβαίνουν  στο κατάστρωμα και με κόπο προσπαθούν να χαλαρώσουν τα σκοινιά .Ο Tρίτος  κιαλάρει  επίμονα  για να μην πέσουν σε κανένα ύφαλο, ώστε να μην  μπατάρει  το πλοίο .Η γάτα  που τους συντρόφευε  στο ταξίδι ,Bella στο  όνομα, πήγε και χώθηκε στη γέφυρα.

Στο καμπούνι μαζεύονται μερικοί ναύτες ,ενώ άλλοι μαϊνάρουν  όσο πιο γρήγορα μπορούν. Το άρμπουρο  δεν αντέχει, σπάει και το αμπάρι γεμίζει νερά .Τότε ο καπετάνιος διατάζει να εγκαταλείψουν το πλοίο, ρίχνουν φωτοβολίδες , φοράνε σωσίβια και σαλτάρουν στην αγριεμένη θάλασσα.  Ο μούτσος με την τρομπαμαρίνα φωνάζει  να πηδήξουν στην θάλασσα όλοι. Ο καπετάνιος φοράει το γιλέκο και παίρνει αγκαλιά τη γάτα του, στο στέρνο του – ζωντανό είναι αυτό- σκέφτηκε. Φεύγει τελευταίος παλεύοντας με τα κύματα ώρες ατελείωτες , το ξημέρωμα τους βρίσκει  κατάκοπους , άγρυπνους με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα μάτια τους. Όμως κανένας δεν το μαρτυρά. Ευτυχώς βλέπουν στεριά και προσπαθούν να φτάσουν μέχρι εκεί. Τώρα πια έχει μπουνάτσα και το κακό πέρασε.

  Μόλις φτάνουν στη στεριά  απελπισμένοι και τρομαγμένοι συναντούν κάποια περίεργα πλάσματα, που έχουν  ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά ,  και τα πόδια τους είναι φτιαγμένα από φελλό. Στην αρχή νόμιζαν ότι θα είναι επιθετικοί μαζί τους, αντιθέτως εκείνοι ήταν  φιλικοί  και περιποιητικοί. Τους πρόσφεραν τρόφιμα και στέγη για να ξεκουραστούν από το δύσκολο ταξίδι τους. Την επόμενη μέρα οι φελλόποδες τους είχαν ετοιμάσει μια βάρκα για να φτάσουν επιτέλους στον προορισμό τους. Αφού τους αποχαιρέτησαν και τους ευχαρίστησαν για τη πολύτιμη βοήθεια  που  τους πρόσφεραν συνέχισαν το ταξίδι τους  προσδοκώντας να φτάσουν στην πολυπόθητη πατρίδα τους  .

                                                                                                                                                                      Γιώργος  Παυλίδης

 

καββα2

 

 

 

Σχολιάστε

Top